Της Μαρίας Αλευρομαγείρου,
1989: Εκτελέστηκε στις φυλακές στη Φλόριντα πάνω στην ηλεκτρική καρέκλα ένας από τους πιο διαβόητους εγκληματίες των Η.Π.Α. του 20ού αιώνα, ο Ted Bundy. Πρόκειται για έναν κατά συρροήν δολοφόνο και βιαστή, ο οποίος ήταν υπαίτιος για τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ήταν και παιδιά.
Ο Bundy –ή Theodore Robert Bundy, όπως ήταν το πλήρες του όνομα– γεννήθηκε στο Βερμόντ στις 24 Νοεμβρίου του 1946. Η μητέρα του, Eleanor Louise Cowell, τον έφερε στη ζωή σε μια δομή για ανύπαντρες και ανήμπορες γυναίκες, με τον πατέρα του να είναι άγνωστος. Αργότερα, η νεαρή Cowell πήγε στους γονείς της στη Φιλαδέλφεια, όπου δήλωναν πως το νεαρό αγόρι ήταν παιδί τους. Το 1951, η Cowell πήρε τον Ted και μετακόμισαν στην Ουάσιγκτον, με την κοπέλα να παντρεύεται τον Johnnie Bundy, ο οποίος έδωσε το επώνυμό του στο παιδί. Ωστόσο, η σχέση του με τον πατριό του δεν ήταν ιδιαίτερα καλή, δημιουργώντας διάφορες συγκρούσεις. Μεγαλώνοντας, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, με πολλούς –που έχουν μελετήσει την υπόθεση και την ψυχοσύνθεσή του– να θεωρούν πως τότε άρχισε να αναπτύσσει τη δολοφονική του μανία, ενώ κάποιοι άλλοι ανάγουν στα παιδικά του χρόνια τη σύνθεση του χαρακτήρα του.
Ο ίδιος έχει ομολογήσει πως διέπραξε 36 φόνους, αν και πολλοί υποστηρίζουν πως τα θύματά του ξεπερνούν τα 100 άτομα. Η αρχή φημολογείται πως έγινε τη δεκαετία του 1970 και πιο συγκεκριμένα μέσα στο 1974, αλλά ο εγκληματολόγος Matt DeLisi υποστηρίζει πως «Και ο ρυθμός και η αυτοπεποίθηση με την οποία σκοτώνει μεταξύ 1974 και 1978 δείχνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είχε μόλις ξεκινήσει», θέτοντας πολλούς προβληματισμούς. Μια από τις συνηθέστερες μεθόδους του Bundy ήταν να παρασύρει τα θύματά του στο αυτοκίνητό του, προσποιούμενος ότι ήταν τραυματισμένος και ζητώντας τη βοήθειά τους. Δεν ήταν λίγες και οι γυναίκες που πρώτα έπεφταν θύμα βιασμού και μετά κατέληγαν στα χέρια του.
Το φθινόπωρο του 1974 ήταν σημείο καμπής για τον ίδιο, καθώς μετακομίζει στη Γιούτα, με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά δεν σταμάτησε τη δράση του, με πολλές εξαφανίσεις γυναικών να συμβαίνουν στην περιοχή. Το επόμενο έτος, οι αρχές συλλαμβάνουν τον Bundy, αφού είχαν βρει στο αυτοκίνητό του κρυμμένα διάφορα ύποπτα αντικείμενα –έναν λοστό, μάσκα προσώπου, σχοινί και χειροπέδες–, αλλά δεν ήταν ικανά να τον κρατήσουν μέσα. Ωστόσο, το ίδιο έτος, το 1975, συνελήφθη για την απαγωγή της Carol DaRonch, μιας από τις λίγες γυναίκες που γλίτωσαν, και καταδικάστηκε.
Δύο χρόνια, όμως, αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει. Το κατάφερε αυτό κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη βιβλιοθήκη του δικαστηρίου, όπου είχε πάει για να μελετήσει την υπόθεσή του, καθώς ζήτησε να είναι ο συνήγορος του εαυτού του στη δίκη –κάτι που επιτρέπει το αμερικανικό δικαστικό σύστημα– και έτσι πήδηξε από ένα παράθυρο και έκανε την πρώτη του απόδραση, αλλά τελικά συνελήφθη. Τον Δεκέμβριο του 1977, πραγματοποίησε άλλη μια απόδραση αυτήν τη φορά από τη φυλακή και οι φρουροί δεν είχαν αντιληφθεί την απουσία του για τουλάχιστον 15 ώρες. Ακολούθησε η ομηρία τεσσάρων γυναικών και η δολοφονία δύο εξ αυτών, ώσπου τελικά να συλληφθεί ξανά.
Στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκε σε θάνατο για τον φόνο αυτών των κοριτσιών, αλλά άσκησε έφεση, ενώ λίγο καιρό αργότερα καταδικάστηκε ξανά σε θάνατο, αυτήν τη φορά για τον βιασμό και τη δολοφονία ενός 12χρονου κοριτσιού. Η ποινή, τελικά, εφαρμόστηκε στις 24 Ιανουαρίου 1989, με τον κατά συρροήν δολοφόνο να οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα. Οι ιστορίες που άρχισαν να βγαίνουν σταδιακά στο φως της δημοσιότητας δημιούργησαν μια σειρά από ταινίες, μιας σειράς ντοκιμαντέρ και βιβλίων που προσπαθούν να ρίξουν φως στα εγκλήματά του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ