Του Ανδρέα Κουρή,
Μελετώντας τη διεθνή έννομη τάξη, δηλαδή το διεθνές δίκαιο που διέπει και δεσμεύει ένα ευρύ πλέγμα χωρών, γίνεται αντιληπτή η βαρύτητα του νομικού συστήματος της διεθνούς ευθύνης των κρατών. Όπως ακριβώς και στα εθνικά δίκαια, τα φυσικά πρόσωπα ευθύνονται για τυχόν ζημίες που προξενούν σε άλλους και τα νομικά πρόσωπα ευθύνονται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που τα αντιπροσωπεύουν, έτσι και τα κράτη έχουν ευθύνη, όταν παραβιάζουν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.
Ο θεσμός της ευθύνης του κράτους, συνιστά τον περιοριστικό κλοιό που αποτρέπει την παραβίαση διεθνούς υποχρέωσης και μπορεί να αντιμετωπισθεί ως συνέπεια παράνομης συμπεριφοράς ενός κράτους προς άλλο κράτος, ενός κράτους προς τους υπηκόους άλλου κράτους ή ενός κράτους προς ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Χρήζει επισήμανσης πως η διεθνής ευθύνη ενός κράτους δεν αναφέρεται στην ύπαρξη αδικήματος με την έννοια που καταγράφεται στην εσωτερική έννομη τάξη και κατ’ επέκταση πρέπει να διαχωρίζεται από τη διεθνή ποινική ευθύνη των ατόμων.
Μία πτυχή του εν λόγω θεσμού αρρύεται από την αντίληψη πως η ευθύνη του κράτους δεν προεξοφλεί μόνο την υποχρέωση αποζημίωσης. Η ύπαρξη ζημίας δεν είναι καθοριστική προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση ευθύνης. Και αυτό, γιατί το κράτος φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε μορφή παραβίασης της διεθνούς έννομης τάξης, είτε αυτή προκύπτει από διμερείς είτε από πολυμερείς συμφωνίες, οι οποίες μάλιστα υπάγονται σε ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς «επιβαρυμένης» ευθύνης.
Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης διεθνούς ευθύνης:
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δύο είναι οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της διεθνούς ευθύνης, και αυτές ορίζονται στα άρθρα 1 και 2 των Άρθρων περί ευθύνης του κράτους. Συγκεκριμένα, «Κάθε διεθνώς άδικη πράξη του κράτους επιφέρει τη διεθνή του ευθύνη» (άρθρο 1), και «Διεθνώς άδικη πράξη κράτους υφίσταται, όταν η συμπεριφορά που συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη αποδίδεται στο Κράτος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και όταν αποτελεί παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως του Κράτους» (άρθρο 2).
Η διεθνώς άδικη πράξη κράτους μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να συνιστά πράξη ή παράλειψη. Για παράδειγμα, το κράτος δεν τηρεί τα συμφωνημένα και προβλεπόμενα από μία διεθνή συνθήκη, στην οποία μετέχει (θετική ενέργεια) ή το κράτος δεν προβαίνει στη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας κατά την υποδοχή ξένης διπλωματικής αποστολής (παράλειψη). Ενδεικτικό παράδειγμα από τη νομολογία και ειδικότερα από την «Υπόθεση του Στενού της Κέρκυρας (1949)» όπου το Διεθνές Δικαστήριο επέρριψε ευθύνη στην Αλβανία λόγω της παράλειψης της να εξασφαλίσει την αβλαβή διέλευση πλοίων στην αιγιαλίτιδα ζώνη της και συγχρόνως θεώρησε διεθνώς υπεύθυνη τη Βρετανία, επειδή προέβη στην αλίευση ναρκών εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης της Αλβανίας, γεγονός που συνιστά παραβίαση εδαφικής ακεραιότητας.
Παράλληλα, με βάση το πόρισμα της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως από το κράτος υφίσταται, όταν μια πράξη ή παράλειψη του κράτους αυτού δεν συνάδει με την εν λόγω διεθνή υποχρέωση. Η παραβίαση εντοπίζεται κυρίως σε συμβατική υποχρέωση του κράτους ή σε ενέργειες αντίθετες του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Εν συνεχεία, δεύτερη προϋπόθεση στοιχειοθέτησης της διεθνούς ευθύνης είναι ο καταλογισμός της παράνομης πράξης στο κράτος.
Κατά το Διεθνές Δικαστήριο, η αρχή ότι το κράτος ευθύνεται για τις πράξεις όλων των οργάνων του, αποτελεί σταθερά θεμελιωμένο κανόνα εθιμικού χαρακτήρα, και ιδίως για πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς όργανα της αποτελούν τόσο οι πολιτικές όσο και οι στρατιωτικές υπηρεσίες π.χ. παράνομη κράτηση, πράξεις της νομοθετικής εξουσίας, καθώς, αν η νομοθεσία ενός κράτους αντιβαίνει επί διεθνών υποχρεώσεων του, φέρει διεθνή ευθύνη π.χ. εθνικοποίηση ξένης περιουσίας χωρίς αποζημίωση και πράξεις της δικαστικής εξουσίας, υπό τη μορφή δικαστικών αποφάσεων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους ειδικά διεθνή καθεστώτα, όπως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τέλος, διεθνή ευθύνη επισύρει και η αρνησιδικία απέναντι στους αλλοδαπούς σε περιπτώσεις έλλειψης εξισώσεως του αλλοδαπού προς τον ημεδαπό διάδικο.
Συνέπειες Διεθνούς Ευθύνης:
Οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τον εν λόγω θεσμό είναι η υποχρέωση καταπαύσεως της παράνομης πράξεως και, όποτε απαιτείται, εγγυήσεις μη επαναλήψεως, η υποχρέωση επανορθώσεως και τα αντίμετρα.
Αρχικά, η παραβίαση που οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη και έρχεται σε αντίθεση με συνθήκη ή με κανόνα διεθνούς εθιμικού δικαίου, δημιουργεί αυτή καθαυτή μία κατάσταση παράνομη που εμποδίζει την αρμονική συνύπαρξη των κρατών. Για τον λόγο αυτό, ευλόγως, το κράτος έχει την υποχρέωση να παύσει την παράνομη ενέργεια, αν αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, και συγχρόνως να παράσχει τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις περί μη επανάληψης, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά την υποχρέωση επανορθώσεως που συνιστά την κύρια και παρεπόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του κράτους, όπως έχει κριθεί και από το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης στην υπόθεση του εργοστασίου Chorzow (1928) «αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου ότι η παραβίαση μιας διεθνούς υποχρεώσεως συνεπάγεται την υποχρέωση επανορθώσεως». Η επανόρθωση συνίσταται στην επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και, όπου χρειαστεί, αυτή συνοδεύεται από αποζημίωση και ικανοποίηση (πλήρης επανόρθωση).
Τέλος, το κράτος που έχει ζημιωθεί, έχει τη δυνατότητα να προβεί εκτός από την προσφυγή στις διαπραγματεύσεις, στην αξιοποίηση αντιμέτρων (counter-measures). H φύση των αντιμέτρων εμφανίζεται ως μία περίσταση που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, γιατί, αν και παράνομα ως προς τα χαρακτηριστικά τους, δικαιολογούν τη χρήση τους σε ανάλογες συνθήκες. Το μέσο αυτό ενεργοποιείται κατά βάση σε περίπτωση που το παραβιάζον κράτος αρνείται να διακόψει την παράνομη ενέργεια. Ωστόσο, για να αποτελούν όντως νόμιμα τα αντίμετρα πρέπει να σκοπεύουν είτε στην κατάπαυση της παραβιάσεως είτε στην πλήρη επανόρθωση εκ μέρους του κράτους που φέρει τη διεθνή ευθύνη, πρέπει να είναι δηλαδή ανακλητά, προσωρινά και αναλογικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2021