18.1 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαLas Incantadas: Οι Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης και ο Γάλλος «Έλγιν»

Las Incantadas: Οι Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης και ο Γάλλος «Έλγιν»


Του Στέργιου Παπαστεργίου,

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η πόλη της Θεσσαλονίκης εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα των Βαλκανικών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαθέτοντας μια ποικιλία πολιτισμικών χαρακτηριστικών ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης Ελλήνων, Μουσουλμάνων, Εβραίων, και άλλων. Ταυτόχρονα με το Οθωμανικό παρόν της πόλης και την ανατολίτικη αύρα που προσέλκυε το ενδιαφέρον και κινούσε τη φαντασία των Ευρωπαίων, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ενός παρελθόντος αρκετά διαφορετικού.

Όπως μας πληροφορούν μαρτυρίες της εποχής, στην πόλη υπήρχαν διάσπαρτα λείψανα αρχαιοτήτων, ανακατωμένα με μαγαζιά και σπίτια. Οι ευρωπαίοι περιηγητές, προετοιμασμένοι με τα διαβάσματα και την παιδεία τους, επισκέπτονταν την πόλη ψάχνοντας στοιχεία της κλασσικής αρχαιότητας που γι’ αυτούς αντιπροσώπευε ένα οικουμενικό ιδεώδες κάλλους, σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες εποχές που εκλαμβάνονταν ως ο εκφυλισμός του γούστου. Η Ανατολή έτσι, παρά την υπεροχή της Δύσης, εξακολουθούσε να προσφέρει, έστω ασύνειδα, τη δική της φώτιση. Τα ιδεώδη αυτά αποτέλεσαν το κίνητρο για τους μορφωμένους Ευρωπαίους, όχι μόνο να θαυμάζουν, αλλά και να «διασώσουν» το παρελθόν αυτό για χάρη της γνώσης και του πολιτισμού.

Έτσι, ξεκίνησαν να καταγράφουν όσα έβρισκαν, χρησιμοποιώντας τη νεότερη πόλη μόνον ως φόντο του παρελθόντος. Δεδομένου ότι οι αρχαιότητες αυτές ήταν καταχωρημένες από τις αρχές απλώς ως «λευκές πέτρες», η πρακτική της αρχαιοκαπηλίας ήταν πολύ διαδεδομένη και η σημασία που έδιναν οι Οθωμανικές αρχές, αλλά και οι κάτοικοι ήταν περιορισμένη. Οι περιηγητές έπαιρναν μαζί τους ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί και αναζητούσαν τρόπους να μεταφέρουν ό,τι άφηναν πίσω τους. Στο πλαίσιο αυτό, το προσωπικό μεράκι εξελίχθηκε σε επάγγελμα, και ταυτόχρονα με την ίδρυση κρατικών μουσείων, αυτοί οι περιηγητές-αρχαιολόγοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο για το ποιος θα εξασφαλίσει τα καλύτερα λάφυρα για τη χώρα του.

Σχέδιο του 1685. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Το πιο εντυπωσιακό λείψανο της κλασσικής αρχαιότητος που διέθετε η Θεσσαλονίκη ήταν μια κιονοστοιχία κορινθιακού ρυθμού των ρωμαϊκών χρόνων (2ος – 3ος αι. μ.Χ.), στην οποία στηρίζονταν τέσσερις αμφίγλυφοι πεσσοί με μορφές σμιλευμένες ανά δύο σε κάθε έναν από αυτούς. Οι μορφές, ανθρωπίνων διαστάσεων, που ήταν τοποθετημένες με πλάτη η μία στην άλλη, απεικόνιζαν τον Διόνυσο, τον Ερμή, την Αριάδνη, τον Γανυμήδη, τη Λήδα, μια βάκχα, μία Νίκη και τον Δία μεταμορφωμένο, και συνδέονταν με τις λατρευτικές συνήθειες της εποχής. Ακόμη, σώζεται τμήμα επιγραφής στα ελληνικά. Αποτελούσε κομμάτι ενός μεγαλύτερου αρχιτεκτονήματος και βρισκόταν στην καρδιά της ρωμαϊκής αγοράς της Θεσσαλονίκης, πάνω από την Εγνατία. Πλήθος κειμένων έχουν γραφτεί για την ακριβή τοποθεσία και τη χρήση του κτιρίου, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να είμαστε σίγουροι, κάτι που του έχει προσδώσει μια σχεδόν μυθική διάσταση. Ήταν παρ’ όλα αυτά ένα δημόσιο κτίριο με θρησκευτικό χαρακτήρα. Η σημασία του έγκειται μεταξύ άλλων στο ότι μέσα από το μνημείο και τις χρήσεις του διαβάζουμε τη ζωή της πόλης, καθώς αυτό διασώθηκε παράλληλα με τις αλλεπάλληλες φάσεις της κατοίκησής της.

Τα αγάλματα βρίσκονταν στο κέντρο της εβραϊκής συνοικίας και αποτελούσαν κόμβο συνάντησης για όλες τις κοινότητες της πόλης. Ήταν γνωστά με διάφορες ονομασίες, καθώς κάθε θρησκευτική ομάδα, έχοντας τη δική της σχέση με αυτά, τους έδινε και διαφορετικό όνομα, εντάσσοντάς τα στο δικό της φαντασιακό. Για τους Τούρκους κατοίκους ήταν τα «Σουρέτι Μαλεκί», δηλαδή «Αγγέλων Σχήματα», ενώ οι Ρωμιοί τα ονόμαζαν «Είδωλα». Στο καστιλιάνικο ιδίωμα που μιλούσαν οι ισπανόφερτοι Σεφαραδίτες Εβραίοι, ήταν οι ¨Incantadas¨, δηλαδή οι «Μαγεμένες», όπως το μεταφράζουμε σήμερα. Το όνομά τους προκύπτει από έναν λαϊκό μύθο, τον οποίο μας παραδίδουν δύο Βρετανοί περιηγητές, ο J. Stuart και ο N. Revett, που το 1753 έφτασαν στη Θεσσαλονίκη για να αποτυπώσουν τα αγάλματα. Σύμφωνα με το μύθο, όπως τον διηγήθηκαν οι κάτοικοι, εκεί ήταν ο τόπος συνάντησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την σύζυγο του Βασιλιά της Θράκης, ο οποίος μόλις το έμαθε έβαλε μάγους να τον καταραστούν. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, πρόλαβε να ειδοποιήσει τον Αλέξανδρο, και εντέλει στα μάγια παγιδεύτηκε η βασίλισσα και όλη η ακολουθία της, οι οποίοι πέτρωσαν.

Φωτογραφία των Μαγεμένων, πιθανότατα του Γάλλου Γκιγιεμέ, μέλους της αποστολής του Μιλέρ. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Μύθοι σαν και αυτόν, λοιπόν, αλλά και περιγραφές για ένα «θριαμβικό μνημείο εξαιρετικής καλαισθησίας» ήταν φυσικό να τραβήξουν το ενδιαφέρον. Η ιστορία των ¨Incantadas¨ αλλάζει όταν το 1864 στην πόλη καταφτάνει το γαλλικό πλοίο ¨La Truite¨ με τον απεσταλμένο του Ναπολέοντα Γ’, παλαιογράφο και βιβλιοθηκάριο της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης Εμανουέλ Μιλέρ. Ο Μιλέρ αρχικά είχε συλλέξει βυζαντινά χειρόγραφα από το Άγιον Όρος, είχε ανακαλύψει τη χαρά της αρχαιολογίας στη Θάσο και πλέον στόχο είχε τη μεταφορά των Μαγεμένων στο Παρίσι.

Ήδη από την άφιξή του στην πόλη, η φήμη ότι επρόκειτο να αποσπάσει τα αγάλματα είχε κυκλοφορήσει και επικρατούσε γενική αναστάτωση. Ο Μιλέρ, με σκιώδη τρόπο, ίσως με τη μεσολάβηση των γαλλικών διπλωματικών αρχών, κατάφερε να πάρει άδεια από τον Σουλτάνο για το σκοπό του. Αρχικά βοηθούμενος από τον Πασά της πόλης, περιέφραξε την αυλή του εβραϊκού σπιτιού στην οποία βρίσκονταν μισοθαμμένες οι κολώνες, και αναγκάστηκε να ζητήσει στρατιωτική παρουσία για να απωθήσει το αγανακτισμένο πλήθος που ολοένα συγκεντρωνόταν γύρω από τη σκηνή επιτιθέμενο στους Γάλλους εργάτες. «Όλοι οι ξένοι πρόξενοι τηλεγράφησαν στην Πόλη για να αποτρέψουν την αρπαγή». «Γέμισε ο τόπος κόσμο, και ο πληθυσμός αντέδρασε με πρωτοφανή τρόπο – εξωπραγματικές διαδόσεις, απίστευτοι παραλογισμοί». Μάλιστα, ένας Τούρκος υπηρέτης, βάζοντας τα κλάματα αγκάλιασε και φίλησε μια από τις μορφές. Επίσης, η έρευνα μάς έχει αποκαλύψει γράμμα του Πασά προς τον Σουλτάνο, που αναφέρεται στο μνημείο αυτό των Ελλήνων ως «εθνική κληρονομιά» και του ζητά να εμποδίσει την απόσπασή του από την πόλη του, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα των ταυτοτήτων της Θεσσαλονίκης του 19ου αιώνα.

Ο Μιλέρ δεν διέθετε τα κατάλληλα μηχανήματα για να αφαιρέσει σωστά τα αγάλματα, και κατά την περιπετειώδη διαδικασία της απόσπασης και της μεταφοράς τους συνέβησαν διάφορα ατυχήματα με κομμάτια να πέφτουν στους δρόμους. Ενώ είχε ήδη διαλύσει το μνημείο, έφτασε μήνυμα από το Παρίσι που του έλεγε να πάρει μόνον τις μορφές και όχι όλη την κατασκευή. Εν τέλει, λόγω έλλειψης πλοίων, μεταφέρθηκαν μόνον τα σημαντικότερα μέρη του. Ο Μιλέρ αναχώρησε από ένα μυστικό λιμανάκι για να αποφύγει την οργή των ντόπιων, αναγκασμένος να αφήσει πίσω του τα περισσότερα λείψανα του πιο εντυπωσιακού αρχαιολογικού μνημείου της πόλης.

Παρά το ότι αυτοπαρουσιαζόταν ως «ενσάρκωση της ακρίβειας», ο Μιλέρ δεν άφησε σχέδια ώστε να μπορεί το μνημείο να στηθεί όπως έπρεπε. Κατέληξε στο μουσείο του Λούβρου και τοποθετήθηκε σύμφωνα με τα λανθασμένα σχέδια του Stuart, ενώ στα αρχεία επικρατούσε χάος, καθώς τα κομμάτια του είχαν ανακατευτεί με άλλα από τη Θάσο. Μετά το θόρυβο που ξεσήκωσε η αρπαγή των Μαγεμένων, οι Οθωμανικές αρχές άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία των αρχαιοτήτων, θεσπίζοντας για πρώτη φορά νόμους κατά της αρχαιοκαπηλίας, χωρίς ωστόσο το φαινόμενο να ανακοπεί απόλυτα.

Οι Incantadas στο Λούβρο τοποθετημένες σύμφωνα με τα λάθος σχέδια του J. Stuart. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Τα επόμενα χρόνια, οι Μαγεμένες έσβησαν από τη συλλογική μνήμη της πόλης ύστερα από την απελευθέρωση, την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 και την ακόλουθη ανάπλαση του αστικού τοπίου. Αργότερα ωστόσο, η πόλη σταδιακά άρχισε να επανανακαλύπτει το μνημείο και να το εντάσσει στην ιστορία της. Η απουσία του δήλωνε ένα κενό, ένα επιθυμητό παρελθόν. Αρχικά, το 1997 στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και ιδιαίτερα κατά τη δημαρχεία Μπουτάρη μετά το 2012, που στήνει μια πιο συμπεριληπτική ταυτοτική ιστορία, η διεκδίκηση των Μαγεμένων εντείνεται. Για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, δεν ήταν δυνατή η επιστροφή των πρωτοτύπων, αφού όμως η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης διέθεσε εξαψήφιο ποσό, το Λούβρο έστειλε τα αντίγραφα των αγαλμάτων, μαζί με τα καλούπια τους. Έτσι, οι ¨Incantadas¨ φιλοξενήθηκαν στην ΔΕΘ του 2015 και από το 2017 κοσμούν την είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, προσδίδοντας λίγη από τη μαγεία μιας ¨belle époque¨, χαμένης από καιρό.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • M. Mazower, (2006), Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια
  • Α. Παπάζογλου, (2011), Las Incantadas: Οι «Μαγεμένες» της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, εκδ. Νησίδες
  • Ε. Βακαλόπουλος, (1986), Ένας Γάλλος Έλγιν στη Θεσσαλονίκη: (νέες μαρτυρίες για την ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά τον περασμένο αιώνα), στο: Μακεδονικά, τόμος 25ος
  • Στυλιάνα Γκαλινίκη και Εσθήρ Σολομών, Ιστορία μιας πόλης, open.spotify.com, διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέργιος Παπαστεργίου
Στέργιος Παπαστεργίου
Γεννήθηκε το 2002 στην Καλαμαριά και είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ, με κύρια κατεύθυνση την Ιστορία. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά και στο τμήμα του διδάσκεται ρωσικά. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, διαβάζει λογοτεχνία και συγγράμματα της επιστήμης του, παρακολουθεί κινηματογράφο, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία δρόμου.