Της Γεωργίας Κυριακοπούλου,
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ του 1973 στέκεται ως μια κομβική στιγμή στην ταραγμένη Ιστορία της Μέσης Ανατολής, όχι μόνο για τις περιφερειακές συγκρούσεις που πυροδότησε, αλλά και για τις επιπτώσεις που επέφερε παγκοσμίως. Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες του πολέμου, αφορά την πετρελαϊκή κρίση που ακολούθησε. Η κρίση οδήγησε σε εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες διεθνώς.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, γνωστός και ως Οκτωβριανός Πόλεμος, ξέσπασε στις 6 Οκτωβρίου 1973, όταν η Αίγυπτος και η Συρία εξαπέλυσαν μια συντονισμένη αιφνιδιαστική επίθεση στο Ισραήλ. Η σύγκρουση είχε τις ρίζες της σε μακροχρόνιες εντάσεις για το έδαφος και την αντιληπτή αδικία του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967. Η αρχική επιτυχία των αραβικών δυνάμεων ακινητοποίησε το Ισραήλ, οδηγώντας σε έντονες μάχες τόσο στο Σινά όσο και στα Υψίπεδα του Γκολάν.
Καθώς εξελισσόταν η σύγκρουση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ένας σταθερός σύμμαχος του Ισραήλ, παρείχαν στρατιωτική υποστήριξη για να βοηθήσουν τις ισραηλινές δυνάμεις να αποκρούσουν τις αραβικές προόδους. Ο πόλεμος έληξε με κατάπαυση του πυρός, με το Ισραήλ να διατηρεί τον έλεγχο των εδαφών που κέρδισε το 1967. Ωστόσο, ο ανθρώπινος και οικονομικός φόρος από όλες τις πλευρές ήταν σημαντικός και τα σημάδια της σύγκρουσης παραμένουν στην περιοχή μέχρι σήμερα.
Μία από τις πιο σημαντικές συνέπειες του πολέμου του Γιομ Κιπούρ ήταν η επακόλουθη πετρελαϊκή κρίση. Ως απάντηση στην υποστήριξη των Η.Π.Α. προς το Ισραήλ, τα αραβικά μέλη του ΟΠΕΚ (Οργανισμός των Χωρών Εξαγωγής Πετρελαίου) εφάρμοσαν εμπάργκο πετρελαίου, στοχεύοντας κράτη που θεωρούνται συμπαθή προς το Ισραήλ. Το εμπάργκο είχε ως αποτέλεσμα μια δραματική άνοδο των τιμών του πετρελαίου και εκτεταμένες ελλείψεις, προκαλώντας παγκόσμια οικονομική ύφεση.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν στο επίκεντρο της πετρελαϊκής κρίσης, παλεύοντας με μεγάλες ουρές στα βενζινάδικα, τον πληθωρισμό και την έλλειψη ενέργειας. Σε απάντηση, η κυβέρνηση των Η.Π.Α. εφάρμοσε μέτρα για την εξοικονόμηση ενέργειας και αναζήτησε εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Η κρίση υπογράμμισε την ευπάθεια της παγκόσμιας οικονομίας στα γεωπολιτικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή και προκάλεσε μια επαναξιολόγηση των ενεργειακών πολιτικών. Μέσα στο χάος, οι Η.Π.Α. διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στις διπλωματικές προσπάθειες για την επίτευξη σταθερότητας στην περιοχή. Οι Η.Π.Α. έβλεπαν το Ισραήλ ως στρατηγικό εταίρο στη Μέση Ανατολή, παρέχοντας ένα σταθερό, δημοκρατικό σύμμαχο σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από πολιτική αστάθεια. Οι κοινές δημοκρατικές αξίες και η συνεργασία πληροφοριών ενίσχυσαν περαιτέρω τον δεσμό μεταξύ των δύο εθνών. Ενώ οι Η.Π.Α. υποστήριζαν το Ισραήλ, προσπάθησαν, επίσης, να εξισορροπήσουν τις σχέσεις τους στον αραβικό κόσμο. Η κυβέρνηση Νίξον ακολούθησε μια πολιτική ύφεσης, προσπαθώντας να βελτιώσει τις σχέσεις τόσο με το Ισραήλ όσο και με τα αραβικά έθνη.
Μια στιγμή ορόσημο στις σχέσεις Η.Π.Α.-Ισραήλ σημειώθηκε με τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, με τη μεσολάβηση του Προέδρου των Η.Π.Α. Τζίμι Κάρτερ, σηματοδοτώντας ένα ιστορικό γεγονός. Η Αίγυπτος, υπό τον Πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ, συμφώνησε να αναγνωρίσει το Ισραήλ και τα δύο έθνη υπέγραψαν μια συνθήκη ειρήνης, θέτοντας ένα σημαντικό προηγούμενο για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις στη Μέση Ανατολή.
Συνοψίζοντας, η δεκαετία του 1970 υπήρξε μάρτυρας μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης στρατιωτικών, διπλωματικών και στρατηγικών παραγόντων που διαμόρφωσαν τις αμερικανικές σχέσεις με το Ισραήλ. Οι Η.Π.Α. αναδείχθηκαν ως κρίσιμος υποστηρικτής της ασφάλειας του Ισραήλ, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις του πολέμου του Γιομ Κιπούρ και συμβάλλοντας σε ορόσημα διπλωματικά επιτεύγματα στην επιδίωξη σταθερότητας στη Μέση Ανατολή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκης, 2004