Της Ελένης Καραγιάννη,
Στην πολυσυζητημένη τηλεοπτική σειρά Maestro in blue ακούμε τον Ορέστη Χαλκιά, ως Αντώνη, να ερμηνεύει με περίσσειο θάρρος το θρυλικό “Ι want to break free” του βρετανικού συγκροτήματος Queen. Χρονολογούμενο στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και γραμμένο από τον J. Deacon, μπασίστα του συγκροτήματος, το τραγούδι αποτελεί σύνθημα απελευθέρωσης από κάθετί που θεωρούμε εγκλωβιστικό.
Ο Ορέστης Χαλκιάς ενσαρκώνει έναν νεαρό έφηβο που ερωτεύεται. Οι θεατές καθηλωμένοι από το ανοιχτό μπλε της θάλασσας του Ιονίου με το οποίο ο Χ. Παπακαλιάτης, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της σειράς, επιλέγει να χρωματίσει, μέσα σε όλα, και την μικρή ιστορία αγάπης του Αντώνη, παρακολουθεί έναν συνηθισμένο έφηβο να βράζει από το πιο συνηθισμένο συναίσθημα, τον έρωτα. Κι αν, παραδόξως, δεν έχετε ακόμα δει αυτό το διαμαντάκι και αναρωτιέστε πώς ο Παπακαλιάτης επέλεξε μια τόσο κλισέ πρωταγωνιστή φιγούρα, επιτρέψτε μου να σας γλιτώσω από το πουριτανικό σοκ που μπορεί να πάθετε, αναγνωρίζοντας πως το ερωτικό αντικείμενο του Αντώνη είναι ο Σπύρος, υπό την μορφή του –επίσης νεαρού και ταλαντούχου ηθοποιού– Γιώργου Μπένου. Σκοπίμως δεν αναφερθήκαμε στην ομοφυλοφιλική διάσταση της ερωτικής ιστορίας νωρίτερα με στόχο που συμβαδίζει, υποθέτω, με αυτόν του Παπακαλιάτη, να εισάγει τους θεατές στην σκέψη πως ο Αντώνης δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από έναν κανονικό –αν μου επιτρέπεται η χρήση της αμφισβητίσιμης αυτής λέξης– έφηβο.
Μια τόσο συνήθης εικόνα ενός αγοριού να ροκάρει πάνω στη σκηνή αποτυπώνεται στο μυαλό μας ως την σαφέστερη οπτική και ακουστική ψευδαίσθηση που εσωκλείεται στην πολυπαραγοντική σειρά. Η διασκευή του απελευθερωτικού ύμνου από έναν ομοφυλόφιλο έφηβο που διαμένει σε μια κλειστή κοινωνία μας προσκαλεί να αναλογιστούμε διάφορες πτυχές, όχι μόνο της ομοφυλοφιλίας, αλλά της καθεαυτής φύσης της εφηβείας και του αισθήματος του εγκλωβισμού. Όλα αυτά μεγεθύνονται κατά πολύ, αν συνεκτιμήσουμε την τρέχουσα κατάσταση των ελληνικών δεδομένων, με τον Αντώνη να χτυπά ηχηρά την πόρτα όλων των εσωτερικευμένων στερεοτύπων του μεμψίμοιρου και αμεταρρύθμιστου ελληνικού νου που προσπαθεί να περάσει το κατώφλι της Δύσης με τη νομιμοποίηση των ομόφυλων γάμων.
Αλλά τι είναι αυτό που μας συγκινεί περισσότερο σε αυτή την εκτέλεση; Είναι που βλέπουμε ένα νεαρό αδυνατούτσικο παιδί να φωνάζει με όλη του τη δύναμη υπονοώντας πως νιώθει εγκλωβισμένο; Ή, μήπως, είναι που ένας έφηβος προσπαθεί να νιώσει φυσιολογικός σε μια κοινωνία που μας πείθει καθημερινά ότι ποδηγετείται από παραλυτικές αναχρονιστικές αντιλήψεις; Τελικά, μπορεί να είναι απλώς η θέαση ενός ατόμου της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας να τραγουδά με κοινό και να εκφράζει την άποψη και τα συναισθήματά του.
Επιτρέψτε μου να υποθέσω, με κάποια σιγουριά, πως ο παραπάνω συνδυασμός δημιουργεί την ιδανική εικόνα αναζωπύρωσης των στρεβλών πεποιθήσεων που κυριαρχούν στον ελληνικό εσμό. Αν προσθέσουμε σε αυτή την εικόνα και την, εκ φύσεως, εφηβική μορφή του Ο. Χαλκιά και τα στερεότυπα που θέλουν τα αγόρια να μένουν σιωπηλά μπροστά στον έρωτα, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μία επαναστατική ματιά της πραγματικότητας, που ελπίζουμε να γίνει η θρυαλλίδα που θα προκαλέσει τον μαρασμό των άτεγκτων θεμελίων της ελληνικής κοινωνίας.
Να τονίσουμε πως το τραγούδι δε μας παραπέμπει συγκεκριμένα στην εμπειρία ενός ομοφυλόφιλου ατόμου, αλλά μας ωθεί να αναρωτηθούμε τους λόγους που ένας έφηβος μπορεί να εγκλωβιστεί στην πραγματικότητα που έχτισαν κάποιοι άλλοι για αυτόν. Ο Αντώνης τραγουδά για όλα τα παιδιά που, ασχέτως των παρεισφρητικών μεταβλητών, βιώνουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο τη μοναξιά, την κρίση ταυτότητας, τη βαθιά γείωση της αυτοπεποίθησης και ταυτόχρονα την αίσθηση παντοδυναμίας, ελέγχου και τον οραματισμό για ένα πιο ελεύθερο μέλλον που χαρακτηρίζουν εγγενώς την εφηβική ηλικία.
Αποδομώντας τον ρόλο του Αντώνη, αντιλαμβανόμαστε πως ταράζονται συθέμελα πολλά στερεότυπα της ελληνικής, κι όχι μόνο, κοινωνίας: ομοφυλοφιλία, μικροκαμωμένο αγόρι, παιδί αποδιοργανωμένης οικογένειας, παιδί οικογένειας με εξουσία που ξεκλειδώνει την καλλιτεχνική του πλευρά, αντρική φιγούρα που εκφράζει δυνατά συναισθήματα. Μέσα σε έναν μόνο ρόλο, ο Χ. Παπακαλιάτης συνόψισε διαφορετικούς παράγοντες επικινδυνότητας για εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας. Ένας μόνο ρόλος κατάφερε να μας υπενθυμίσει πως όσο κι αν αλλάζουν οι γενιές και η κουλτούρα, η εφηβεία δε θα πάψει ποτέ να αποτελεί εποχή που απαιτείται η κοινωνία και οι γονείς να προστατεύουν και όχι να εγκλωβίζουν, να καθοδηγούν ως συνοδοιπόροι στη μετάβαση στην ενηλικίωση και όχι να διατάζουν, να είναι πλάι και όχι πάνω από τα παιδιά. Παρουσιάζεται η ελληνική πραγματικότητα μέσα από εφηβικά μάτια και, μάλιστα, παρουσιάζεται με λιγότερο μελανά χρώματα σε σχέση με την πραγματικότητα.
Παιδιά σαν τον Αντώνη ίσως να μην καταφέρουν ποτέ να τραγουδήσουν με τέτοιο σθένος, ακόμα και στον εαυτό τους ότι “they want to break free”. Παιδιά σαν τον Αντώνη στοχοποιούνται, λοιδορούνται, ματαιώνονται κάθε μέρα από την οικογένεια, τους συμμαθητές ακόμα και από την ίδια την κοινωνία. Σε κάθε συζήτηση για τα δικαιώματά τους, παιδιά σαν τον Αντώνη, εγκλωβίζονται λίγο παραμέσα στη δίνη της ήδη φρικαλέας εφηβείας. Η επαναστατικότητα και η εναντίωση στο κατεστημένο χτυπά ηχηρά την επίφαση σκληρότητας του Σπύρου και οι θεατές επιβλέπουν την εναλλασσόμενη πραγματικότητα της μόνης, ουσιαστικά, μείζονος επιλογής μας ανάμεσα στο θάρρος της επανάστασης ή αυτό της καταπίεσης.
Ο Αντώνης δε χρειάστηκε να φορέσει κάτι που κοινωνικά θεωρείται γυναικείο, να προβάλει θηλυπρέπεια, να χλευάσει με κανέναν τρόπο τους κοινωνικούς ρόλους φύλου, αλλά κατάφερε να μας συμπαρασύρει στο ίδιο συναίσθημα που είχαν πετύχει οι Queen στο video clip τους. Μας προσκαλεί να παλέψουμε για κάθε έναν έφηβο που εγκλωβίζεται στην κοινωνία των προσδοκιών, για κάθε έναν ομοφυλόφιλο που οφείλει να εξηγήσει γιατί θα είναι καλός πατέρας για τον κάθε έναν άνθρωπο που αναζητά μια έξοδο και διέξοδο.
Η επιλογή του Ορέστη Χαλκιά στον ρόλο του Αντώνη, αποσκοπώντας ή όχι σε αυτό, με προτρέπει να σκεφτώ τον ίδιο τον Ορέστη Χ. ως έφηβο με λεπτά ποδαράκια να προσπαθεί να πειστεί μέσα του πως το να κηνυγήσει τα καλλιτεχνικά του όνειρα δεν είναι τρέλα, αλλά ο προορισμός, η μόνη λύση. Και όλα αυτά σε μια κοινωνία που ακόμα τα παιδιά αποθαρρύνονται να ακολουθήσουν την Τέχνη σε κάθε μορφή της. Ορέστη, Σπύρο, Χριστόφορε μπορείτε να υπενθυμίσετε στους εφηβικούς εαυτούς σας πως τελικά “they’ re breaking free”, γιατί, εκτός από καλλιτέχνες, ενσαρκώσατε και τις παιδικές ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς και μας θυμίσατε πως όλοι είμαστε, τελικά, ένα «Τυχερό Αστέρι».
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης κατάφερε μέσα σε μερικά επεισόδια να κουνήσει το δάχτυλο επιδεικτικά σε όλα τα θολά σημεία της κοινωνίας μας, φωτίζοντας τα γράμματα που πάντα φωνάζουν με λευκό μελάνι από κάτω: καταπίεση. Ο Αντώνης δεν τραγουδά μόνο για τον ρόλο του Ορέστη και του Γιώργου, αλλά για κάθε έναν μας ξεχωριστά: για κάθε εφηβικό μυαλό που τραμπουκίζει τον κομφορισμό και θέλει να νιώσει μόνο ελεύθερο, για κάθε Κλέλια που ταλανίζεται από την εξίσωση «(αμοιβαίος έρωτας)>κοινωνική νόρμα * καταπιεστικές κανονικότητες= χ». Τραγουδά για κάθε μητέρα που έβαλε σε μια γαλάζια βαλίτσα τα όνειρα της τη στιγμή που ένα τεστ βγήκε θετικό και δεν την ξανά-άνοιξε ποτέ, για κάθε πατέρα που εγκλωβίστηκε στο κοινωνικό πρότυπο του «ηγέτη» και κυνηγά χρήματα και δόξα με κάθε μέσο, για κάθε άτομο τρίτης ηλικίας που έχασε το στήριγμά του και το ξανά-χάνει κάθε μέρα, για κάθε Ορέστη που βλέπει τη ζωή του να φτερουγίζει μακριά και αναρωτιέται αν την έζησε και πόσο, για κάθε κακοποιημένη γυναίκα που ξυπνά κάθε βράδυ με μια νέα σειρήνα πολέμου. Ο Ορέστης Χαλκιάς τραγουδά για τον Αντώνη που φωλιάζει σε κάθε εγκλωβισμένη ψυχή.