Του Ιωάννη Περγαντή,
Ένας παράγοντας ο οποίος πρωταγωνιστούσε στις ζωές των αρχαίων Ελλήνων ήταν αυτός της θρησκείας. Στην διοίκηση, την καθημερινή ζωή, τον πόλεμο, παντού το στοιχείο της θρησκείας επενέβαινε και καθόριζε περιστάσεις και καταστάσεις, άλλοτε για το καλύτερο και άλλοτε για το χειρότερο. Σε όλον τον ελλαδικό χώρο υπήρχαν διάσπαρτα σημαντικά ιερά, τα οποία λειτουργούσαν ως τόποι προσκύνησης, με χιλιάδες πιστούς να συρρέουν, με σκοπό τη δέηση προς τους θεούς για την επίλυση προβλημάτων. Ένα από αυτά τα ιερά, το οποίο εκτός από θρησκευτικό διαδραμάτισε αργότερα στη ζωή του και άλλο χαρακτήρα, είναι το μείζονος σημασίας ιερό της Αρχαίας Ολυμπίας.
Ο ιερός χώρος της Ολυμπίας τοποθετείται στο κέντρο του νομού Ηλείας, δίπλα από το ομώνυμο σύγχρονο χωριό. Σύμφωνα με τις ανασκαφές στην περιοχή, η πρωιμότερη ένδειξη κατοίκησης ανάγεται στο 1600 με 1500 π.Χ., με την ύπαρξη μικρών κοινοτήτων, με το συμπέρασμα αυτό, όμως, να αμφισβητείται από ορισμένους επιστήμονες. Το σίγουρο είναι ότι μετά το 1000 π.Χ. συναντάται μια έντονη θρησκευτική δραστηριότητα στην περιοχή, η οποία δικαιολογείται από απομεινάρια καμμένων προσφορών που έχουν βρεθεί. Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις για την κύρια λατρευτική θεότητα, με την επικρατέστερη να θέλει την λατρεία χθόνιων θεοτήτων και του Κρόνου, αλλά κυρίως του Δία, η λατρεία του οποίου στο τέλος επικράτησε.
Ο χώρος της Ολυμπίας, συμπεριλαμβανομένου και του ιερού, ήταν υπό την κατοχή και τη δικαιοδοσία των Ηλείων, της φυλής που έμενε στη δυτική Πελοπόννησο. Σε αυτούς οφείλουν οι ιστορικοί την ίδρυση και θεμελίωση των πιο γνωστών αθλητικών αγώνων από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο μύθος θέλει ιδρυτή τους τον Ηρακλή, στα πανάρχαια χρόνια. Η πρώτη επισήμως καταγεγραμμένη ημερομηνία έναρξής τους τοποθετείται στο 776 π.Χ. και ανά 4 χρόνια, χιλιάδες αθλητές και θεατές έφταναν στην Ολυμπία για τους αγώνες. Σύμφωνα με τις πηγές, το πρώτο άθλημα που διεξήχθη ήταν ένας απλός αγώνας δρόμου, με τον πρώτο Ολυμπιονίκη να είναι ο Κόροιβος ο Ηλείος.
Παρά τις 2 φορές εναλλαγής κυριαρχίας στο χώρο (το 676 π.Χ. την καταλαμβάνουν οι Πίσανες, το 580 π.Χ. πάλι οι Ηλείοι), το ιερό αλλά και ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων δεν έπαψε να αναπτύσσεται. Ανά τα χρόνια άρχισαν να προστίθενται και νέα αθλήματα, ενώ λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας που είχαν οι αγώνες πανελλαδικά, θεσπίστηκε και μια τρίμηνη ανακωχή πολέμων κατά τη διάρκειά τους. Οι νικητές των αγώνων φορούσαν τα περίφημα στεφάνια αγριελιάς, ενώ τους ακολουθούσε και μια αστείρευτη πηγή φήμης και δόξας.
Κατά τα κλασικά χρόνια, ο χώρος γνώρισε την μεγαλύτερη αίγλη του. Πασίγνωστα οικοδομήματα, όπως ο ναός του Δία με το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού σκαλισμένο από τον Φειδία, η τελική διαμόρφωση του σταδίου, το Πρυτανείο, ο Ιππόδρομος, όλα αυτά αποτελούν μαρτύρια για μια χρυσή εποχή της Ολυμπίας, της οποίας η θρησκευτική και αθλητική πρωτοκαθεδρία ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα. Αυτή η πρόοδος συνεχίστηκε και στην ελληνιστική περίοδο, που η Παλαίστρα και το Γυμνάσιο ήρθαν να ολοκληρώσουν σε ένα μέρος τις αθλητικές λειτουργίες του χώρου, όπως και το Φιλιππείο, το οποίο εκτός από δωρεά, αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της νέας γεωπολιτικής δυναμικής που επικρατούσε στον ελλαδικό χώρο, τις επιβολές και επιρροές των ελληνιστικών βασιλείων.
Η ρωμαϊκή περίοδος αποτελεί μια περίοδος «αναθεωρητισμού». Ως γνωστόν, στους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούσαν να συμμετάσχουν αποκλειστικά Έλληνες. Τώρα πια, ειδικότερα με την καθιέρωση του αυτοκρατορικού καθεστώτος, οι αγώνες έγιναν ανοιχτοί για όλους τους Ρωμαίους πολίτες. Αν και η θρησκευτική σημασία του χώρου υποχώρησε για χάρη του αθλητικού, ανά τακτά χρονικά διαστήματα λάμβαναν μέρος έργα αποκαταστάσεων αλλά και νέων οικοδομημάτων, όπως το Νυμφαίο. Παρά τις σκέψεις του Σύλλα το 80 π.Χ. (δικτάτορας κατά τη περίοδο της Res Publica) για μεταφορά των αγώνων στη Ρώμη, η Ολυμπία διατήρησε έναν σημαίνοντα ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια του αρχαίου κόσμου.
Η κατάπτωση του χώρου ξεκίνησε τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ένας καταστροφικός σεισμός, μαζί και με τη μεγάλη επιδρομή του 267 μ.Χ., «άδειασε» την Ολυμπία από τα πλούσια αναθήματα και τα κτήρια, οδηγώντας τον χώρο σε μια πλήρη παρακμή. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε το 393 μ.Χ., όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ επέβαλε απαγόρευση των αγώνων, η οποία συνοδεύτηκε το 426 μ.Χ. από το διάταγμα του Θεοδοσίου Β’, το οποίο άνοιξε ένα μεγάλο κύκλο διώξεων και καταπιέσεων των ειδωλολατρών, καταστρέφοντας εν τω μεταξύ και τα κτήρια του χώρου. Μετά από 1500 περίπου χρόνια, ο άλλοτε σπουδαίος και περίφημος χώρος της Ολυμπίας, μετετράπη σε ερείπια και αναμνήσεις ενός πάλαι ποτέ σπουδαίου χώρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Olympia, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- Olympia, historyhit.com, διαθέσιμο εδώ
- Olympia, worldhistory.org, διαθέσιμο εδώ