25 C
Athens
Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΟ φόβος του θανάτου, ένας «διθύραμβος» για τη ζωή

Ο φόβος του θανάτου, ένας «διθύραμβος» για τη ζωή


Της Αναστασίας Αποστολίδου,

Εάν υφίσταται ένα πανανθρώπινα αποδεκτό ζήτημα, που εσαεί αποτελεί την πεμπτουσία των βαθύτερων φόβων, αυτό είναι ο θάνατος. Το φαινόμενο του θανάτου, σε αντίστιξη με οποιοδήποτε άλλο επίγειο πρόβλημα, εμφανίζει το εξής ιδιόμορφο χαρακτηριστικό: δεν επιδέχεται βελτίωση ή λύση, αλλά αποτελεί μια μακάβρια και ζοφερή πραγματικότητα, που η πεπερασμένη, θνητή διάνοια του ανθρώπου δύναται μονάχα να αποδεχτεί. Συνεπώς, θα τολμήσω να ορίσω τον θάνατο ως τον διαχρονικότερο ανθρώπινο φόβο, έναν φόβο που, ενώ φαινομενικά «πηγάζει» αποκλειστικά από την πρόκληση του αγνώστου που έπεται, πραγματολογικά έχει τις ρίζες του στην ίδια τη ζωή και, ειδικότερα, στη «δίψα» για αυτή.

Ο θάνατος απετέλεσε, από τις απαρχές της επιστήμης της φιλοσοφίας, το κυριότερο ζήτημα διερεύνησης και προβληματισμού, αφενός για την άγνοια των επακόλουθών του (εικασίες και προσεγγίσεις για μεταθανάτια ζωή), αφετέρου για τη ψυχοσωματική επίδραση που ασκεί στους ανθρώπους ο αναπόδραστος ερχομός του. Από την αρχαιότητα, σπουδαίοι φιλόσοφοι εντρύφησαν στον φόβο του θανάτου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Επίκουρο, ο οποίος έκρινε αυτόν τον φόβο ως άλογο στοιχείο, διότι το βίωμα του θανάτου είναι ανέφικτο και αβλαβές, εφόσον η ανθρώπινη συνειδητότητα παύει με το πέρας της ζωής και βρισκόμαστε ήδη στο στάδιο της ανυπαρξίας, όταν εκείνος επέρχεται. Ως εκ τούτου, υποστήριξε πως αυτός ο φόβος λειτουργεί ανασταλτικά απέναντι στη ζωή, μας αποτρέπει από το να απολαύσουμε τους «καρπούς» της και να αδράξουμε όσα εκείνη αφειδώς προσφέρει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντίληψη του Αμερικανού φιλοσόφου, Thomas Nagel, ο οποίος θεωρεί τον θάνατο επιβλαβή, αφού στερεί από τον άνθρωπο το προνόμιο της ζωής, την οποία κρίνει ως εγγενώς καλή.

Είναι αξιοπρόσεκτο πως κοινό σημείο αναφοράς των δύο προαναφερθέντων απόψεων δεν αποτελεί η φύση του θανάτου ή το περιεχόμενό του, αλλά ο συσχετισμός του με την εμπειρία της ζωής και, πιο συγκεκριμένα, την απώλειά της. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε παραδείγματα κοινωνικής εκδήλωσης του φόβου απέναντι στο τέλμα της ζωής, είναι πρόδηλο πως οι άνθρωποι, συνειδητά ή και ασυνείδητα, κατασκευάζουμε μηχανισμούς άμυνας απέναντι στη συνθήκη του θανάτου, με τρανή απόδειξη την ιδιαίτερα επίκαιρη κουλτούρα της αντί-γήρανσης (anti-aging), που μαστίζει τον δυτικό κόσμο. Οι ομολογουμένως υπέρμετρες προσπάθειες που καταβάλλονται για την εξάλειψη της παραμικρής ένδειξης γήρατος ή φυσικής αλλοίωσης, πέραν του ότι καταδεικνύουν μια παθογένεια στο status quo, ρίχνουν φως στη βαθύτερη εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου. Δηλαδή, να παραμένει άτρωτος, ανέγγιχτος από τον χρόνο και, συνεπώς, να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην πολυπόθητη αθανασία και την παράταση της ζωής του.

Πηγή Εικόνας: dreamstime.com/ Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Potjanun Surirug.

Αντιστοίχως, πολλές θρησκευτικές δοξασίες, σε παγκόσμιο επίπεδο, εμμέσως ενσταλάζουν το αίσθημα της ελπίδας για μια μετά-θάνατον ζωή, μια δεύτερη «ευκαιρία» στο επίγειο βίωμα, το οποίο λειτουργεί καθησυχαστικά στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, που τρέμει στην ιδέα της ανυπαρξίας. Στον αντίποδα, πολλοί, σε μια απόπειρα ρεαλιστικής αντιμετώπισης της αναπόφευκτης πορείας της ζωής του ανθρώπου, ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με το λατινικό “memento mori” («θυμήσου τον θάνατο»), το οποίο δεν υπενθυμίζει μια ματαιότητα της ύπαρξης, μα υπερτονίζει τη θνητότητά μας, ως έναυσμα για την απόλαυση της ζωής στην ολότητά της, δίχως αναστολές και φόβους. Η συγκεκριμένη κοσμοθεωρία, μολονότι δύναται να παρερμηνευτεί ως πεσιμιστική, εντούτοις, προωθεί τη χρεία να αποδεχτούμε τον περιορισμένο χρόνο που διαθέτουμε στη γη και να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο του υπαρξιακού τρόμου μας, ο οποίος είναι συλλήβδην καταστροφικός, απολαμβάνοντας το «δώρο» της ζωής.

«Μη φοβάστε τόσο πολύ τον θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή» έγραψε ο Γερμανός συγγραφέας, Bertolt Brecht, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από την άβυσσο της ανθρώπινης απώλειας στο μεγαλείο της πεπερασμένης ύπαρξης. Τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος «αλληλοτροφοδοτούνται»: Δεν θα υπήρχε αξία στον θάνατο, εάν δεν προηγείτο το στάδιο της ζωής, όπως και δεν θα υφίστατο νόημα στη ζωή, σε μια υποθετική «επίγεια αιωνιότητα». Το στοιχείο που καθορίζει τη γοητεία της ζωής είναι η θνητή της φύση, η οποία λειτουργεί σαν ένα βιολογικό ρολόι μέσα μας, ένα ρολόι που αφυπνίζει το ένστικτο για εμπειρίες και βιώματα. Μάλιστα, ακριβώς, επειδή το χρονικό περιθώριο της ζωής δεν είναι κοινώς προδιαγεγραμμένο για όλους, αποτελεί ένα ακόμη μεγαλύτερο έρεισμα για την απαλλαγή από ανούσιες καταστάσεις, την αποχή από όσα κηλιδώνουν την καθημερινότητά μας και το «κυνήγι» εκείνων που προσδίδουν νόημα και γαλήνη στη ζωή μας. Φοβόμαστε τον θάνατο, καθώς είμαστε αχόρταγοι απέναντι στην τρυφερότητα της ζωής. Επιλογικά, θα αξιοποιήσω ένα πολύτιμο απόφθεγμα του Γάλλου δραματουργού, Eric-Emmanuel Schmit, το οποίο συνοψίζει άρτια όλα τα παραπάνω, αλλά και την ίδια τη ζωή: «Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος, είναι πως είναι ανάγκη να αγαπήσουμε».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Επίκουρος, (1994), Άπαντα, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Αποστολίδου
Αναστασία Αποστολίδου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2003. Φοιτά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Φιλολογίας, με κατεύθυνση τη ΜΝΕΦ. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο και τον χορό. Στο ελεύθερο χρόνο της, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγγραφή ποιημάτων και σύντομων ιστοριών, ενώ, παράλληλα, προσφέρει εθελοντική εργασία σε οργανισμούς της χώρας μας.