Της Χαράς Γρίβα,
Η δεκαετία του 1950 ήταν μια ταραχώδης περίοδος στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή, που σημαδεύτηκε από την έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η εποχή του Ψυχρού Πολέμου ήταν μάρτυρας ενός συνεχούς αγώνα για στρατηγικό πλεονέκτημα, και η εγκατάσταση βαλλιστικών πυραύλων ενδιάμεσου βεληνεκούς (IRBM) έγινε ένα κομβικό στοιχείο σε αυτή τη γεωπολιτική σκακιέρα.
Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναδύθηκαν δύο υπερδυνάμεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση, οι οποίες ήταν εγκλωβισμένες σε έναν ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα. Η πολιτική ανάσχεσης, με πρωτεργάτες τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε ως στόχο να αποτρέψει την εξάπλωση του κομμουνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, έγινε βασικό πεδίο μάχης στην ιδεολογική διαμάχη.
Το Δόγμα Τρούμαν, που ανακοινώθηκε το 1947, σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, σηματοδοτώντας τη δέσμευση να στηρίξουν τα έθνη που αντιστέκονταν στην κομμουνιστική επιθετικότητα. Η Ελλάδα, που αντιμετώπιζε εσωτερικές διαμάχες και εξωτερική πίεση, έγινε κεντρικό σημείο της αμερικανικής παρέμβασης. Το Σχέδιο Μάρσαλ, που σχεδιάστηκε για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης, έπαιξε επίσης ρόλο στη διαμόρφωση του γεωπολιτικού τοπίου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Καθώς εκτυλισσόταν ο Ψυχρός Πόλεμος, η στρατηγική σημασία της πυραυλικής τεχνολογίας έγινε εμφανής. Και οι δύο υπερδυνάμεις επεδίωκαν να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες και η ανάπτυξη των IRBM επέτρεπε γρήγορα και ακριβή πλήγματα κατά δυνητικών αντιπάλων. Η Ελλάδα, με την εγγύτητά της στη Σοβιετική Ένωση και την περιοχή της Μεσογείου, παρουσίαζε μια στρατηγική ευκαιρία για τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν μια προωθημένη στρατιωτική παρουσία.
Η εγκατάσταση των IRBM στην Ελλάδα εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς. Πρώτον, επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν ένα αξιόπιστο αποτρεπτικό μέσο έναντι πιθανής σοβιετικής επιθετικότητας στην περιοχή. Δεύτερον, ενίσχυσε τη συνολική αμυντική στάση του ΝΑΤΟ, εδραιώνοντας τη δύναμη της συμμαχίας απέναντι στη σοβιετική απειλή. Επιπλέον, η παρουσία των IRBM στην Ελλάδα παρείχε στις ΗΠΑ ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στο ευρύτερο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Αν και στην αρχή το State Department ήταν έτοιμο να αποκλείσει την Ελλάδα από τον κατάλογο των κρατών αποδοχής τέτοιου οπλισμού, η Αθήνα είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ήταν διατεθειμένη να λάβει από το ΝΑΤΟ τα IRBM.
Η απόφαση για την εγκατάσταση των IRBM στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με ανάμεικτες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Στην Ελλάδα, οι πολιτικές εντάσεις ήταν υψηλές, καθώς η εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων δημιούργησε ανησυχίες σχετικά με την κυριαρχία και την αυτονομία. Από τη μία, προστατευόταν κατά κάποιον τρόπο από τον σοβιετικό κίνδυνο και από την άλλη η παραίτηση Καραμανλή στις 2 Μαρτίου υποδείκνυε πως και η ίδια η κυβέρνηση φοβόταν την απομάκρυνσή της από τους «φυσικούς» της συμμάχους, δηλαδή την Κύπρο, και πως δεν θα ήταν σε θέση να την υπερασπιστεί. Ξέσπασαν διαμαρτυρίες, οι οποίες αντανακλούσαν μια βαθιά ριζωμένη αντίθεση στην ξένη στρατιωτική παρουσία στο ελληνικό έδαφος. Η ελληνική κυβέρνηση, παγιδευμένη μεταξύ της εγχώριας πίεσης και του ευρύτερου γεωπολιτικού πλαισίου, έπρεπε να πλοηγηθεί προσεκτικά σε αυτές τις προκλήσεις. Η Ελλάδα, όπως και κάθε χώρα στη θέση της, επιθυμούσε τον καθολικό έλεγχό τους από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ αντίθετα το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ήθελαν να ορίσουν εκείνοι αρμόδιο που φυσικά θα υπάκουε στις εντολές των ΗΠΑ. Ενώ οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν από το 1957, οι έντονες διαφωνίες ανάμεσα στην ΕΔΑ, την ΕΡΕ και άλλα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου φρέναραν την όλη διαδικασία.
Σε διεθνές επίπεδο, η κίνηση αντιμετωπίστηκε μέσα από το πρίσμα της δυναμικής του Ψυχρού Πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση απάντησε με τα δικά της στρατηγικά μέτρα, αυξάνοντας τη συνολική ένταση στην περιοχή. Η εγκατάσταση των IRBM στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς ένα διμερές ζήτημα, αντήχησε μέσα από την ευαίσθητη ισορροπία ισχύος στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά άλλων εθνών στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και πέραν αυτής.
Η εγκατάσταση των IRBM στην Ελλάδα συνέβαλε στην κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η στρατηγική σκακιστική παρτίδα έφτασε σε νέα ύψη, καθώς οι δύο υπερδυνάμεις ενεπλάκησαν σε μια σειρά κινήσεων και αντεπιχειρήσεων, επιδιώκοντας η καθεμία να αποκτήσει το πάνω χέρι. Η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 ήταν μια έντονη υπενθύμιση των κινδύνων του bras de fer του Ψυχρού Πολέμου και η εγκατάσταση των IRBM σε διάφορες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του γεωπολιτικού τοπίου που οδήγησε σε αυτή την κρίσιμη στιγμή. Το 1959, η Ουάσιγκτον παραδίδει στην Αθήνα την συμφωνία για την εγκατάσταση των πυραύλων στα εδάφη της, το οποίο και υπογράφει παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Μέχρι και το 1960, διευθετήθηκαν όλες οι τελευταίες σημαντικές λεπτομέρειες και μέχρι και το 1964, η Ελλάδα υποδέχτηκε διαφόρων ειδών πυραύλους και όπλα, για να αξιοποιηθούν για την ασφάλεια και την άμυνα των μελών του ΝΑΤΟ έναντι στην σοβιετική επέκταση.
Ωστόσο, το στρατηγικό τοπίο γνώρισε και στιγμές αποκλιμάκωσης. Διπλωματικές προσπάθειες, όπως η Συνθήκη Μερικής Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών το 1963, σηματοδότησαν τη βούληση των υπερδυνάμεων να περιορίσουν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Η απομάκρυνση των IRBM από την Ελλάδα έγινε μέρος ευρύτερων διαπραγματεύσεων με στόχο τη μείωση του κινδύνου πυρηνικής αντιπαράθεσης. Η εγκατάσταση των IRBM στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1950 άφησε μια διαρκή κληρονομιά στην περιοχή και στην ευρύτερη αφήγηση του Ψυχρού Πολέμου. Υπογράμμισε την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ της παγκόσμιας γεωπολιτικής και των τοπικών ανησυχιών, καθώς και τις προκλήσεις που συνεπάγεται η διατήρηση μιας ευαίσθητης ισορροπίας μεταξύ αποτροπής και κλιμάκωσης.
Το επεισόδιο προσφέρει επίσης πολύτιμα διδάγματα για την κατανόηση της δυναμικής των σύγχρονων γεωπολιτικών αγώνων. Η προσεκτική βαθμονόμηση της στρατιωτικής παρουσίας, λαμβάνοντας υπόψη τα τοπικά συναισθήματα και τις παγκόσμιες προεκτάσεις, παραμένει μια κρίσιμη πτυχή της αποτελεσματικής κρατικής τεχνικής. Η ιστορία της εγκατάστασης των IRBM στην Ελλάδα χρησιμεύει ως μελέτη περίπτωσης στον περίπλοκο χορό μεταξύ των επιταγών εθνικής ασφάλειας και της πολυπλοκότητας των διεθνών σχέσεων.
Η εγκατάσταση των IRBM στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1950 αποτελεί κομβική στιγμή στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, καταδεικνύοντας το περίπλοκο πλέγμα των γεωπολιτικών στρατηγικών και τις τοπικές συνέπειες των παγκόσμιων παιχνιδιών ισχύος. Καθώς τα έθνη αντιμετώπιζαν την πραγματικότητα ενός διαιρεμένου κόσμου, η εγκατάσταση πυραύλων στην Ελλάδα διαμόρφωσε την πορεία της ιστορίας, αφήνοντας μόνιμο αντίκτυπο στην περιοχή και συμβάλλοντας στην ευρύτερη αφήγηση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιωάννης Στεφανίδης (2002), Ασύμμετροι Εταίροι: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο, 1953-1961, 7η Έκδοση, Αθήνα: εκδ. Πατάκη