Του Στέργιου Παπαστεργίου,
Στην αυγή του μεσοπολέμου, οι σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών παρέμεναν τεταμένες, παρά τις συνθήκες ειρήνης που είχαν υπογραφεί για να λυθούν τα επιμέρους ζητήματα και να διασφαλιστεί η σταθερότητα στην περιοχή. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, κεντρικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου έπαιζε το ζήτημα της εξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, ενώ από την άλλη το ζήτημα των μειονοτήτων, μέρους του οποίου ήταν και το Μακεδονικό, προκαλούσε έντονες αναταράξεις. Ένοπλες ομάδες κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) παραβίαζαν τα ελληνικά σύνορα και να επιδίδονταν σε ενέργειες με σκοπό την αυτονόμηση της Μακεδονίας, δημιουργώντας κλίμα διαρκούς καχυποψίας.
Η αναθεωρητική Βουλγαρία διατηρούσε ως στόχο της την επαναφορά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ,η οποία καθιέρωνε τη «Μεγάλη Βουλγαρία», παρ’ όλα αυτά ήταν απομονωμένη διπλωματικά και αποστρατιωτικοποιημένη. Έχοντας βρεθεί στην πλευρά των ηττημένων του Α’ Π.Π., είχε υποστεί τις συνέπειες που επέβαλλε η Συνθήκη του Νεϊγύ και αγωνιζόταν να διατηρήσει την εσωτερική της συνοχή. Από την άλλη, η Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων στα εδάφη της, ήταν εξαντλημένη τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, με συνεχείς αναταράξεις στο πολιτικό της σκηνικό.
Σε αυτό το κλίμα λοιπόν, στις 19 Οκτωβρίου του 1925, σημειώθηκε ένα τοπικό επεισόδιο που έλαβε ωστόσο πολύ μεγάλες διαστάσεις. Στη συνοριακή περιοχή Δεμίρ Καπού του όρους Μπέλες, Έλληνας στρατιώτης έπεσε επί τόπου νεκρός, ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ Βουλγαρικού και Ελληνικού φυλακίου. Αν και δεν υπήρξαν άλλοι μάρτυρες και δεν ήταν δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος έβαλλε πρώτος, η Βουλγαρική εκδοχή ήταν ότι ο Έλληνας στρατιώτης σκοτώθηκε σε βουλγαρικό έδαφος, ενώ η ελληνική πλευρά υποστήριξε ότι το πτώμα τραβήχτηκε σε εχθρικό έδαφος για παραπλάνηση.
Η γενίκευση της σύγκρουσης, με παρακείμενες δυνάμεις να σπεύδουν στο σημείο για να συνδράμουν, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν άλλοι δύο Έλληνες, ο λοχαγός Βασιλειάδης που επιθεωρούσε το σημείο κρατώντας λευκή σημαία και ο δεκανέας ιπποκόμoς του. Τότε πλέον η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου με την επίθεση όλων των ελληνικών μεθοριακών φυλακίων. Η ανησυχία του υπουργείου στρατιωτικών διογκώθηκε ακόμα περισσότερο, λόγω αλλοιωμένων μηνυμάτων που έκαναν λόγο για «βουλγαρική δύναμη ενός τάγματος μετά πολυβόλων και οπλοπολυβόλων στο πλαίσιο οργανωμένης επίθεσης». Έτσι, ο δικτάτορας Πάγκαλος, που είχε σχηματίσει κυβέρνηση λίγους μήνες πριν καταργώντας τη βουλή, έδωσε εξουσιοδότηση στις ελληνικές δυνάμεις να λάβουν όποιο μέτρο ήταν δυνατό για την εξασφάλιση της εθνικής ασφαλείας. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν γρήγορα, πριν ακόμα γίνουν διπλωματικές επαφές. Ελληνικές δυνάμεις σταδιακά κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από την πόλη του Πετριτσίου, που αποτελούσε κέντρο επιχειρήσεων των κομιτατζήδων και τις επόμενες μέρες επιδόθηκαν σε βομβαρδισμούς. Παρά τις συμβουλές ξένων και Ελλήνων διπλωματών που συνιστούσαν μετριοπάθεια, στις 21 Οκτωβρίου απεστάλη διακοίνωση με τη μορφή τελεσιγράφου στους Βουλγάρους που ζητούσε 1) δημόσια συγγνώμη της Βουλγαρίας 2) αυστηρή και παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων και 3) αποζημίωση 2 εκ. Γαλλικών φράγκων για τις οικογένειες των θυμάτων, με προθεσμία 48 ωρών.
Από την άλλη, η αντίδραση της βουλγαρικής πλευράς στο επεισόδιο ήταν πολύ διαφορετική, καθώς δεν του απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, θεωρώντας το ως ένα απλό μεθοριακό επεισόδιο που οφειλόταν σε ανεξάρτητη δράση κομιτατζήδων. Εξαρχής είχε προτείνει τη σύσταση μεικτής εξεταστικής επιτροπής για τη διαλεύκανση του περιστατικού, με την ελληνική πλευρά να το αρνείται, αφού, κατ’ αυτήν, αποκλειστική υπεύθυνος ήταν η Βουλγαρία. Καθώς, όμως, οι συγκρούσεις συνεχίζονταν και ο ελληνικός στρατός προωθείτο, η βουλγαρική πλευρά ενέτεινε τις διπλωματικές της προσπάθειες, αρχικά με άκαρπες συναντήσεις του Βουλγάρου επιτετραμμένου στην Αθήνα με τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών και με τον Πάγκαλο και στη συνέχεια με τη διεθνοποίηση του θέματος.
Αν και η διεθνής γνώμη για την Ελλάδα ήταν θετική, στον πολιτικό κόσμο επικρατούσε η εντύπωση πως η κλιμάκωση του περιστατικού οφειλόταν στην πολιτική του Πάγκαλου, ο οποίος προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων για σταθερότητα στην περιοχή, ευνόησε μια στάση υπέρ της Βουλγαρίας, η οποία αιτήθηκε εξέταση του ζητήματος από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών (προδρόμου του ΟΗΕ). Στο μεταξύ, οι ξένοι διπλωμάτες συμβούλευαν να τηρεί μόνον αμυντική στάση απέναντι στους Έλληνες, χωρίς να απαντά στα πυρά, μέχρι να υπάρξει διπλωματική λύση. Παρέμβαση έκανε και η Ρουμανία η οποία πρότεινε σχέδιο συμφιλίωσης που απορρίφθηκε από τη Βουλγαρία, αφού πλέον το ζήτημα είχε τεθεί στην ΚτΕ.
Το περιστατικό είχε πάρει τροχιά διεθνούς διευθέτησης, και στους κύκλους της ΚτΕ υπήρχε η άποψη ότι εάν η Ελλάδα δεν σταματούσε την προέλασή της θα έπρεπε να της επιβληθούν κυρώσεις. Αυτές θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν διακοπή διπλωματικών ή εμπορικών σχέσεων, ακόμα και ναυτικό αποκλεισμό. Ο Γενικός Γραμματέας της ΚτΕ συγκάλεσε συνεδρίαση του Συμβουλίου, όπου το ζήτημα θα εξεταζόταν παρουσία των αντιπροσώπων των δύο χωρών.
Στο Συμβούλιο που συνήλθε δημόσια στο Παρίσι το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου, οι δύο πλευρές επανέλαβαν τις θέσεις τους. Η Βουλγαρία υποστήριξε εκ νέου ότι ουδέποτε είχε καταληφθεί ελληνικό έδαφος, ενώ ο Έλληνας αντιπρόσωπος χαρακτήρισε την ελληνική επέμβαση ως απολύτως νόμιμη στο πλαίσιο της άμυνας από οργανωμένη επίθεση των Βουλγάρων. Εν τέλει το Συμβούλιο ζήτησε από τις δύο χώρες να αποσύρουν τα στρατεύματά τους σε διάστημα 24 ωρών. Η Ελλάδα, η οποία είχε απομονωθεί διπλωματικά, και υπό τη σκιά σοβαρών κυρώσεων τελικά υποχώρησε, αποδεχόμενη την απόφαση της ΚτΕ. Οι συγκρούσεις στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα συνεχίστηκαν για λίγο ακόμη, πριν να επέλθει παύση πυρός αργά το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, με τελικό απολογισμό περίπου 80 απώλειες.
Στις 29 Οκτωβρίου προτάθηκε από την ΚτΕ η σύσταση επιτροπής έρευνας στελεχωμένη από τον σερ Οράτιο Ράμπολντ, έναν Γάλλο και έναν Ιταλό αξιωματικό και δύο πολίτες, έναν από τη Σουηδία και έναν από τη Γερμανία. Μετά την αυτοψία της εν λόγω επιτροπής, εξακριβώθηκε ότι οι κατηγορίες των Βουλγάρων περί εμπρησμού οικισμών και λεηλασιών δεν ευσταθούσαν, η Ελλάδα ωστόσο κρίθηκε ένοχη, αφού δεν αναγνωρίστηκε κάποιο οργανωμένο σχέδιο βουλγαρικής εισβολής. Κλήθηκε αρχικά να καταβάλλει το δυσθεώρητο ποσό των 142.000 στερλινών, το οποίο τελικά ορίστηκε στις 45.000 μετά από περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Από την άλλη, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αποζημιώσει την οικογένεια του θανόντα αξιωματικού, Βασιλειάδη. Τέλος, Σουηδοί αξιωματικοί ανέλαβαν στα πλαίσια της ΚτΕ την αναδιοργάνωση του ελέγχου των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Η Ελληνική πλευρά αποδέχτηκε τους όρους, εκφράζοντας ωστόσο τα παράπονά της για άνιση μεταχείριση, θέτοντας σε αντιδιαστολή το παράδειγμα της ατιμώρητης σύντομης κατοχής της Κέρκυρας από τους Ιταλούς δύο χρόνια νωρίτερα.
Το επεισόδιο του 1925 αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα στη διεθνή εικόνα της χώρας, βγάζοντας ταυτόχρονα τη Βουλγαρία από τον απομονωτισμό. Οι ευθύνες φαίνεται να βαραίνουν κυρίως τον Πάγκαλο που επέδειξε έλλειψη κατανόησης των διεθνών συνθηκών και αγνόησε τις δυνατότητες της διπλωματίας για μια ευμενέστερη διευθέτηση του ζητήματος. Ίσως να αντιλήφθηκε την πραγματική κατάσταση, αλλά να προσπάθησε να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από αυτή, ενισχύοντας το κύρος του στην αγανακτισμένη από τις επιθέσεις των κομιτατζήδων ελληνική κοινή γνώμη. Για την ΚτΕ η επικράτηση της ειρήνης θεωρήθηκε ως μια μεγάλη επιτυχία του παγκόσμιου αυτού οργανισμού και ως απόδειξη των ικανοτήτων του, παρά το ότι η κατάπαυση του πυρός στην προκειμένη περίπτωση επιβλήθηκε κυρίως λόγω αντικειμενικών συνθηκών. Ο οργανισμός παρέμενε υποκείμενος στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και η υπονόμευσή του θα οδηγούσε στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μερικά χρόνια αργότερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Γαληροπούλου, (1994), «Το ελληνοβουλγαρικό επεισόδιο του 1925», στο περιοδικό Έκφραση, τόμ.6, τχ.6, σ.89-111
- Σ. Σφέτας, (2011), Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία: Από το Μεσοπόλεμο στη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Βάνιας
- Κ. Χαλάστρας, Οι ελληνοβουλγαρικές προστριβές στην αυγή του Μεσοπολέμου και το επεισόδιο Πετριτσίου, academia.edu, διαθέσιμο εδώ
- J. Barros, “The Greek-Bulgarian Incident of 1925: The League of Nations and the Great Powers”, στο Proceedings of the American Philosophical Society Vol.108, No.4, published by: American Philosophical Society