Της Άννας Μάρκου,
Κάθε αξιόποινη πράξη που τυποποιείται είτε στον ποινικό κώδικα είτε σε κάποιον ειδικό ποινικό νόμο, αποτελείται από δύο σκέλη, αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους: την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση, καθεμιά από τις οποίες καθορίζει τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί μια ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη, προκειμένου να χαρακτηριστεί από τον νόμο ως αξιόποινη (άρθρο 14 ΠΚ).
Αφού, λοιπόν, αποδειχθεί πως οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ενός εγκλήματος έχουν πληρωθεί (δηλαδή έχει πραγματωθεί η αντικειμενική του υπόσταση και δεν υπάρχει κάποιος λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης), τότε ο εκάστοτε λειτουργός της δικαιοσύνης καλείται να ερευνήσει κατά πόσο πληρούνται και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, προκειμένου η άδικη πράξη να είναι και καταλογιστή στον δράστη της (άρθρο 14 παρ.1 ΠΚ). Η έννοια αυτή του καταλογισμού υποδηλώνει την ψυχο-πνευματική επικάλυψη της αντικειμενικής υπόστασης, περιγράφει δηλαδή τη σύνδεση του «εσωτερικού κόσμου» του δράστη με το -ήδη άδικο- αποτέλεσμα που αυτός προξένησε στον εξωτερικό κόσμο. Ο καταλογισμός διακρίνεται περαιτέρω σε αρχικό και τελικό. Ο πρώτος αναφέρεται στο άρθρο 26 ΠΚ και διακρίνεται με τη σειρά του στον δόλο και στην αμέλεια, ενώ ο δεύτερος σχετίζεται με τους λόγους άρσης του καταλογισμού που αναλύονται στα άρθρα 31- 36 ΠΚ.
Ο δόλος (άρθρο 27 ΠΚ)
Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 26 ΠΚ παραπέμπει στην πρώτη μορφή υπαιτιότητας, η ανάλυση της οποίας γίνεται στο αμέσως επόμενο άρθρο. Έτσι, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 27 ΠΚ, μάς πληροφορεί πως ο δόλος μπορεί να είναι καταρχήν άμεσος ή ενδεχόμενος. Περαιτέρω, μπορεί να είναι άμεσος πρώτου ή δευτέρου βαθμού ανάλογα με το αν ο δράστης επεδίωκε το άδικο αποτέλεσμα της πράξης του ή απλώς το αποδεχόταν. Σε κάθε περίπτωση ,όμως, ο εγκληματίας που δρα με άμεσο δόλο θα πρέπει να γνωρίζει ως βέβαιο το αποτέλεσμα που πρόκειται να προκαλέσει η πράξη του. Αντιθέτως, αν απλώς πιθανολογεί την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος και το αποδέχεται, έστω και ως αναγκαίο κακό, τότε δρα με ενδεχόμενο δόλο. Αυτήν ακριβώς τη διάκριση επεξηγεί ο ποινικός κώδικας στο πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 27.
Το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου διευκρινίζει πως, όταν η διάταξη προβλέπει την επιδίωξη ορισμένου σκοπού για την τέλεση ενός εγκλήματος, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της κλοπής (άρθρο 372 παρ.1 ΠΚ, «με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα», τότε ο δόλος του δράστη θα πρέπει να είναι άμεσος πρώτου βαθμού. Επομένως, εξ αντιδιαστολής συνάγεται πως, όπου ο νόμος απαιτεί απλώς πρόθεση του δράστη ή δεν κάνει καμία ιδιαίτερη αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τότε για την τέλεση αυτού αρκεί οποιαδήποτε μορφή δόλου.
Επιπρόσθετα, ο δόλος είναι απαραίτητο να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εκάστοτε κρινόμενου εγκλήματος και μάλιστα, όπως ακριβώς αυτά περιγράφονται στον νόμο. Ειδικότερα, ο εγκληματίας -είτε πρόκειται για τον φυσικό αυτουργό είτε για κάποιον συμμέτοχο- θα πρέπει να γνωρίζει ή να πιθανολογεί, να επιδιώκει ή να αποδέχεται τόσο τη μυϊκή ενέργεια ή παράλειψή του, όσο και την αιτιακή πρόκληση του αποτελέσματος. Ακόμη, δεν αποκλείεται το κάθε επιμέρους στοιχείο του εγκλήματος να απαιτεί διαφορετικό βαθμό δόλου.
Αντιθέτως, η υπαιτιότητα -εν προκειμένω ο δόλος- δε χρειάζεται να καλύπτει τα λεγόμενα δεοντολογικά στοιχεία του αδίκου («παράνομο» της βλάβης, «αθέμιτο» της απόκρυψης), ούτε τους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου (λόγου χάρη τον θάνατο ή τη βαριά σωματική βλάβη στο έγκλημα της συμπλοκής) ούτε βέβαια τις όποιες δικονομικές προϋποθέσεις προβλέπονται για το κάθε έγκλημα (για παράδειγμα την υποβολή έγκλησης).
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο άρθρο 30 ΠΚ, το οποίο αναφέρεται στην πραγματική πλάνη, την πλάνη δηλαδή που αφορά στα αντικειμενικά στοιχεία τέλεσης της πράξης. Η πρώτη παράγραφος αποκλείει τον δόλο στην περίπτωση, για παράδειγμα, που κάποιος παίρνει ξένο κινητό πράγμα, νομίζοντας πως είναι δικό του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί μόνο για το αντίστοιχο έγκλημα αμέλειας, εφόσον αυτό τυποποιείται στον ποινικό κώδικα και φυσικά, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις της αμέλειας στο πρόσωπο του συγκεκριμένου δράστη. Κατά λογική ακολουθία, δεν μπορεί να τιμωρηθεί ο δράστης ούτε για στοιχεία που επιβαρύνουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, εφόσον δεν τα κάλυπτε με τον δόλο του, όπως αναφέρει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 30 ΠΚ.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούν δύο ειδικές περιπτώσεις δόλου: η αστοχία βολής και η πλάνη περί το πρόσωπο. Στην πρώτη, ο δράστης προσπαθεί να προσβάλει μια συγκεκριμένη μονάδα εννόμου αγαθού, αλλά κατά λάθος προσβάλλει κάποια άλλη, κατά κυριολεξία δηλαδή αστοχεί, χτυπώντας εν τέλει κάποιο άλλο πρόσωπο από αυτό που στόχευε. Σε αυτήν την περίπτωση, θα τιμωρηθεί για απόπειρα κατά του πρώτου θύματος, το οποίο και στόχευε, ενώ για την ολοκληρωμένη πράξη που τέλεσε αστοχώντας, θα τιμωρηθεί για το αντίστοιχο έγκλημα αμέλειας. Στη δεύτερη περίπτωση, ο δράστης προσβάλλει και πάλι κάποιον άλλο φορέα εννόμου αγαθού, επειδή όμως αυτή τη φορά νομίζει εσφαλμένα πως είναι πράγματι ο φορέας που επιθυμεί να προσβάλει. Τότε, θα τιμωρηθεί κανονικά για το έγκλημα που τέλεσε, έστω και κατά άλλου θύματος, καθώς η πλάνη περί την ταυτότητα του προσώπου κρίνεται νομικά αδιάφορη. Κι αυτό, διότι ο δράστης εδώ νόμιζε πως επρόκειτο για το σωστό πρόσωπο, επομένως κάλυπτε με δόλο την πράξη του.
Ολοκληρώνοντας, ο δόλος αποτελεί τη βαρύτερη μορφή υπαιτιότητας. Εξού και οι προϋποθέσεις συνδρομής του -όπως βέβαια και της αμέλειας- θα πρέπει να εξετάζονται με μεγάλη προσοχή και να αποδεικνύονται πέραν πάσης αμφιβολίας βάσει των αντικειμενικών συνθηκών τέλεσης του εγκλήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο- Επιτομή Γενικού Μέρους Άρθρα 1–49 ΠΚ, Ζ΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2005.