Του Κώστα Πασχάλη,
Στο παρελθόν, η Πολωνία έχει απασχολήσει πολλάκις τις ευρωπαϊκές αρχές σε θέματα ελευθερίας του λογού, της άποψης και των διακρίσεων. Ωστόσο, η νεοεκλεχθείσα Κυβέρνηση του Donald Tusk υπόσχεται μια νέα Πολωνία. Σε ομιλία, μια μέρα μετά την εκλογή του, είπε χαρακτηριστικά: «Η Πολωνία θα πρέπει να προχωρήσει σε μια νέα πολιτική συνεργασίας με την Ε.Ε. Η Πολωνία θα ανακτήσει τον ηγετικό της ρόλο στην Ε.Ε». Έδωσε, επίσης, αντίστοιχο κάλεσμα για εθνική ενότητα.
Όμως, 3 μήνες μετά την εκλογή του Tusk, το πολιτικό κλίμα δεν είναι αυτό που θα περίμενε κάνεις, ειδικά ύστερα απ’ αυτές τις δηλώσεις. Δεν φαίνεται να αλλάζει το τοπίο ως προς τη διαφθορά, ενώ η εσωτερική αντιπαλότητα είναι στα ύψη. Αρχικά, «πυρά» έριξε ο Πρόεδρος Andrzej Duda (προσκείμενος στο PiS) στην πρωτοχρονιάτικη δήλωσή του, αναφέροντας πως «Για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση της Πολωνίας, το 1989, υπήρξε απόπειρα διαφθοράς των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Το σήμα μετάδοσης ορισμένων τηλεοπτικών καναλιών απενεργοποιήθηκε και τα ενημερωτικά προγράμματα δεν μεταδίδονται πλέον».
Τα λόγια του Προέδρου αποτέλεσαν αντίδραση στις τελευταίες εξελίξεις μιας διένεξης που αφορά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και που οδήγησε σε ένα είδος «διπλής εξουσίας» την περίοδο μεταξύ των Χριστουγέννων και του νέου έτους. Οι νέοι διορισμοί στα εποπτικά και διοικητικά συμβούλια των τριών κρατικών μέσων ενημέρωσης από τον Υπουργό Πολιτισμού, Bartlomiej Sienkiewicz, στις 19 Δεκεμβρίου, προκάλεσαν ένα κύμα διαμαρτυριών από το PiS. Το λαϊκιστικό, εθνικο-συντηρητικό κόμμα της αντιπολίτευσης δήλωσε ότι οι αλλαγές προσωπικού ήταν παράνομες και αρνήθηκε να τις αναγνωρίσει.
Οι βουλευτές του PiS, εν συνεχεία, εισέβαλαν βίαια στα κεντρικά γραφεία του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού TVP, καθώς και του πρακτορείου ειδήσεων PAP, ώστε να εμποδίσουν την ανάληψη της νέας ηγεσίας. Οι πολιτικοί του κόμματος δικαιολόγησαν την ενέργειά τους ως «παρακολούθηση του βουλευτικού σώματος», παρά το γεγονός ότι χρειάστηκε η παρέμβαση των αστυνομικών αρχών. Εν τω μεταξύ το κτήριο στη Βαρσοβία παραμένει κατεχόμενο. Ο Duda πρόσθεσε περαιτέρω «λάδι στη φωτιά», ασκώντας βέτο σε έναν νόμο για τον προϋπολογισμό, που παρείχε χρηματοδότηση των δημοσίων μέσων ενημέρωσης ύψους 3 δις złoty (€ 690 εκατ.).
Η κίνηση αποδείχθηκε μια μεγάλη πρόκληση για τον Πρωθυπουργό Tusk, του οποίου ο Υπουργός Πολιτισμού, τρεις ημέρες αργότερα, έκλεισε τους κρατικούς οργανισμούς των μέσων ενημέρωσης, λόγω έλλειψης κεφαλαίων. Σύμφωνα με τις αρχές, ωστόσο, ο στόχος δεν είναι η πραγματική κατάργηση των ιδρυμάτων αυτών, αλλά η αναδιάρθρωσή τους και η συνέχιση της λειτουργίας τους.
Η συνεχιζόμενη διαμάχη είναι καταστροφική για το κύρος, την αξιοπιστία και το μέλλον των εν λόγω μέσων ενημέρωσης, προειδοποίησε το Σαββατοκύριακο ο Bogusław Chrabota, αρχισυντάκτης της συντηρητικής εφημερίδας Rzeczpospolita: «Όλα τα μέρη της σύγκρουσης φέρουν κοινή ευθύνη για τη θεσμική και υλική παρακμή (των δημοσίων μέσων μαζικής ενημέρωσης), καθώς και για τη μείωση του κοινού και των αριθμών των αναγνωστών» έγραψε, ζητώντας να ξεκινήσουν γρήγορα οι εργασίες για έναν νέο νόμο σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης, ο οποίος θα επαναπροσδιορίσει τη χρηματοδότηση και τα καθήκοντά τους. Η πολιτική επιρροή στα προγράμματα ενημέρωσης αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στην Πολωνία, ήδη από την απελευθέρωσή της, το 1989/1990. Πρώην αρχηγοί Κυβερνήσεων και Πρόεδροι είναι γνωστό ότι έκαναν προσωπικά τηλεφωνήματα σε υπεύθυνους των εν λόγω προγραμμάτων, εκφράζοντας π.χ. τη δυσαρέσκειά τους για την εκάστοτε κάλυψη.
Αφού το PiS επικράτησε τόσο στις προεδρικές όσο και στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2015, ο ηγέτης του κόμματος, Jarosław Kaczyński, χρησιμοποίησε τα μέσα ενημέρωσης ως εργαλείο προπαγάνδας. Το PiS δημιούργησε το Εθνικό Συμβούλιο Μέσων Ενημέρωσης (RNM), ένα αντισυνταγματικό όργανο που ενήργησε μονομερώς στις αλλαγές προσωπικού στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, επιτρέποντας την απομάκρυνση μη δημοφιλών δημοσιογράφων.
Βέβαια, το ερώτημα που γεννάται, όσο συμβαίνουν όλα αυτά, είναι αν όντως θα υπάρξει μεταρρύθμιση. Η απάντηση είναι πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, καθώς, με τον τρόπο που έχει σχηματιστεί η Κυβέρνηση και αντιπαλεύονται ο Πρωθυπουργός με τον Πρόεδρο, ο πρώτος αδυνατεί να περάσει πρόταση νόμου χωρίς τη συμφωνία του δεύτερου. Επίσης, η συγκεκριμένη Κυβέρνηση δεν έχει τον κατάλληλο αριθμό βουλευτών, ώστε να μπορέσει να «παρακάμψει» το βέτο του Προέδρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Polish media conflict pits government against far right, Deutsche Welle (DW), διαθέσιμο εδώ
- Poland’s new PM Tusk sets bold pro-EU agenda in parliament, Deutsche Welle (DW), διαθέσιμο εδώ