Της Μαρίας Σαράφη,
«Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται μπροστά μας
σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων…»
Κωσταντίνος Καβάφης, «Κεριά»
Εκείνη είχε αποκοιμηθεί στη μεγάλη άνετη πολυθρόνα δίπλα από το τζάκι που με τη φωτιά του έλουζε με φως το γερασμένο της κορμί. Το πρόσωπό της φαινόταν ταλαιπωρημένο, μα ήρεμο, γεμάτο ρυτίδες ή πολλά μικρά μονοπάτια που οδηγούσαν σε χιλιάδες κατευθύνσεις, σε χιλιάδες σταθμούς. Τα χέρια της χαλαρά ακουμπισμένα στα πόδια της και ελαφρώς κλειστά. Επάνω τους άλλα τόσα μονοπάτια διάσπαρτα βαλμένα, διακλαδιζόμενα ή αδιέξοδα, και σκούρες κηλίδες, σαν μικρές πιτσιλιές, δεξιά και αριστερά. Ανάμεσα στα δάχτυλα, τυλιγμένη σαν φίδι, κόκκινη χοντρή κλωστή που η μια της άκρη κατέληγε σε ένα μισοτελειωμένο κασκόλ, ενώ η άλλη σε ένα μεγάλο κουβάρι που είχε πέσει από τα πόδια της και τώρα χοροπηδούσε στο ξύλινο δάπεδο.
Όχι με τον πρώτο, ούτε με τον δεύτερο, αλλά με τον τρίτο πήδο ήρθε και χώθηκε μέσα σε ένα ζευγάρι παλιά αθλητικά. Δεν άργησε να ξαναβρεθεί στο πάτωμα, καθώς μια λεπτή και όμορφη γυναίκα, άρπαξε το κόκκινο κουβάρι από το παπούτσι, το πέταξε στο διάδρομο του σπιτιού, ώστε να φορέσει βιαστικά τα αθλητικά. Και το κουβάρι κύλησε κατά μήκος του διαδρόμου, ξετυλίχτηκε και άρχισε να μικραίνει, μέχρι που πάνω του σκόνταψε μια ακόμη πιο νέα και χαριτωμένη κοπέλα και έπεσε καταγής ξεστομίζοντας βρομόλογα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ίσα που άφηναν τα μελένια μάτια της να φανούν, είχαν ξαπλώσει με την πτώση στο χαλάκι του διαδρόμου. Το σώμα της ζωντανό και γεμάτο ενέργεια σφίχτηκε από πάνω μέχρι κάτω για να τη σηκώσει. Μπορούσε και πάλι να στηριχτεί στα δυο της πόδια. Όμως το κουβάρι δεν έμεινε εκεί, κατάφερε να τρυπώσει σε μια από τις ανοιχτές πόρτες του διαδρόμου.
Ξετυλίχτηκε κι άλλο, μικραίνοντας την αρχική του μορφή. Την κίνησή του διέκοψε η σύγκρουσή του με ένα πελώριο, για αυτό, ποδαράκι ενός μικρού μωρού. Μόλις ένιωσε τη χνουδωτή μπαλίτσα να το σκουντά για παιχνίδι, την έπιασε στα χέρια του άτσαλα και την έβαλε στο στοματάκι του. Άρχισε να τη μασουλάει, να τη δαγκώνει, να τη σαλιώνει και να την εξερευνάει μέχρι που αυτή κατάφερε να του ξεφύγει γρήγορα και ξεκίνησε πάλι να κυλά. Πριν προλάβει να βγει από το δωμάτιο, ένας κύριος ζαρωμένος με δύο μάτια μεγάλα, σαν καπάκια από βάζα μαρμελάδας, όπως ήταν εκτεθειμένα στη βιτρίνα των γοητευτικών γυαλιών μυωπίας του, την έπιασε και ξεκίνησε να την τυλίγει. Ξεκίνησε να επαναφέρει το σχήμα, τη μάζα και το μέγεθος του κόκκινου κουβαριού. Έφερνε τη χοντρή κόκκινη κλωστή σε κύκλους γύρω από το χνουδωτό, υγρό κουβάρι και, ταυτόχρονα, ακολουθούσε τη διαδρομή που είχε δημιουργηθεί με την κύλιση. Βγήκε από το δωμάτιο, πέρασε το διάδρομο και βρέθηκε στο σαλόνι. Το κουβάρι έμοιαζε σαν να μην είχε κυλήσει ποτέ. Χάιδεψε τα γκρίζα μαλλιά της, άφησε τα γερασμένα χείλη του να χαϊδέψουν ελαφρώς το ρυτιδιασμένο μέτωπό της και βόλεψε το κουβάρι στα πόδια της, φροντίζοντας να μην της πέσει ξανά.
Ήτανε το κουβάρι της, το νήμα της ζωής της, το υλικό που χρησιμοποιούσε για να πλέκει τις αναμνήσεις της. Ένα χοντρό κόκκινο κουβάρι, που κάποτε ήταν απλώς μια κλωστή και σιγά σιγά μεγάλωνε και στρογγύλευε, καθώς ο καιρός περνούσε και ο ένας χρόνος διαδεχόταν τον επόμενο. Ένα κουβάρι σφιχτά τυλιγμένο με κλωστή, που μπλεγμένη στα δάχτυλά της, έπαιρνε σχήμα και μορφή. Ένα κουβάρι που μια μέρα ξετυλίχτηκε και άρχισε να κυλά, να αλλάζει χέρια, να ελευθερώνει στιγμές στην ατμόσφαιρα, να προκαλεί νοσταλγία και συγκίνηση. Μέχρι που επέστρεψε σε εκείνη, τυλίχτηκε και πάλι με αγάπη και γύρισε να της υπενθυμίσει ότι όλα εκείνα που έχει ζήσει είναι ο δικός της θησαυρός.
Όλοι μας κρατάμε στα χέρια μας τον δικό μας θησαυρό, το δικό μας κουβάρι με κλωστή. Και με το κάθε καλωσόρισμα ενός καινούριου χρόνου ο θησαυρός μας εμπλουτίζεται με εμπειρίες, όνειρα, στόχους, λύπες και χαρές. Ας μην αφήσουμε το κουβάρι να κυλήσει και την κλωστή να ξετυλιχθεί και να χαθεί, ας το κρατήσουμε σφιχτά, ώστε να μας καθοδηγήσει προς το φως. Εκείνο το φως του νέου χρόνου, που θα δώσει τη φλόγα στα κεριά του μέλλοντος.