Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Σε προηγούμενο άρθρο, είχαμε συγκρίνει δύο βασικά συστήματα νομισματικών ισοτιμιών, τις σταθερές και τις κυμαινόμενες, καθώς, επίσης, είχαμε εξετάσει την περίπτωση της άριστης νομισματικής περιοχής, εστιάζοντας στις συνθήκες που απαιτούνται για την ύπαρξή της και την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος σε αυτήν. Τώρα, θα αναλύσουμε τις μελέτες περίπτωσης των Η.Π.Α. και της Ευρωζώνης, για το αν αποτελούν, όντως, άριστες νομισματικές περιοχές, σύμφωνα με τα 4 κριτήρια του Mundell και δύο ακόμα που συμπεριλαμβάνουν συχνά οι οικονομολόγοι.
Υπενθυμίζουμε πως για να υπάρχει μια άριστη νομισματική περιοχή πρέπει να τηρούνται αυτές οι συνθήκες: (1) εκτεταμένο εμπόριο, (2) παρόμοιοι οικονομικοί κύκλοι, (3) οικονομική ευελιξία, (4) κοινή δημοσιονομική αρχή, (5) ομοιομορφία των οικονομικών δομών και (6) τραπεζική ένωση (τα τέσσερα πρώτα αποτελούν τα κριτήρια που είχε προτείνει ο Mundell). Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε αδιαμφησβήτητα η υιοθέτηση σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή ενός κοινού νομίσματος μεταξύ των οικονομιών μιας περιοχής πρόκειται να προσφέρει περισσότερο όφελος απ’ ό,τι κόστος, σε σύγκριση πάντα με τον αντίποδα, το σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών των (εθνικών/τοπικών) νομισμάτων τους.
Όπως μπορεί να αντιληφθεί κάποιος εύκολα από τις παραπάνω συνθήκες, μερικές από αυτές είναι αλληλένδετες μεταξύ τους και διαμορφώνονται είτε αυθόρμητα σε βάθος χρόνου μέσω του ιδιωτικού τομέα είτε μέσω πολιτικών της κεντρικής διοίκησης των κρατών, είτε σε συνδυασμό αυτών των δύο.
Η περίπτωση των Η.Π.Α. αποτελεί ξεκάθαρα την πιο ώριμη, σε σχέση με την Ευρωζώνη, καθώς έχει δοκιμαστεί απέναντι σε περισσότερες σοβαρές κρίσης, διαμορφώνοντας την εμπειρία για τη δημιουργία των συνθηκών μιας άριστης νομισματικής περιοχής και από πολιτικής πλευράς. Το κοινό νόμισμα στις Η.Π.Α. έχει υιοθετηθεί από όταν ο Alexander Hamilton ενοποίησε τα δημοσιονομικά και νομισματικά συστήματα της χώρας στα τέλη της δεκαετίας του 18ου αιώνα.
Αρχικά, είναι προφανές πως το εμπόριο μεταξύ των Πολιτειών της χώρας είναι αρκετά εκτεταμένο και σε μεγάλο βαθμό οι οικονομικοί κύκλοι τους είναι συγχρονισμένοι και συσχετισμένοι. Ως προς το τελευταίο, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ειδικά σε κλαδικό επίπεδο, αλλά δεν είναι αρκετές για να απορρίψουμε την ύπαρξη αυτής της συνθήκης. Η οικονομική ευελιξία είναι μεγάλη, καθώς παρατηρείται αρκετά υψηλή κινητικότητα κεφαλαίου και εργασίας. Σίγουρα και αυτή η συνθήκη δεν ισχύει πλήρως, αφού υπάρχουν κάποιοι μικροί περιορισμοί, ειδικά στην εργασία, όπου κάποια επαγγέλματα είναι πιο «κλειστά». Δηλαδή, μπορεί από Πολιτεία σε Πολιτεία να χρειαστεί ένας εξιδεικευμένος εργαζόμενος να εκδώσει νέα άδεια άσκησης επαγγέλματος (όπως στον τομέα της υγείας), θέτοντας εμπόδια στην (εσωτερική) μετανάστευση.
Υπάρχει κοινή δημοσιονομική αρχή, που αναδιανέμει τον πόρους μεταξύ των Πολιτειών (μεταβιβάζει το πλεόνασμα των πλουσιότερων στις φτωχότερες για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους) στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού πολιτικού συστήματος. Βέβαια, η αναδιανομή αυτή δεν γίνεται σε τέτοιο βαθμό και το ίδιο αποτελεσματικά όπως στη Γερμανία και την Ελβετία (ομοσπονδιακά κράτη), αλλά δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι δεύτερες είχαν, διαχρονικά, πιο κρατικοκεντρικά οικονομικά συστήματα. Επίσης, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη, κατά κύριο λόγο, για τη δημόσια υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και την εθνική άμυνα, όχι οι Πολιτείες.
Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve) έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της άσκησης της νομισματική πολιτικής της χώρας, το οποίο έχει αφαιρεθεί από τις πολιτειακές Κεντρικές Τράπεζες, υπάρχει ενιαίο σύστημα εγγύησης καταθέσεων (από τη δεκαετία του 1930 και έπειτα) και οι εγχώριες τράπεζες εποπτεύονται από τη Fed και άλλες κρατικές ρυθμιστικές αρχές του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, το εμπόριο είναι αρκετά εκτεταμένο μεταξύ των κρατών-μελών, όπως περίπου και στις Η.Π.Α. Οι οικονομικοί κύκλοι, όμως, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών παρουσιάζουν μεγαλύτερη διαφοροποίηση, χωρίζοντας, μάλιστα, την Ένωση σε 2 μπλοκς, του Νότου και του Βορρά. Οι τελευταίες υφέσεις, ειδικά του 2008, έπληξαν σε μεγαλύτερο βαθμό πολλές χώρες, όπως την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, σε σχέση π.χ. με τη Γερμανία και την Ολλανδία (οι χώρες αυτές αποτελούν τα πιο ακραία παραδείγματα).
Ενδεικτικά, το 2009 στη Γερμανία το ποσοστό ανεργίας έφτασε το 8%, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης είχε ξεπεράσει το 14% κατά μέσο όρο το 2013. Στις χώρες του Νότου, οι οποίες είχαν διογκώσει υπερβολικά τα δημόσια χρέη τους, λόγω της μη τήρησης των κοινών δημοσιονομικών κανόνων από το 2000 και έπειτα, αδυνατούσαν να ασκήσουν δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, όπως η Γερμανία. Παράλληλα, οι μικρότερες επιπτώσεις που είχαν οι οικονομίες του Βορρά τους ωθούσαν να διατηρήσουν πιο «γερακίσια» στάση και στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής, προτείνοντας πιο ήπια «χαλάρωση». Σε διαφορετική περίπτωση, που δεν θα υπήρχε κοινό νόμισμα, η κάθε χώρα θα ασκούσε ένα πιο κατάλληλο και εξατομικευμένο μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ώστε να επέλθει ισορροπία και σταθερότητα πιο γρήγορα.
Οικονομική ευελιξία υπάρχει σε θεωρητικό επίπεδο, ωστόσο στην πράξη τα εμπόδια στην κινητικότητα, κυρίως, της εργασίας και, εν μέρει, των κεφαλαίων, λόγω γλωσσικών και πολιτισμικών διαφορετικοτήτων μεταξύ πολλών (σχεδόν όλων) χωρών της Γηραιάς Ηπείρου, είναι αισθητά.
Περνώντας στο δημοσιονομικό κομμάτι, γίνονται μεν μεταβιβάσεις οικονομικών πόρων, αλλά σε αρκετά περιορισμένο επίπεδο. Τεχνικά, το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης περιλάμβανε μια ρήτρα «μη διάσωσης» που περιόριζε συγκεκριμένα τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Στην πράξη, αυτό εγκαταλείφθηκε νωρίς στην κρίση του δημόσιου χρέους. Καθώς η κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας συνέχιζε να επιδεινώνεται, υπήρξε συζήτηση που υποδηλώνει ότι η Ο.Ν.Ε. (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πολιτικές επιμερισμού του κινδύνου, πολύ πιο εκτεταμένες από το εγκεκριμένο προσωρινό σύστημα διάσωσης. Σημαντικά «βήματα» σημειώθηκαν κατά την κρίση του Covid-19 και φαίνεται πως από εδώ και στο εξής η τάση στα δημοσιονομικά της Ευρώπης θα είναι προς μεγαλύτερη ενοποίηση παρά αποκέντρωση, εφόσον δεν δούμε κι άλλες «πρωτιές» και ισχυροποιήσεις ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων στις επερχόμενες εκλογές. Ακόμη, πάντως, η κάθε χώρα διατηρεί σχεδόν εξολοκλήρου τον έλεγχο των αποφάσεών της για τις πολιτικές στις δαπάνες και τους φόρους.
Επίσης, αυτό που έλειπε και συνεχίζει να απουσιάζει σημαντικά από την Ευρωζώνη είναι η τραπεζική ένωση, σε σχέση με τις Η.Π.Α. Αυτή η διαφορά φάνηκε όταν το Ευρωσύστημα αντιμετώπισε το domino κρίσεων, με εκκίνηση τη Μεγάλη Ύφεση του 2008. Στις Η.Π.Α., η Κυβέρνηση ενίσχυσε άμεσα τις τράπεζες και, ύστερα, ήρθε η χρηματοδοτική βοήθεια από τον ιδιωτικό τομέα. Στην Ευρώπη, οι τράπεζες άργησαν να ανακεφαλαιοποιηθούν (όσες χρειάζονταν) και παρέμειναν αδύναμες. Η όποια βοήθεια προήλθε ανεξάρτητα από τις εθνικές Κυβερνήσεις, σε πρώτη φάση, με την εξασθένηση αρκετών τραπεζών να οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο.
Από τότε, έστω και αργά, έχουν υπάρξει βελτιώσεις στο τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, ειδικά από όταν η Ε.Κ.Τ. ανέλαβε την εποπτεία των μεγάλων τραπεζών, στα τέλη του 2014, αλλά και από τη λήψη προγραμμάτων ρευστότητας «ειδικών περιπτώσεων». Αυτήν τη στιγμή, πρώτο μεγάλο εμπόδιο είναι η απουσία ενός κοινού συστήματος εγγύησης καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επίσης, πρέπει να επεκταθεί ο διασυνοριακός δανεισμός, οι τράπεζες να φύγουν από το εθνικό τους «καβούκι», που κλείστηκαν μετά τις κρίσεις, και να αποκτήσουν πανευρωπαϊκή δραστηριότητα. Αυτό θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη κατανομή των πλεονασμάτων (αποταμιεύσεις) στην Ευρωζώνη, μέσω του ιδιωτικού τομέα, ενισχύοντας, παράλληλα, τον ανταγωνισμό και την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα και κατακερματίζοντας καλύτερα τους κινδύνους. Συγχρόνως, η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ενός ενοποιημένου χρηματιστηρίου είναι εξίσου απαραίτητη. Όπως έχει αναφέρει η επικεφαλής της Ε.Κ.Τ., Christine Lagarde, «η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής SEC (σ.σ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) για να αντικαταστήσει το συνονθύλευμα των εθνικών αρχών θα συμβάλει στη συγκέντρωση των τεράστιων ποσών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των τριπλών προκλήσεων της απαγκοσμιοποίησης, του δημογραφικού και της απεξάρτησης από τις εκπομπές άνθρακα».
Κλείνοντας, η κρίση του 2008 υπήρξε ένα σημαντικό σημείο καμπής, ειδικά σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική και το τραπεζικό σύστημα εντός του Ευρωσυστήματος. Στη συνέχεια, η κρίση του Covid-19 και οι κίνδυνοι που καραδοκούν από τη διαμόρφωση των υψηλών χρεών έφερε ξανά στο προσκήνιο την ανάγκη μια πιο κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ ο ανταγωνισμός από τις Η.Π.Α. και την Κίνα φέρει προκλήσεις και στις (δημόσιες) αγορές της Ευρώπης, αναδεικνύοντας την ανάγκη κοινών χρηματοοικονομικών υποδομών. Υπάρχουν τα πολιτικά και τα οικονομικά κίνητρα για τη διαμόρφωση μιας πραγματικά άριστης νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη, διαφορετικά ούτε θα είχε ξεκινήσει αυτό το εγχείρημα ούτε θα είχε διατηρηθεί, με τα όποια προβλήματά του, μετά από τόσες κρίσεις, σφάλματα και άνιση κατανομή των απωλειών. Να υπενθυμίσουμε, όμως, πως και οι ίδιες οι Η.Π.Α. οδηγήθηκαν σε μεγαλύτερη ενοποίηση έπειτα από κρίσεις, που έθεσαν νέες ανάγκες στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής (π.χ. Μεγάλη Ύφεση του 1929).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Dean Croushore, Μακροοικονομική, 3η έκδοση, Εκδόσεις Κριτική
- Πλησιάζει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση; Υπέροχη ιδέα – με μεγάλους κινδύνους, capital.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κ. Λαγκάρντ: Η Ευρώπη χρειάζεται μια Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, liberal.gr, διαθέσιμο εδώ