Της Μαριάννας Μητσιώτη,
Από την αρχή της διαδρομής του είδους μας στη Γη, ο θάνατος και η ζωή απασχόλησαν, σχεδόν όσο τίποτα άλλο, την ανθρώπινη συνείδηση. Με την εμφάνιση των θρησκευτικών ιδεολογιών, αλλά, και με –το έμφυτο για εμάς– στοιχείο του φόβου του θανάτου, γεννήθηκαν πρακτικές στη νεκρική λατρεία, οι οποίες αποτελούσαν απότοκο της πεποίθησης πως η ζωή συνεχίζεται στον άλλο κόσμο. Από την εποχή των πολιτισμών του Αιγαίου, αρχαιολογικά ευρήματα, όπως κεραμική, κοσμήματα, οπλισμός, ακόμα και παιδικά παιχνίδια, έχουν βρεθεί σε νεκροπόλεις με τις ταφές σε αρκετές περιπτώσεις να γίνονται μέσα σε μεγάλα πιθάρια τοποθετημένα στο πάτωμα. Οι νεκροπόλεις αποτελούν, μe αυτόν τον τρόπο, μια από τις καλύτερες περιπτώσεις διατήρησης ταφικών αγγείων, στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψιν τον παράγοντα του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα, στηρίζουν περαιτέρω την άποψη πως θα έπρεπε να συνοδεύουν τον νεκρό, στην άλλη ζωή, κάποια υλικά αγαθά.
Από τη Γεωμετρική εποχή συναντούμε στα νεκροταφεία, εκτός από τα συνηθισμένα κεραμικά κτερίσματα, όπως οι οινοχόες και τα αρωματοδοχεία, θραύσματα πολύ μεγάλων κρατήρων και αμφορέων, οι οποίοι ξεπερνούν το ένα μέτρο. Το πόδι του αγγείου συχνά βρίσκεται ακόμη “in situ”, δηλαδή στη θέση όπου είχε αρχικά στηριχθεί, και έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε πως η χρήση τέτοιων μνημειακών αγγείων ήταν ταφική. Η κοσμική, άλλωστε, χρήση του θα ήταν αδύνατη καθώς ο πυθμένας του αγγείου λείπει, ενδεχομένως για την υποδοχή υγρών των νεκρικών χοών αλλά και για την εκροή των νερών της βροχής. Παρότι δε γνωρίζουμε πολλά για τις συνθήκες εύρεσής τους, θα πρέπει να ήταν στημένα πάνω σε τάφους και να λειτουργούσαν συγχρόνως και ως ταφικά σήματα, με τους αμφορείς να προορίζονται για τις γυναίκες και τους κρατήρες για τους άνδρες. Τα εν λόγω αγγεία θεωρούνταν περίοπτα έργα και, έτσι, το διακοσμητικό θεματολόγιο αποτελούνταν από σκηνές πρόθεσης, εκφοράς και ταφικών άθλων σε συνδυασμό με γεωμετρικά μοτίβα και ζώα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κρατήρας του ζωγράφου Hirschfeld, ο οποίος λειτούργησε ως σήμα τάφου ενός Αθηναίου ευγενή και απεικόνιζε σκηνή εκφοράς του νεκρού.
Περίπου το 700 π.Χ. ο αριθμός των ταφών μειώνεται και τα ταφικά σήματα εξαφανίζονται. Τα έθιμα αλλάζουν και πλέον προτιμάται η καύση των νεκρών μέσα στο ταφικό όρυγμα (πρωτογενής καύση). Ο νεκρός τοποθετούταν ξαπλωμένος πάνω σε φέρετρο, πάνω από την πυρά στο άνοιγμα του τάφου. Οι προσφορές τοποθετούνταν πλάι στον τάφο, στις αύλακες προσφορών, δηλαδή πάνω σε μια σανίδα κάτω από την οποία έκαιγε επίσης φωτιά. Τα αγγεία έπεφταν και έσπαζαν μέσα στον τάφο. Στον πυρήνα αυτής της πρακτικής τοποθετείται η αντίληψη πως όλα όσα ακολουθούσαν τον νεκρό στον άλλο κόσμο, δεν θα έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί με κανέναν τρόπο στη ζωή.
Τα κεραμικά κτερίσματα επιτείνουν τη μεγαλοπρέπεια της ταφής και χωρίζονταν σε ορισμένες κατηγορίες, με βάση τη λειτουργία τους. Βασικό ρόλο διατελούσαν τα αγγεία που περιείχαν υγρές και στερεές προσφορές, έπειτα, εκείνα που είχε στην προσωπική του ζωή ο νεκρός και, τέλος, τα ολοκαίνουρια αγγεία «επίδειξης» που είχαν μόνο συμβολική αξία. Ως τεφροδόχα αγγεία συνηθίζονταν, μεταξύ άλλων, γραπτοί (διακοσμημένοι) αμφορείς διαφόρων σχημάτων, υδρίες και πελίκες.
Στην Αθήνα, τον πρώιμο 6ο αιώνα π.Χ., οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στρέφονται μεταξύ των άλλων ενάντια στην ταφική πολυτέλεια και έτσι αυτή μειώνεται στα ταφικά μνημεία και τελετές. Τα κτερίσματα τώρα περιορίζονται σε λίγα τελετουργικά αγγεία, κυρίως ληκύθους. Οι λήκυθοι, μαζί με τις λουτροφόρους, αποτελούσαν για τους Αθηναίους αγγεία συνδεδεμένα με τη νεκρική λατρεία. Στον Ιππία Ελάσσονα του Πλάτωνα διαβάζουμε: «Οι Αθηναίοι ονομάζουν λήκυθο ένα αγγείο με το οποίο έφερναν τα αρωματικά έλαια στον νεκρό». Βρίσκονται, επίσης, μαζί με τις λουτροφόρους, στα υστεροκλασσικά χρόνια ως μνημειακά λίθινα αγγεία πάνω στους τάφους και στην τελική μορφή της εξέλιξής τους μεταβλήθηκαν σε καθαρά συμβολικούς φορείς. Οι νεότερες λίθινες λήκυθοι διακηρύσσουν, στημένες πάνω στον τάφο: «Ο νεκρός που κείται εδώ θάφτηκε και αλείφτηκε με μύρα, κατά πως του ταίριαζε. Εμείς φροντίζουμε για την υστεροφημία του».
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. φάνηκε πως οι υδρίες-λουτροφόροι σχετίζονταν με τις γυναίκες, ενώ οι αμφορείς-λουτροφόροι με τους άνδρες. Αντιστοίχως, οι κεραμείς απεικόνιζαν άντρες-νεκρούς στους αμφορείς και γυναίκες-νύφες στις υδρίες. Με το νεκρικό αγγείο έπρεπε να πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων το γαμήλιο λουτρό του νεκρού. Το λουτρό αυτό περιλάμβανε ίσως και ένα «γεύμα γονιμότητας», έτσι η λουτροφόρος στην ταφική της χρήση θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως σύμβολο της χαμένης γονιμότητας του νεκρού, ο οποίος με την ταφή επέστρεφε στη γη και στους χθόνιους νεκρούς. Στις υστεροκλασσικές επιτύμβιες στήλες οι λουτροφόροι και οι λήκυθοι απεικονίζονται συχνά στην περιοχή της Αττικής.
Σημαντικό σχήμα αγγείου, επίσης στενά συνδεμένο με τη νεκρική λατρεία, αποτέλεσε και ο κάνθαρος. Στις περιοχές της Αττικής, Βοιωτίας και της Λακωνίας, το αγγείο αυτό μαρτυρείται από τη μεσοελλαδική εποχή, δηλαδή, από τα πρώιμα μυθικά-ηρωικά χρόνια. Τα συναντούμε κυρίως σε ανδρικές ταφές και απεικονίζουν, συχνά, παραστάσεις αθλητικών και επιτάφιων άθλων. Στην εξαιρετικά πλούσια περιοχή σε τάφους και ιερά ηρώων, στη Λακωνία, συναντούμε σε ηρωικά ανάγλυφα απεικονίσεις κανθάρων, οι οποίες, στερεοτυπικά, έδειχναν ένα ζευγάρι θεοτήτων με θνητούς λατρευτές. Η αντρική θεότητα, ο Διόνυσος, ο οποίος ταυτίζεται με τη χθόνια θεότητα ήδη από τα ηρωικά χρόνια ως ο θεός της βλάστησης και της γονιμότητας, κρατά τον κάνθαρο και η θεά ένα ρόδι, ως σύμβολο αθανασίας.
Τέλος, η πρωταρχική χρήση του κάθε σχήματος σταδιακά δημιούργησε μια σύνδεση με ό,τι αυτό αντιπροσώπευε. Η κύλικα, ο σκύφος, ο κρατήρας αντιπροσωπεύουν τις χαρές του συμποσίου. Οι αμφορείς και οι λουτροφόροι υποδηλώνουν την αφθονία των προμηθειών του νεκρού σε τρόφιμα και νερό, ενώ οι λήκυθοι την ευεξία του σώματος. Έτσι, λοιπόν, τα αγγεία αποτελούσαν φορείς μηνυμάτων που αντιπροσώπευαν στη μεταθανάτια ζωή ολόκληρους τομείς της επίγειας, ενώ ταυτόχρονα, εκπροσωπούσαν τον ταφικό πλούτο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Scheibler, Ελληνική κεραμική, Παραγωγή και χρήση αρχαίων ελληνικών αγγείων, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2010
- Hölscer, Κλασσική Αρχαιολογία, Βασικές Γνώσεις, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2019