Της Βασιλικής Φάσσου,
Η υποδοχή του νέου έτους ήταν θερμή, συνοδευόμενη από ευχολόγια για ανάταση και συνολική προκοπή. Μόλις δέκα μέρες μετά, ωστόσο, και ήδη απομακρυνόμαστε από την πραγμάτωση των προσδοκιών αυτών. Πιο συγκεκριμένα, η χρονιά ξεκίνησε με την τέλεση μερικών τρομερών εγκλημάτων, τα οποία υπογραμμίζουν την απόσταση μεταξύ ενός υγιούς πλαισίου συνύπαρξης και της τρέχουσας αλήθειας. Η τοποθέτηση του κόσμου επί των δρώμενων παρουσιάζεται ιδιαίτερα ενεργή, γεγονός που εξηγείται από την άμεση πρόσβαση στην πληροφορία. Υπάρχει κι ένα ακόμη ερμηνευτικό στοιχείο που προέρχεται από έναν πιο ασαφή, ίσως εκκωφαντικό ήχο, αυτόν που εξαπολύει η «κοινή φωνή». Τα πρόσφατα εγκλήματα έλαβαν χώρα υπό δύο διαφορετικές βάσεις, τις οποίες η κοινωνία μας αντιμετωπίζει διαφορετικά. Στην πρώτη βάση, εντοπίζουμε τις περιπτώσεις αδικοχαμένων θυμάτων και την ταυτόχρονη απουσία οποιασδήποτε «ηθικής χάριτος» ως προς τα πρόσωπα των δραστών, με αποτέλεσμα τη μαζική κατακραυγή τους. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας μιας ήσυχης εγκύου γυναίκας ή αυτό της μητέρας που ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου το τρυφερό βρέφος της, για παράδειγμα, έχουν σοκαριστική και δραματική υπόσταση στις λογικές και συναισθηματικές επιταγές. Γι’ αυτό, οι αντιδράσεις του κόσμου καθίστανται κατανοητές, σχεδόν «φυσιολογικές». Στη δεύτερη βάση, εξετάζουμε τα εγκλήματα που, αν και φέρουν σοβαρότητα τέλεσης, τελικά η πλειονότητα καταλήγει στην υποστήριξη των δραστών, επειδή θεωρείται ενέργεια «εξιλέωσης». Το χαρακτηριστικό παράδειγμα των ημερών συνιστά η δολοφονία κατ’ εξακολούθηση βιαστή κι εκβιαστή μιας νεαρής κοπέλας από ενέργεια του πατέρας της. Για τον εξής φόνο, η κοινωνική ενότητα, αγγίζοντας την ομοφωνία, συντάσσεται με τον θύτη, λαμβάνοντας θετική στάση.
Πώς, όμως, μπορεί να αιτιολογηθεί η αβίαστη χορήγηση συγχώρεσης σε ένα πράγματι ειδεχθές έγκλημα —όπως αυτό της αφαίρεσης ζωής— ιδίως στην εποχή των αξιών ανθρωπισμού; Το περί δικαίου αίσθημα, η πεποίθηση, δηλαδή, του συνόλου μιας εκάστοτε κοινωνίας για το αγαθό, «το δέον», δεν αποτελεί καινούργια υπόθεση. Όποιο σημείο κι αν επιλεχθεί στη χρονική ευθεία της ανθρώπινης ύπαρξης, οι πολίτες, σύμφωνα με τα θεμελιωμένα, λειτουργικά, λογικά δεδομένα που ακολουθούν, αποφαίνονται επί των ζητημάτων ηθικής. Συχνά το «δίκιο» δεν ταυτίζεται με το δίκαιο, τη θεσμική προστασία. Από την αντιδιαστολή αυτή δίνεται το έναυσμα για να απαντηθεί η κρίσιμη ερώτηση. Πιο συγκεκριμένα, με το έγκλημα που βρίσκει τον κόσμο υποστηρικτή του ανθρωποκτόνου πατέρα, ουσιαστικά ποινικοποιείται η δικαίωση. Το γεγονός πως η δικαιοσύνη δύσκολα θα αντιμετωπίσει τον δράστη ως «συναισθηματικά αγαστό» στην κοινή αντίληψη, θέτει σε πρώτη μοίρα τις νομικές γνώσεις, εξάπτοντας, έτσι, την ανάγκη για λαϊκή διευθέτηση, μέσω της λαϊκής αγωγής.
Σε αρχική ανάγνωση, η σύσσωμη συνεργασία της κοινής δυναμικής, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση των «αδικιών», δε φαντάζει ιδιαίτερα επιζήμια συνθήκη. Ωστόσο, αν εξετάσουμε διάφορα, ποικίλα παραδείγματα υποθέσεων, θα καταστεί σαφές πως είναι φύσει αδύνατον να υπάρξει απόλυτη «νοοτροπική» σύμπλευση της κοινωνίας. Και η «κοινωνική ασυνεννοησία» είναι παραπάνω από ικανή να οδηγήσει σε άρρυθμες καταστάσεις και άπαν χάος. Αλλά και το άκρο της πλήρους ταύτισης δύναται να αποβεί επικίνδυνο, όταν προκύψει από το φαινόμενο της μαζοποίησης. Πρόκειται για σημαντικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων που τάσσεται υπερ ορισμένων απόψεων, μα το περί δικαίου αίσθημα επί της ουσίας κρίνει εσφαλμένα, καθώς πυροδοτείται υπό το πρίσμα μιας ανήθικης ηθικής, μιας πλάνης, λόγω της θολής ατμόσφαιρας του όχλου. Δεν αρμόζει σε ένα σύνολο που δεν έχει «διαύγεια» η δικαιοδοσία να «δικάζει» περί ηθικής, με πιθανότητα επιρροής τυχόν αποφάσεων, που έχουν ληφθεί με πιο ορθολογιστικά κριτήρια. Αντίστοιχη ανησυχία γίνεται να προκληθεί και από την αυτή καθ’ αυτή συν-αξιολόγηση των λαϊκών δικαστηρίων και πρωτοβουλιών. Διότι, με γνώμονα αυτήν τη σκέψη, ο καθένας μας μεμονωμένα θα είχε εξουσία να προβαίνει σε απαράδεκτες και δυσμενέστατες ενέργειες για την κοινωνική ευταξία, προασπιζόμενος το προσωπικό του καλό. Μονάχα που, το ατομικό συμφέρον οριοθετείται ήδη από το θεσμικό πλαίσιο, έχοντας δοθεί η απαραίτητη έμφαση στη μέριμνα για αποφυγή του υποκειμενισμού, αναφορικά με τη θεωρία του χρηστού.
Αν όντως το λαϊκό δικαστήριο επιλαμβανόταν ανενόχλητο των ζητημάτων, θα μπορούσε να προκαλέσει σωματική βλάβη όποιος έκρινε ότι ένας πλησίων στάθηκε με περίεργη κλίση κοντά του ή τον παρατηρούσε ενοχλητικά, καθώς αυτή είναι η δική του άποψη για τη σωστή αντιμετώπιση του συμβάντος. Με τη λογική του παραλόγου, μιλάμε πια για ορατό κίνδυνο «ζουγκλοποίησης» των κοινωνιών. Οφείλουμε, λοιπόν, να παρέχουμε ένα σταθερό, ισορροπημένο «φίλτρο» αξιολόγησης της «κοινής φωνής», το οποίο, αφενός μεν να επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση των πολιτών αφετέρου δε να μη διατρανώνεται η αποφασιστικότητα τους να υπεισέλθουν σε «δικαστικούς ρόλους», για τους οποίους ουδεμία αρμοδιότητα διαθέτουν.