11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ εφαρμογή των αιρετικών απαιτήσεων

Η εφαρμογή των αιρετικών απαιτήσεων


Της Κωνσταντίνας Λάμπου,

Προκειμένου να επιτευχθεί έννομη προστασία με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, κύριο μέλημα, σε αρχικό στάδιο, είναι, η εκτελεστέα ουσιαστική απαίτηση του δανειστή να είναι ληξιπρόθεσμη και όχι ανύπαρκτη, δηλαδή να έχει ήδη γεννηθεί. Από το νόμο υπάρχει απόκλιση σε απαίτηση που τελεί σε αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, απαίτηση δηλαδή που είναι αβέβαιη. Αυτές οι απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρωθεί η αίρεση και ότι θα περάσει ο χρόνος της σχετικής προθεσμίας, αφού αποδειχθεί με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, του οποίου η αποδεικτική δύναμη είναι πλήρης, τότε μπορούν να εκτελεστούν.

Η χρήση του όρου «απαίτηση» γίνεται υπό ευρεία έννοια και αναφέρεται σε όλες τις αξιώσεις που περιλαμβάνονται στο ιδιωτικό δίκαιο, δηλαδή τις εμπράγματες, οικογενειακές, κληρονομικές και δεν περιορίζεται μόνο στις ενοχικές αξιώσεις. Η κατεύθυνση αυτών των ενοχών προσανατολίζεται στο άρθρο 247 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται». Η εκτελεστέα παροχή, μπορεί να έχει ως αντικείμενο όχι μόνο χρηματικές παροχές, αλλά και παράδοση ή απόδοση κινητού ή ακινήτου πράγματος, όχι όμως και επιχείρηση ή παράλειψη πράξεως.

Πηγή εικόνας: pixabay.com

Κατά το άρθρο 915 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Αναγκαστική εκτέλεση που αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία δεν μπορεί να γίνει πριν πληρωθεί η αίρεση ή περάσει η προθεσμία. Η πλήρωση της αίρεσης καθώς και η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον η λήξη τής δεν βρίσκεται ημερολογιακά, πρέπει να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Όταν η απόφαση ορίζει πως η εκτέλεση εξαρτάται από το αν θα συμβεί κάποιο γεγονός, το γεγονός αυτό πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη».

Από αυτή τη διάταξη φαίνεται, πως δεν αναφέρεται σε όλους τους εκτελεστούς τίτλους, στους οποίους υπάρχει απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Από την άλλη, εφαρμόζεται ευρέως στα συμβολαιογραφικά έγγραφα και ύστερα σε κάποιο βαθμό στους δικαστικούς συμβιβασμούς, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις στις δικαστικές αποφάσεις. Άρα, αυτό που συνάγεται εδώ, είναι πως υπάρχει η προϋπόθεση ότι από το σώμα του εκτελεστού τίτλου πρέπει να αναδύεται η εξάρτηση της απαιτήσεως από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Η αμφισβήτηση που εκπηγάζει από τον εκτελεστό τίτλο, είναι αυτή που προσδίδει αμφισβήτηση στην απαίτηση και όχι η αβεβαιότητα που περικλείει την απαίτηση. Εξάλλου, η χορήγηση απογράφου δεν παρακωλύεται από εκτός του τίτλου αιρέσεις ή προθεσμίες.

Στο άρθρο 201 του Αστικού Κώδικα, κατοχυρώνεται ο ορισμός της αναβλητικής αίρεσης: «Αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης)».

Όταν υπάρχει αναβλητική προθεσμία στον εκτελούμενο τίτλο, επακόλουθο είναι η εφαρμογή του άρθρου 915 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αναβλητική προθεσμία εξαρτάται από την βούληση των μερών που συμβάλλονται στη σύμβαση, από την ενέργεια της δικαιοπραξίας που χρειάζεται να έχει εξάρτηση από συγκεκριμένο και όχι αόριστο χρονικό σημείο ή από ένα ορισμένο μελλοντικό και βέβαιο γεγονός, όπως είναι για παράδειγμα η απόδοση του μισθίου έξι μήνες μετά τον θάνατο του εκμισθωτή. Στην πρώτη κατηγορία δεν παρατηρείται η πρόκληση κάποιου ιδιαίτερου ζητήματος, αλλά είναι αρκετό το να παρέλθει η προθεσμία, προκειμένου να κάνουν την εμφάνισή τους οι έννομες συνέπειες της δικαιοπραξίας.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: ekaterina bolovtsova

Τέλος, θα μπορούσε να γίνει μια αναφορά στις καταχρηστικές αιρέσεις δικαίου, από τις οποίες διαφέρουν οι γνήσιες αιρέσεις. Στις καταχρηστικές αιρέσεις, το μελλοντικό γεγονός προσδίδει ενέργεια στη δικαιοπραξία και η προέλευσή της δεν είναι δικαιοπρακτική, αλλά από τον ίδιο το νόμο, όπως είναι η δικαιοπρακτική κτήση κυριότητας ακινήτου, της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού συμβολαίου κατά το άρθρο 1033 του Αστικού Κώδικα: «Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νίκας Θ. Νικόλαος, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, β΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Λάμπου
Κωνσταντίνα Λάμπου
Γεννήθηκε το 2002 στη Ναύπακτο και σήμερα είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στη Νομική σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά, ενώ έχει πάρει μέρος σε διάφορα συνέδρια προσομοίωσης διεθνών και εθνικών οργανισμών. Της αρέσει να ασχολείται με τον εθελοντισμό, για αυτό και είναι ενεργό μέλος σε διάφορες φοιτητικές οργανώσεις. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων και παρακολουθεί σχετικά σεμινάρια με τον τομέα των σπουδών της. Η αρθρογραφία για αυτήν αποτελεί νέο εγχείρημα.