Της Στέλλας Κίζυλη,
Η ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών κατά του καθ’ ου η εκτέλεση πραγματώνεται μέσω της διαδικασίας του πλειστηριασμού, η οποία αποτελεί και το τελευταίο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας. Ο πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση, δηλαδή την αγορά του πλειστηριαζόμενου από τον υπερθεματιστή. Όταν το πλειστηρίασμα επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των δανειστών, αυτό διανέμεται ανάλογα με το ύψος της απαίτησης του καθενός μετά τη σύνταξη πράξεως εξοφλήσεως από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των δανειστών;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο αποτελεί, άλλωστε, και τον κανόνα, δίνει το άρθρο 974 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικότερα, σε περίπτωση μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει πίνακα κατάταξης με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του. Ο πίνακας κατάταξης είναι διαδικαστική πράξη που καθορίζει τη σειρά, το ποσοστό και τους όρους ικανοποιήσεως των δανειστών, ενώ μπορεί να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αν πάσχει από ελαττώματα ή σε περίπτωση ακύρωσης του πλειστηριασμού, η οποία και τον πλήττει συθέμελα. Ακόμη, για το ορισμένο του πίνακα απαιτείται να αναφέρονται εν συντομία και με σαφήνεια η αιτία των απαιτήσεων των δανειστών, το ύψος τους και η σειρά κατάταξής τους. Ως προς τη νομική του φύση, κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ο πίνακας δεν αποτελεί δικόγραφο και δεν απαιτείται να περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 216 ΚΠολΔ.
Η διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές γίνεται βάσει της αρχής της σύμμετρης ικανοποίησης, δηλαδή ανάλογα με το μέγεθος της απαίτησης του καθενός. Ο χρόνος γένεσης των απαιτήσεων και η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου είναι στοιχεία αδιάφορα. Οι δανειστές μπορούν να συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας και είναι καταρχήν ίσοι, εκτός αν διαθέτουν κάποιο προνόμιο. Τα προνόμια εισάγουν εξαίρεση στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των δανειστών, αφού αυτά καθορίζουν τη σειρά κατάταξης. Έτσι, διακρίνουμε στα γενικά και στα ειδικά προνόμια, ανάλογα με το αν οι απαιτήσεις ικανοποιούνται προνομιακά από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη ή από ορισμένα μόνο πράγματα, τα οποία βρίσκονται σε ορισμένη σχέση με την απαίτηση αντίστοιχα.
Για τον καθορισμό της σειράς κατάταξης, ο νομοθέτης διακρίνει τις απαιτήσεις σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: σε αυτές που εξοπλίζονται με γενικό προνόμιο, σε αυτές που εξοπλίζονται με ειδικό προνόμιο και στις απαιτήσεις των μη προνομιούχων ή εγχειρόγραφων δανειστών. Έτσι, τα γενικά προνόμια είναι όσα αναφέρονται αποκλειστικά στο άρθρο 975 και αφορούν ενδεικτικά απαιτήσεις για την κηδεία και τη νοσηλεία, για την παροχή των αναγκαίων τροφίμων, απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας καθώς και απαιτήσεις του Δημοσίου και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης. Από την άλλη, με ειδικό προνόμιο εξοπλίζονται οι απαιτήσεις από δαπάνες για τη διάσωση, φύλαξη, συντήρηση και επισκευή του πράγματος, οι οποίες, όμως, κατατείνουν στη διατήρηση ακέραιης της ουσίας και της αξίας του και όχι στη βελτίωσή του. Τέλος, ειδικού προνομίου απολαύουν οι απαιτήσεις, οι οποίες είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με ενέχυρο και υποθήκη και αυτές που προέκυψαν από δαπάνες για την παραγωγή και συγκομιδή των καρπών.
Ακόμη, η κατάταξη μπορεί να είναι οριστική, αν η απαίτηση του δανειστή αποδεικνύεται πλήρως από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή τυχαία, αν η απαίτηση τελεί υπό αίρεση ή σε κάθε περίπτωση είναι αμφίβολη. Την τυχαία κατάταξη συμπληρώνει η επικουρική, η οποία τυγχάνει εφαρμογής, αν ματαιωθεί η ικανοποίηση του δανειστή που έχει καταταγεί τυχαίως, οπότε και καθορίζεται στον πίνακα ο τρόπος διανομής του ποσού που αναλογεί στην απαίτηση αυτή.
Όσον αφορά στη σύνταξη του πίνακα, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος τον συντάσσει αφού λάβει υπόψη του τον εκτελεστό τίτλο του επισπεύδοντος και τις αναγγελίες των άλλων δανειστών, τους τίτλους των δανειστών που αναγγέλθηκαν βάσει των εγγράφων που προσκόμισαν εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας και τις παρατηρήσεις που τυχόν υπέβαλαν άλλοι δανειστές. Ειδικότερα, τόσο ο καθ’ ου η εκτέλεση όσο και οι άλλοι δανειστές μπορούν μέσα σε πέντε ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την αναγγελία και την κατάθεση των σχετικών εγγράφων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους βάσει του άρθρου 974 ΚΠολΔ. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συντάσσει τον πίνακα με βάση το ποσοστό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, τα οποία βαρύνουν τον καθ’ ου η εκτέλεση και αφορούν τις δαπάνες που έγιναν από την έκδοση του απογράφου έως τη σύνταξη του πίνακα.
Τέλος, για να εισπράξουν οι δανειστές το ποσό του πλειστηριάσματος που τους αναλογεί, απαιτείται ο πίνακας κατάταξης να καταστεί εκτελεστός. Η εκτελεστότητα επέρχεται είτε με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης ανακοπής είτε με την απόρριψη της ανακοπής που ασκήθηκε. Η διανομή του πλειστηριάσματος γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού βάσει εξοφλητικής πράξεως που ο ίδιος συντάσσει, ενώ η πληρωμή γίνεται υποχρεωτικά από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο, ωστόσο, δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει τη νομιμότητα του πίνακα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019