11 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΟ Μοντερνισμός στην Ελλάδα μέσα από το έργο του Ιωάννη Μόραλη

Ο Μοντερνισμός στην Ελλάδα μέσα από το έργο του Ιωάννη Μόραλη


Της Μαριάννας Μητσιώτη, 

Την εποχή που η συγκρότηση του κινήματος του μοντενισμού είχε ξεκινήσει, ήδη από τον 19ο αιώνα, η ζωή στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις προκρίνει πλέον την ανάδυση μιας νέας συνειδητότητας, κατευθυνόμενης προς τη ρήξη και άμεσα συνδεμένης με την ιδέα της προόδου και της τεχνολογίας. Φορέας αυτών των ιδεών είναι η αστική τάξη, όπως αυτή διαμορφώθηκε λόγων των νέων συνθηκών, αναταράξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων που επέβαλε η άνθιση του καπιταλισμού. Εν ολίγοις, παρατηρούμε μια σταδιακή αφύπνιση, αφενός του κόσμου της διανόησης, και αφετέρου των κοινωνικών στρωμάτων που ζούσαν στο περιθώριο της νέας πραγματικότητας, της καπιταλιστικής.

Η Ελλάδα αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως αυτό της απουσίας βαριάς βιομηχανικής παραγωγής, πόλεων με μητροπολιτικά χαρακτηριστικά αλλά και αστών, που δύνανται να συγκροτήσουν συνειδητά μια αστική τάξη, γέννησαν μια διαφορετική πραγματικότητα, η οποία, όπως είναι φυσικό επηρέασε σημαντικά την εμφάνιση του κινήματος του μοντερνισμού στη χώρα μας. Τα εθνικά τραύματα και, ιδιαίτερα, εκείνο της Μικρασιατικής καταστροφής δημιούργησαν μια ανάγκη για τον προσδιορισμό και προβολή της ελληνικότητας, γεγονός που καπηλεύθηκε και από τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) για την εξυπηρέτηση του εθνικιστικού αφηγήματος του καθεστώτος. Από τον Εθνικό Διχασμό έως και τα χρόνια του Εμφυλίου, είναι προφανές πως δεν είχαμε μια απλή κρίση κράτους, αλλά πλήρη κατάλυση της ενότητάς του.

Η εμφάνιση του Μοντερνισμού στην Ελλάδα ακολουθεί το δικό της μονοπάτι. Το 1917 συγκροτείται η «Ομάδα Τέχνης» με καλλιτέχνες όπως ο Νικόλαος Λύτρας και ο Κωνσταντίνος Παρθένης, η οποία δεχόταν τη στήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου, τη χρονική στιγμή που η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας και του εθνικού αλυτρωτισμού φαινόταν αναγκαία. Αργότερα, Έλληνες λογοτέχνες, κυρίως ποιητές, οι οποίοι συνδέθηκαν με την εισαγωγή πρωτοποριακών ρευμάτων, κατέβαλαν συνειδητή προσπάθεια να τα πολιτογραφήσουν και να τους δώσουν ελληνική ιθαγένεια. Πρόκειται για την περίφημη «Γενιά του ‘30», όπως ονομάστηκε, με προσωπικότητες όπως ο Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος να είναι ορισμένοι από τους πρωτοπόρους. Το καλλιτεχνικό μικροκλίμα της Ελλάδας την περίοδο εκείνη και το πεδίο της ζωγραφικής χαρακτηρίζεται από μια επιστροφή στην παράδοση, η οποία ενισχύθηκε από τη δικτατορία Μεταξά, με τον ελληνισμό να αναζητεί την ενότητά του μέσω της τέχνης. Η καινοτόμα τέχνη, η οποία τείνει προς τον ανθρωποκεντρισμό, αναπτύσσεται σε δύο ρεύματα στην Ελλάδα: την παράδοση και τον μοντερνισμό, τα οποία μοιράζονται τα ίδια εκφραστικά μέσα. Η παράδοση, όμως, αποτελεί μια καθαρά διακριτή ελληνική τέχνη, ενώ ο Μοντερνισμός προσπαθεί να αποσχιστεί από το κομμάτι της ιθαγένειας. Xαρακτηριστικά του κινήματος αποτελούν, μεταξύ των άλλων, η αποβολή της ετεροαναφορικότητας και της φυσιοκρατικής τεχνοτροπίας, η παλινόρθωση των θεμάτων, ενώ εντείνεται η σχηματοποίηση της φόρμας.

Δύο φίλες, 1946. Πηγή εικόνας: nationalgallery.gr

Το 1916, στην Άρτα, γεννιέται ο εικαστικός και μετέπειτα καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, Ιωάννης Μόραλης, ο οποίος και θα αποτελέσει κατά τα επόμενα χρόνια έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του κινήματος του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Ο ίδιος ως ενήλικας ανασύρει μνήμες και μυρωδιές, ενώ το έργο του επηρεάζεται σημαντικά και, ενίοτε, υποσυνείδητα από αναμνήσεις παιδικές. Επισκέπτεται βυζαντινές εκκλησίες, όπως η Παρηγορήτισσα και η Αγία Θεοδώρα, βλέπει τις τοιχογραφίες και γοητεύεται από την ατμόσφαιρα των ναών, η οποία του προκαλούσε δέος. Γνωρίζει στην Πρέβεζα το μαλακό και γλυκό φως του Ιονίου, αλλά και το ιδιαίτερο γαλάζιο του από τα οποία και γοητεύεται. Οι μνήμες της εποχής εκείνης ανιχνεύονται σποραδικά στο έργο του, κυρίως στις χρωματικές του επιλογές.

Φτάνοντας στην Αθήνα, θεώρησε το φως της πικρό και το πράσινο χρώμα του πεύκου δύσπεπτο, συμφιλιώνεται, ωστόσο, με το νέο του περιβάλλον και εμπνέεται από την Ακρόπολη, τις αττικές επιτύμβιες στήλες, τα γλυπτά και τα χρώματα της ελιάς που όπως έλεγε του θύμιζαν τον Γκρέκο. Ιδιαίτερα οι επιτύμβιες στήλες θα αποτελέσουν στη συνέχεια πρωταγωνιστικό κομμάτι του έργου του, σε μια περίοδο που θα μπορούσε να θεωρηθεί η ώριμή του. Μαθητεύει για δύο μήνες στον Παρθένη και σε ηλικία 15 ετών γίνεται δεκτός στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας. Αργότερα, θα φύγει με υποτροφία για την Ιταλία, όπου συναντά την Τέχνη της Αναγέννησης, το Μπαρόκ, την Πομπηιανή ζωγραφική και το φως της Ιταλίας που του θύμιζε αυτό του Ιονίου. Τα αναγεννησιακά πρότυπα και η ζωγραφική της Πομπηίας είναι τα ερεθίσματα που κυρίως θα επηρεάσουν το έργο του, ενώ σε ταξίδι του στο Παρίσι θα έρθει σε επαφή με τον κυβισμό και βλέπει από κοντά, τη νωπή ακόμα, Γκερνίκα του Πικάσο. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολουθεί η Κατοχή. Όταν ρωτήθηκε με ποιον τρόπο επηρεάστηκε από τον πόλεμο, απαντά πως χρέος του κάθε καλλιτέχνη είναι να μεταμορφώνει τα βιώματά του μέσω της τέχνης και να μην τα αποτυπώνει στεγνά όπως συνηθίζουν οι δημοσιογράφοι.

Έργο σε Επιτύμβια Σύνθεση Ε’. Πηγή εικόνας: nationalgallery.gr

Η περίοδος που καλύπτει τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 έως και τα τελευταία χρόνια της επόμενης χαρακτηρίζεται από μια ρεαλιστική διάθεση του καλλιτέχνη, σποραδικά εμποτισμένη με ορισμένα στοιχεία αντίθετα στο πνεύμα του ρεαλισμού. Στη δεύτερή του φάση, κατά τις δεκαετίες του ‘40 έως και ‘60, ο Μόραλης ξεκινά από ορισμένα γυμνά, επιδιώκοντας τη σχηματοποίηση της φόρμας, για να καταλήξει στις περίφημες επιτύμβιες συνθέσεις του, οι οποίες και αποτέλεσαν αφορμή σύνδεσης της τέχνης του Μόραλη με το θέμα της ελληνικότητας. Εμπνέονται από τις αττικές επιτύμβιες στήλες με τις οποίες μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως οι δύο ή τρεις μορφές, με την καθιστή να υποδηλώνει τον θάνατο. Στη Σύνθεση Α’, με χρώματα Πολυγνώτεια –λευκό, μαύρο, κόκκινο και ώχρα– ο ζωγράφος δημιουργεί ένα έργο καθαρά εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική κληρονομιά και τις επιτύμβιες στήλες ειδικότερα. Η σύνθεση οργανώνεται από έντονα περιγράμματα, κάθετες και οριζόντιες καμπύλες, με μόνο στοιχείο που διαταράσσει τη στατικότητα το πτυχωτό πανί στα πόδια της καθιστής μορφής, ενώ η σχηματοποίηση της φόρμας εντείνεται. Η μισάνοιχτη πόρτα και η γυναικεία μορφή έτοιμη να τη διαβεί, υποδηλώνει –αν όχι μόνο το θάνατο– τότε σίγουρα και κάποια άλλη πραγματικότητα, ενώ η καθιστή φιγούρα που ρεμβάζει σε συνδυασμό με το περιστέρι υποδηλώνουν ένα έντονο κλίμα συμβολισμού.

Η δεκαετία του ‘70, έως και το τέλος της ζωής του ζωγράφου το 2009, αφορούν έργα μιας απόλυτης γεωμετρικότητας, μιας πορείας προς την αφαίρεση, με στοιχεία όπως η ολιγοχρωμία και η σχηματοποίηση, ενώ ο στοιχειώδης υπαινιγμός του χώρου βαδίζει προς τον εξοβελισμό του. Στο έργο του Ερωτικό (1990/1994), ο Μόραλης προτείνει μια ίδια γεωμετρική, δισδιάστατη ανάπτυξη σε μεγάλες ενιαίες επιφάνειες και επίπεδα, συνδυασμένη με την Πολυγνώτεια τετραχρωμία. Πραγματεύεται ένα θέμα αγαπητό στο ζωγράφο, τον έρωτα και τη συνεύρεση, με την εξαΰλωση των μορφών να μην στερούν τον ερωτισμό στο πλαίσιο μιας αρμονικής ισορροπίας. Εμφανής, επίσης, είναι και η ομοιότητα των μορφών με κυκλαδίτικα ειδώλια. Επομένως, παρατηρούμε ξανά μια πραγμάτευση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς αυτή τη φορά σε ένα πιο αφηρημένο πλαίσιο.

Ερωτικό. Πηγή εικόνας: nationalgallery.gr

Μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια πως πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με έργο πολυσχιδές, που ξεκινά από τον ρεαλισμό, τον οποίο κατακτά και καταλήγει στη γεωμετρική αφαίρεση σε μια διαδρομή διακριτή και απολύτως συνειδητή, αν όχι εγκεφαλική. Πρωταγωνιστικό ρόλο στους πίνακές του έχουν οι γυναίκες και μέλλουσες έφηβες, ενώ, καταφέρνει να αποδώσει τη γυμνή γυναικεία μορφή με σεβασμό, χωρίς όμως αυτή να στερείται τον ερωτισμό. Παρατηρούμε, επίσης, μια συναισθηματική απόσταση στο έργο του, ακόμα και στην περίπτωση που πρόκειται για οικεία σε αυτόν πρόσωπα. Η τέχνη του είναι ως επί των πλείστων ανθρωποκεντρική, με ελάχιστες νεκρές φύσεις και τοπία. Εμπνέεται από θέματα αρχέτυπα, τον έρωτα και τον θάνατο.

Πρόκειται, επομένως, για έναν καλλιτέχνη κλασσικό, του οποίου το έργο αποτελεί ένα κράμα της διαπολιτισμικής μνήμης και του δικού του παρελθόντος και παρόντος ταυτόχρονα. Οικειοποιήθηκε τα καινούρια εκφραστικά μέσα της εποχής με το στοιχείο της ελληνικής ιθαγένειας, ωστόσο να διαφαίνεται στο μεγαλύτερο κομμάτι της καλλιτεχνικής του πορείας. Η τελευταία περίοδος, αυτή της γεωμετρικής αφαίρεσης, φαίνεται να είναι πιο κοντά στα εκφραστικά μέσα που προτείνει ο μοντερνισμός, ακόμα και αν πρόκειται για μια εγκεφαλική πορεία προς την κατάκτησή τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Βούλγαρης Γ.,2019, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, Αθήνα: Πόλις
    Λαμπράκη Πλάκα Μ., 2017, Οι πρώτοι Έλληνες μοντερνιστές και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Αθήνα: Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
  • Λαμπράκη Πλάκα Μ., Μάλαμα Α., 2005, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΙΣ ΧΑΡΙΝ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ, Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριάννα Μητσιώτη
Μαριάννα Μητσιώτη
Γεννήθηκε το 1999 στην Θεσσαλονίκη. Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια του Ιστορικού Αρχαιολογικού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης, ενώ παράλληλα συμμετέχει και σε επιμορφωτικό πρόγραμμα Ιστορίας Τέχνης και Εικαστικών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την τέχνη του δρόμου (graffiti), με την δερματοστυξία και με την εναέρια τέχνη του τσίρκου, ενώ στο παρελθόν έχει ασχοληθεί και με το θέατρο.