Του Ιωάννη Περγαντή,
Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου βρίσκει τις πόλεις-κράτη του ελλαδικού χώρου σε δύο αντίθετες καταστάσεις: από τη μία οι ηττημένοι του πολέμου (Αθήνα και σύμμαχοι) προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν και να ανακάμψουν, ενώ από την άλλη το νικητήριο στρατόπεδο (Σπάρτη και σύμμαχοι) προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την παρούσα κατάσταση, με στόχο τη διαιώνιση της ισχύος και της επιρροής του. Σε αυτό το γενικότερο γεωπολιτικό πλαίσιο, η Σπάρτη ανέλαβε τη διεκπεραίωση μιας μεγαλειώδους εκστρατείας στη Μικρά Ασία, ανοίγοντας ένα νέο μέτωπο πολέμου έναντι ενός παλαιού γνωστού των Ελλήνων, των Περσών.
Ο θάνατος του Σπαρτιάτη βασιλιά Άγη Β’ φέρνει στο σπαρτιατικό θρόνο τον αδελφό του Αγησίλαο Β’. Παρά την ύπαρξη ενός νόμιμου διαδόχου του Άγη, ο Λεοτυχίδας, τα σενάρια περί αποπλάνησης της βασίλισσας και μητέρας του από τον Αθηναίο Αλκιβιάδη προξένησαν αμφιβολίες και διχογνωμίες στο σπαρτιατικό λαό. Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, η μεγάλη επιρροή που άσκησε ο έκπτωτος στρατηγός Λύσανδρος, χάρισαν στον Αγησίλαο τον θρόνο, ο οποίος αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ του πληθυσμού, κυρίως λόγω του απλού και πειθαρχημένου βίου του.
Παρά την οργάνωση εξεγέρσεων και συνωμοσιών εναντίον του (Συνωμοσία του Κύναδου, 399 π.Χ.), η εξουσία του Αγησίλαου έμεινε ακλόνητη, ο οποίος ήδη από τα πρώτα έτη εξουσίας του αποκτούσε φήμη και ηθικό υπόβαθρο. Υπό αυτές τις πολιτικά στιβαρές πολιτικές συνθήκες, ο συνεργάτης και εραστής του Λύσανδρος προέβη το 397 π.Χ. στο σχεδιασμό μιας μεγαλόπνοης εκστρατείας προς τη Μικρά Ασία. Αιτία αποτελούσε η συνθήκη την οποία υπέγραψαν Σπάρτη και Πέρσες το 412 π.Χ., σύμφωνα με την οποία η Σπάρτη αναγνώριζε την επικυριαρχία των Περσών επί των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, με αντάλλαγμα την παροχή στήριξης στον πόλεμο. Αυτή η αμοιβαία αλληλοϋποστήριξη συνεχίστηκε και μετά το τέλος του πολέμου, όταν το 401 π.Χ. ξέσπασε μεγάλη διαμάχη εντός της Περσικής αυτοκρατορίας όσον αφορά τη διαδοχή στο θρόνο μεταξύ των δύο αδελφών Αρταξέρξη Β΄ και Κύρο τον Νεότερο, με τη Σπάρτη και τις ελληνικές πόλεις να υποστηρίζουν τον τελευταίο. Όμως, μετά το θάνατο του Κύρου στη μάχη στα Κούναξα το 401 π.Χ., η Σπάρτη δραστηριοποιήθηκε και κινήθηκε ενάντια του Αρταξέρξη, κηρύσσοντάς του πόλεμο.
Μετά από ένα έτος ετοιμασιών (και την έγκριση των μαντείων στην Ολυμπία και τους Δελφούς), ο Αγησίλαος συγκέντρωσε ένα στρατό 8.000 ανδρών (κυρίως απελεύθεροι Είλωτες και σύμμαχοι). Θέλοντας να προσδώσει μια πανελλήνια εμβέλεια του εγχειρήματος, ο Αγησίλαος πριν την αναχώρηση του θέλησε να κάνει θυσία στην πόλη της Αυλίδας, όπου χίλια χρόνια περίπου πριν, σύμφωνα με τον Όμηρο, έκανε θυσία ο Αγαμέμνονας πριν την αναχώρηση του για την Τροία. Οι έριδες όμως μεταξύ των ελληνικών πόλεων επικράτησαν και σε αυτή την περίπτωση, καθώς η Θήβα, με την Αυλίδα να βρίσκεται στην επικράτειά της, δεν επέτρεψε στον Αγησίλαο να κάνει θυσία. Ο Αγησίλαος το παρέβλεψε και αναχώρησε για τη Μικρά Ασία, αλλά σύμφωνα με τις πηγές η έχθρα του για τη Θήβα δεν έσβησε ποτέ.
Όταν ο Αγησίλαος έφτασε στη βάση του την Έφεσο το 396 π.Χ., αποτελούσε τον πρώτο Σπαρτιάτη βασιλιά ο οποίος ηγήθηκε εκστρατείας στη Μικρά Ασία. Στο στρατό του προσχώρησαν και τα εναπομείναντα σώματα των λεγόμενων Μύριων, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του Ξενοφώντα υποχώρησαν από τα Κούναξα μετά και τον θάνατο του Κύρου. Πριν από τη σύγκρουση με τους Πέρσες, ο Αγησίλαος έπρεπε να αντιμετωπίσει μια άλλη απειλή, τον Λύσανδρο, ο οποίος μέρα με τη μέρα αποκτούσε δημοφιλία στο στρατόπεδο, υπονομεύοντας τη θέση του Αγησίλαου. Για την αποφυγή τυχόν εξεγέρσεων ή ανατροπών, ο Αγησίλαος προέβαινε σε συνεχείς εξευτελισμούς του, ωθώντας τον τελικά να αποχωρήσει μόνος του.
Μετά την αναχώρηση του Λύσανδρου, ο στρατός του Αγησίλαου έκανε επιδρομές στην περιοχή της Φρυγίας, Σατραπεία του Φαρνάβαζου, οι οποίες όμως επιδρομές έληξαν σύντομα, μετά και από μια μικρή σύγκρουση με το ιππικό του Φαρνάβαζου. Τον χειμώνα ο Αγησίλαος τον πέρασε στην Έφεσο, εξασκώντας μια νέα μονάδα ιππικού, μετά και από τις προτροπές του Ξενοφώντα, η οποία θα είχε καθοριστικό ρόλο στην εκστρατεία. Μετά το τέλος του χειμώνα, ο Αγησίλαος κινήθηκε βόρεια κατά της πόλης των Σαρδέων, αφού είχε παραπλανήσει τον σατράπη της Καρίας Τισσαφέρνη ότι θα κινηθεί νότια, ωθώντας τον τελευταίο να προβεί σε μια ταχεία πορεία προς τις Σάρδεις, γνωρίζοντας και την ήττα από τον Αγησίλαο. Ο Τισσαφέρνης έπειτα εκτελέστηκε και αντικαταστάθηκε από τον Τιθραύστη, ο οποίος πλήρωσε τον Αγησίλαο να συνεχίσει τον πόλεμο στη Σατραπεία της Φρυγίας, λόγω εσωτερικών ερίδων μεταξύ των σατραπών.
Η εκστρατεία του στη Φρυγία απέβη μη αποτελεσματική, καθώς η απουσία πολιορκητικών μηχανών και άλλων βασικών τεχνολογιών καθιστούσαν το έργο κατάκτησης φρουρίων και πόλεων δύσκολο. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο οποίος πέρα από στενός στρατιωτικός συνεργάτης αναδείχθηκε και ως ιστορικός της εκστρατείας του, αναφέρει πως ο Αγησίλαος είχε μεγάλες φιλοδοξίες, με σχέδια που να περιλαμβάνουν την κατάληψη της πρωτεύουσας Σούσας, στην καρδιά της Περσίας. Τα μεγαλεπίβλεπτα σχέδια του όμως τέθηκαν απότομα σε παύση, μετά την έναρξη του Κορινθιακού πολέμου το 395 π.Χ., όπου πρώην σύμμαχοι της Σπάρτης στον ελλαδικό χώρο (Θήβα, Κόρινθος) μετατράπηκαν σε εχθροί, με τις επιτυχίες και την ηγεμονία της Σπάρτης να αποτελούν απειλή για την ίδια την ύπαρξη τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Agesilaus II, worldhistory.org,Διαθέσιμο εδώ
- Agesilaus II, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Agesilaus II (c. 444-360 B.C.), thelatinlibrary.com, Διαθέσιμο εδώ