Της Βασιλικής Χατζηγεωργίου,
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ έκλεισαν από τον κόσμο έξω».
Το ποίημα αυτό αποτελεί το πρώτο αναγνωρισμένο του Αλεξανδρινού εκπροσώπου της νεοελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης (Κ.Π. Καβάφης) γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου και πέθανε το 1933, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του! Το έργο του απαντά σε ένα πλήθος αναγνωρισμένων, αποκηρυγμένων, κρυμμένων και ατελών ποιημάτων, τα οποία είχαν άμεση συσχέτιση, είτε με τις δυσκολίες της ζωής, είτε με τον έρωτα.
Μέσα από το ποίημα «Τείχη», αυτό που γίνεται σαφές είναι η αλληγορική διάσταση που λαμβάνουν τα τείχη, αναπαριστώντας, πιθανώς, γεγονότα ή καταστάσεις. Αυτά, με τη σειρά τους, αποβλέπουν στον περιορισμό της ελευθερίας της βούλησης και της σκέψης και μάλιστα σε χρόνο, τον οποίο αδυνατεί να αντιληφθεί ο ποιητής: «πως να μην προσέξω». Όμως, αυτό το ερώτημα που συλλογίζεται ο Καβάφης δεν αποκλείει το γεγονός να μπήκε μόνος του σε αυτή την κατάσταση πριν καν το συνειδητοποιήσει. Η σκέψη αυτή ενισχύεται, μάλιστα, και από τους εξής στίχους: «Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον», υπονοώντας πως ο ασφυκτικός περιορισμός του από τα τείχη ήταν αποτέλεσμα της ενίσχυσης των δικών του εικασιών, που είχε δημιουργήσει δηλαδή ο νους του.
Σε όλη την έκταση του ποιήματος φαίνεται να εκφράζει τη δυσανασχέτησή του όσον αφορά τον κόσμο της περιθωριοποίησης στον οποίο είχε «εισέλθει». Τονίζει, μάλιστα, την ένταση του φαινομένου με τη χρήση των λέξεων «μεγάλα κι υψηλά», παράλληλα με το γεγονός πως δε μένει χώρος για άλλη σκέψη στο μυαλό του: «Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη». Είναι εμφανής η σοβαρότητα της κατάστασης και εξηγείται εύκολα από το γεγονός πως είναι σήμερα γνωστές οι ερωτικές του προτιμήσεις, οι οποίες σε μια άλλη εποχή φαίνεται να έθεταν τα άτομα σε μία περιφρονητική θέση και η οποία πλησίαζε εν μέρει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτή είναι η αίσθηση που μπορεί να λάβει κάποιος από τα «Τείχη». Παράλληλα, διαφαίνεται και η τεράστια λατρεία που διακατέχει τον ποιητή όσον αφορά την πόλη του, την Αλεξάνδρεια, καθώς το αντικείμενο που χρησιμοποιεί για τον υπαινιγμό του, δηλαδή τα τείχη, έχουν άμεση συσχέτιση με τις πόλεις. Δε σταματάει ποτέ να σκέφτεται τον τόπο που τόσο πολύ τον γοήτευε, κάτι που αναντίρρητα είχε διεισδύσει στο υποσυνείδητό του και αδυνατούσε να απομακρυνθεί.
Επίσης, μέσα από τους χαρακτηρισμούς, που προσδίδει σε όσους τον ώθησαν στην περιθωριοποίηση: «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», εκδηλώνει την πικρία του προς εκείνους, εκφράζοντας έμμεσα τα γνωρίσματα των ανθρώπων, τα οποία περίμενε να διαθέτουν.
Συμπερασματικά, από όλη την έκταση του ποιήματος γίνονται σαφείς οι προβληματισμοί του γύρω από τη ζωή και την αντιμετώπιση των δυσκολιών που εμφανίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, μέσα από την πρωτοποριακή για την εποχή του γλώσσα γραφής των ποιημάτων. Εμφανίζεται δηλαδή, ως ένα άτομο -το οποίο αν και κοινωνικά αποκλεισμένο- δεν έπαψε ποτέ να εκφράζεται με τον τρόπο που επιθυμούσε, δίχως να στριμωχτεί στα καλούπια της κοινωνίας. Δεν έπαψε ποτέ να επιλέγει με γνώμονα το τι θα του προσφέρει ικανοποίηση και όχι με βάση τις επιταγές της κοινωνίας. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός πως είχε απορρίψει στο παρελθόν αρκετές ευνοϊκές προτάσεις εργασίας επιλέγοντας κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που όλοι περίμεναν. Έβγαινε με λίγα λόγια έξω από το αναμενόμενο πλαίσιο. Μέσα από το σύνολο των ποιημάτων του διακρίνουμε την εξέλιξη της ποιητικής του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κ.Π. Καβάφης ποίηση, κλασική νεοελληνική λογοτεχνία, 2015, Μαλλιάρης Παιδεία.