Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη αποτελεί, αναμφίβολα, ένα από τα πιο βαρύγδουπα και εμβληματικά έργα της ελληνικής –και όχι μόνο– πεζογραφίας. Η ίδια «Φόνισσα» αναβιώνει, αυτή τη φορά, μέσα από την καινοτόμα κινηματογραφική οπτική της Εύας Νάθενα. Η συγκεκριμένη ταινία θέτει στο προσκήνιο σημαντικά κοινωνικά θέματα, τα οποία, παρά το γεγονός ότι χρονολογούνται σε άλλη εποχή, διατηρούν τη διαχρονικότητά τους και στις μέρες μας. Το πολυετές εγχείρημα της Νάθενα, λοιπόν, αφότου βγήκε στο φως της δημοσιότητας, «φώτισε» και εμάς τους θεατές πνευματικά και πολιτιστικά. Το έργο, σε παραγωγή του Διονύση Σαμιώτη, έκανε την πρεμιέρα του στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, και στις αίθουσες του σινεμά στις 30 Νοεμβρίου 2023, μετρώντας έξι βραβεία έως τώρα.
Ως προς τους συντελεστές, την ταινία «ντύνει» με το σενάριό της η Κατερίνα Μπέη. Με τα έργα Ευτυχία, Τα Καλύτερά μας Χρόνια, Η Λίζα και Όλοι οι Άλλοι και Θηλυκή Εταιρία να καταγράφονται στο επαγγελματικό βιογραφικό της, δε μας εκπλήσσει το γεγονός ότι με τη συμβολή της στη Φόνισσα κατοχυρώνει και επίσημα τη σημαντική της θέση στο σύγχρονο εμπορικό ελληνικό σινεμά. Τη βασική ηρωίδα, Φραγκογιαννού ή Χαδούλα, υποδύεται η πολυτάλαντη ηθοποιός Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι κατάφερε να ενσαρκώσει τον συγκεκριμένο απαιτητικό ρόλο και να μας μεταδώσει με επιτυχία όλο το συναισθηματικό κουβάρι της Φραγκογιαννού.
Ένας από τους κεντρικούς άξονες της ταινίας αποτελεί ο θεσμός της προίκας. Αναλυτικότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, το μικρό και απομακρυσμένο νησί, στο οποίο τοποθετείται η υπόθεση, φαίνεται να πλήττεται σημαντικά στον οικονομικό τομέα, εξαιτίας αυτής της μακρόβιας και αναχρονιστικής παράδοσης, της προίκας, που υποχρεούνται να καταβάλουν τα νεαρά κορίτσια ως απαραίτητη προϋπόθεση για να ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Γίνεται, επομένως, αντιληπτό ότι, μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, τα κορίτσια δε χρήζουν ιδιαίτερης και ευνοϊκής μεταχείρισης. Προερχόμενη και η ίδια από μία οικογένεια στην οποία αριθμούμε περισσότερα γυναικεία απ’ ό,τι ανδρικά ονόματα, η Φραγκογιαννού φαίνεται να έχει εξουθενωθεί, τόσο ψυχολογικά, όσο και συναισθηματικά από τις διαδοχικές προσθήκες κοριτσιών, καθώς, έτσι δυσχεραίνεται η οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Αυτή η αγανάκτηση την κάνει να θέλει να «προστατέψει» αυτά τα κορίτσια με τον πιο παράδοξο και αθέμιτο τρόπο: δολοφονώντας τα! Στόχος της ήταν να αποτρέψει τα νεογνά από τον βάναυσο και αποκρουστικό κόσμο της αδικίας και των βασάνων. Αν και αυτή η πράξη από μόνη της θα χαρακτηριζόταν, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, αποτρόπαια και ειδεχθής, έχει τις καταβολές της σε βαθιά τραύματα που έχουν προκληθεί τόσο από την κοινωνία, όσο και από την οικογένειά της, και, πιο συγκεκριμένα, τη σκληρή και αμετάκλητη μητέρα της (που υποδύεται η Μαρία Πρωτόπαππα), η οποία παρουσιάζεται ως μόνιμη σκιά της πρωταγωνίστριας.
Η προσέγγιση της Νάθενα δίνει διάφορες αποχρώσεις στο «σκοτεινό» αυτό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το έργο. Σαφέστερα, σκιαγραφεί την ιστορία ως έναν αέναο κύκλο πληγωμένων και βαθιά τραυματισμένων γυναικών που τροφοδοτούν, όμως, με τη σειρά τους αυτή την αλυσίδα των αφανών εγκλημάτων της βίας, της απόγνωσης και του πόνου, με τον τελευταίο να «μολύνει» και τους άνδρες της κοινωνίας. Μπορεί η αποκαρδιωτική κατάσταση να μην έχει τον ίδιο αντίκτυπο που έχει στα θηλυκά μέλη, αλλά είναι βέβαιο ότι και οι ίδιοι αποκτούν κάποιες συναισθηματικές «γρατζουνιές» και μικροτραυματισμούς εξαιτίας της πίεσης που τους έχει ασκηθεί και των καθηκόντων που έχουν επωμιστεί. Συμπέρασμα; Κανείς δε βγαίνει αλώβητος. Οι άνδρες παρουσιάζονται ως αδύναμοι, ανήμποροι και καταδικασμένοι να ζουν σε μία κοινωνία που δεν τους επιτρέπει να αλλάξουν, να βελτιωθούν… να συναισθανθούν.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, επικρατεί μία απόκοσμη και μελαγχολική ατμόσφαιρα, με τους ανθρώπους να περιφέρονται, σχεδόν σαν «φαντάσματα», ως άβουλα όντα με μόνο τους εγχειρίδιο την παράδοση, τα έθιμα, τις προκαταλήψεις. Ακόμα, τα υλικά αντικείμενα και τα σπίτια εμφανίζονται πάντα λιτά, φτωχά διακοσμημένα, μεταφέροντάς μας στον κόσμο τους, κάτι που υπήρξε εξαρχής μία από τις προθέσεις της σκηνοθέτη.
Καταληκτικά, κάτι που δε γίνεται φανερό με μία πρώτη ματιά –αλλά σίγουρα εννοείται– είναι πως η Φραγκογιαννού, αυτή η στυγερή δολοφόνος των βρεφών, δεν σκοτώνει απλά παιδιά, σκοτώνει τον ίδιο της τον εαυτό. Συνολικά, σε όλη την ταινία, απαριθμούμε πολλούς θανάτους και, κυρίως, συμβολικούς: τον θάνατό της ως κόρη, μητέρα, γιαγιά, σύζυγος. Κάθε φόνος κοριτσιού, μία αυτοκτονία για την ίδια. Μέσα στις φιλοδοξίες της εκκολαπτόμενης σκηνοθέτη, Νάθενα, εντάσσεται και η επιθυμία της να λειτουργήσει το έργο θεραπευτικά –έως και λυτρωτικά θα λέγαμε– απαλύνοντας τον ψυχικό πόνο των ανθρώπων, επιχειρώντας μία σύνδεση μεταξύ τους, παρά τους κατά τ’ άλλα διαφορετικούς συναισθηματικούς και ιδεολογικούς τους κόσμους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Η Εύα Νάθενα μιλά για τη «Φόνισσα», athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ.