Της Κατερίνας Ζευγίτη,
«Τους ανθρώπους της ζωής μου
Κάθισα να τους μετρήσω
Τους παρόντες, τους απόντες
Κάνα δυο περαστικούς
Όσους ήρθαν, για να μείνουν…
Όσους έφυγαν, πριν γίνουν…
Τους κοινόχρηστους, τους ξένους
Τους πολύ προσωπικούς
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
Ή μου βγαίνουνε πολλοί
Κι είναι η μοναξιά που επείγει
Ό, τι με μελαγχολεί…
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
Ή μου βγαίνουνε πολλοί
Σε ένα μέτρημα που ανοίγει
Την παλιά μου την πληγή…
Τους ανθρώπους της ζωής μου
Θα’ θελα να τους κρατήσω…
Τα αγρίμια, τους αγγέλους
Και τους πιο κανονικούς
Όσους άφησαν σημάδι, όσους πήρε το σκοτάδι…
Τους εκείνους, τους τυχαίους, τους πολύ προσωπικούς…»
«Περπατάς» στα σοκάκια της πόλης, στους χαοτικούς διαδρόμους ενός κτηρίου, στο «ψυχρό» πληκτρολόγιο του υπολογιστή, ακόμη και στη σκέψη ενός ανθρώπου που μια φορά σε είδε και δε σε διώχνει από αυτή. Καθώς περπατάς, θα συναντήσεις πολλούς περαστικούς. Κάποιοι από αυτούς ήρθαν, για να μείνουν, κάποιοι άλλοι, για να φύγουν και άλλοι, για να σε ταλαιπωρούν. Όπως, επίσης, αυτοί που θα σε αγαπήσουν και δεν θα σε εκδικηθούν. Είναι αλήθεια ότι ένα από τα μυστήρια αυτού του κόσμου είναι εκείνοι οι άγνωστοι, με τους οποίους θα συναντηθείς, δίχως να έχεις κλείσει ραντεβού. Αυτοί οι περαστικοί, ίσως μείνουν για πάντα στο πλευρό σου, ίσως και όχι. Σίγουρα, όμως, μόνο τυχαία δε βρεθήκατε, επειδή δυο ψυχές ποτέ δε «συναντιούνται» τυχαία. Κάτι θα κερδίσεις, ποτέ δε θα χάσεις. Ένα μάθημα, ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ, ένα χάδι ή και ένα χαστούκι που θα τα «κουβαλάς» αιώνια στη ψυχή σου.
Και μετράς… μετράς τι πήρες και τι έδωσες. Κακώς. Οι στιγμές δε μετριούνται στα δάκτυλα. Είτε είναι όμορφες είτε είναι άσχημες δε χάνονται, δε σβήνουν. Τις κρατάς μόνο στις «αποθήκες» της καρδιάς σου και συνεχίζεις, προχωράς και δεν κοιτάζεις πίσω. Περαστικοί ήταν, απλοί «κομπάρσοι». Ο ρόλος τους τελείωσε. Μη μένεις στα στάσιμα νερά, κολύμπησε γρήγορα και βγες από το βάλτο που μόνος «έπλασες». Αν σε «πνίγουν», τις «πετάς». Όλα είναι στο μυαλό σου. Τις «πετάς», όπως «πέταξαν» εσένα. Ή μάλλον, εσύ το επέτρεψες. Μην προσπαθείς να κρατήσεις το σκοινί, το χέρι σου θα πληγωθεί. Αν το αφήσεις, δεν θα πονάς. Πίστεψέ με, δεν θα πονάς. Είναι απλώς μια ιδέα. Μια εμμονή που θα σε «κυνηγά»… Οι περαστικοί ήταν περαστικοί. Αν δεν ήταν, θα είχαν μείνει, δεν θα διάλεγαν το δρόμο της φυγής. Πολλές φορές, δυστυχώς, οι άνθρωποι ψάχνουμε αφορμές και «εγκαταλείπουμε» τις μεγάλες υποσχέσεις και τα λόγια που λέμε μόνο και μόνο από δειλία, από τις δικές μας ανασφάλειες, από τους δικούς μας φόβους. Δε φταις εσύ. Εσύ ό,τι έχεις να προσφέρεις, θα το προσφέρεις. Αυτό δεν αλλάζει. Μια ψυχολόγος μου έχει πει το εξής: «Σκέψου, είναι σαν να δίνεις στον άλλο μια σοκολάτα, την οποία δε τη θέλει. Τη σοκολάτα θα τη δώσεις σε αυτόν που θα τη δεχθεί.» Οπότε, μη σπαταλάς τις ανάσες σου για άτομα που δεν θέλουν να σε συνοδεύσουν σε αυτό το «ανηφόρι» που λένε ζωή. Ο άνθρωπος που θα σε εκτιμήσει δεν θα σε κάνει να υποφέρεις. Θα το καταλάβεις…
Έτσι, λοιπόν, να κρατάς σφιχτά όσους θέλουν να μείνουν, όσους αξίζει να περπατάς στο πλευρό τους. Ό, τι σε κάνει να χαμογελάς. Και να θυμάσαι… πάνω απ΄ όλα να αγαπάς και να φροντίζεις τον εαυτό σου, να κοιτάζεις τον καθρέπτη και να του χαμογελάς. Να μην «αυτομαστιγώνεσαι» για τις επιλογές του παρελθόντος. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, πάντα θα μετράς. Μην επιτρέπεις στα «ζιζάνια» να ρημάζουν τα λουλούδια του δικού σου κήπου. Ξέρω, σου λείπουν εκείνοι οι περαστικοί, οι πλανόδιοι μουσικοί που άναψαν μια σπίθα, αλλά η φωτιά μπορεί να καταλαγιάσει… Άραγε, προτιμάς τα «ψίχουλα» ή «ολόκληρη» την «μπουκιά» της αγάπης;
«Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη
Φιλίες και αγάπες που πήραν οι δρόμοι
Κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
Τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί, φοβισμένοι… αγάπες που έμοιαζαν να΄ χουν αξία
Και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία…»
«Το Μέτρημα», Νατάσσα Μποφίλιου