Της Αντωνίας Πετρολέκα,
Η ελευθερία του λόγου και του Τύπου αποτελεί βασικό πυλώνα της Δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, στην Τουρκία, η σχέση μεταξύ της Κυβέρνησης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης έχει χαρακτηριστεί από πολυπλοκότητα και συνεχείς αντιφάσεις. Παρά τις νομικές διατάξεις, η ελευθερία του Τύπου στην Τουρκία επιδεινώθηκε σταθερά από το 2010, με αποκορύφωμα να αποτελεί η απόπειρα πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016. Η Κυβέρνηση του Recep Tayyip Erdoğan συνέλαβε εκατοντάδες δημοσιογράφους, κατέλαβε δεκάδες μέσα ενημέρωσης και εμπόδισε μέλη του Τύπου και τις οικογένειές τους να ταξιδέψουν. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η Τουρκία αντιπροσωπεύει, επί του παρόντος, το ένα τρίτο όλων των φυλακισμένων δημοσιογράφων στον κόσμο.
Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος Erdoğan και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), που κυβερνούν την Τουρκία από το 2002, γίνονται όλο και πιο αυταρχικοί τα τελευταία χρόνια, μέσω συνταγματικών αλλαγών, αλλά και φυλακίζοντας αντιπάλους και επικριτές. Η βαθιά οικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα και οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το 2023 έδωσαν στην Κυβέρνηση νέα κίνητρα για την καταστολή της διαφωνίας και τον περιορισμό του δημόσιου λόγου. Από το 2013, η Freedom House κατατάσσει την Τουρκία στις «μη ελεύθερες χώρες». Παράλληλα, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) κατέταξαν την Τουρκία στην 165η θέση, μεταξύ 180 χωρών.
Πραγματοποιώντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι περισσότερες διώξεις σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης αφορούσαν κατηγορίες δυσφήμισης κατά του Kemal Ataturk, της τουρκικότητας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους. Κάτω από την κυριαρχία του ΑΚΡ, αυτές έχουν αντικατασταθεί από διώξεις που περιλαμβάνουν υποτίμηση της θρησκείας, της Κυβέρνησης και δυσφήμισης κατά του Προέδρου. Η προσφυγή στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία, που επικαλούνταν συχνά τη δεκαετία του 1990, μειώθηκε κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του ΑΚΡ. Ωστόσο, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, η προσφυγή στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία έχει γίνει ακόμη πιο διάχυτη. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει μια αλλαγή όχι μόνο στο θέμα των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά και στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται. Αν και οι σωματικές επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων είναι σπάνιες, χιλιάδες ποινικές υποθέσεις υποβάλλονται, με αδύναμα προσχήματα, από πολιτικά πρόσωπα εναντίον σχεδόν οποιουδήποτε ασκεί κριτική στην Κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών, δημοσίων αξιωματούχων, οργανώσεων μέσων ενημέρωσης και χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι κατηγορούμενοι, σε αυτές τις περιπτώσεις, κρίνονται σχεδόν πάντα ένοχοι.
Όσον αφορά «την επίθεση» στην ελευθερία του λόγου, η Κυβέρνηση του ΑΚΡ έχει αναπτύξει έναν πολύ πιο λεπτό και εξελιγμένο μηχανισμό, που περιλαμβάνει διαφορετικές μεθόδους στην επιβολή λογοκρισίας. Πλέον, επικρατεί ένας σκληρός κυβερνητικός έλεγχος, τον οποίο ασκεί το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ οι επιθέσεις από φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης εναντίον δημοσιογράφων και εφημερίδων είναι συχνό φαινόμενο.
Στο πλαίσιο αυτής της νέας στρατηγικής, όλα γίνονται σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Πράγματι, ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται από εθνικά Δικαστήρια παραπέμπουν σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που το Δικαστήριο έκρινε ότι η νόμιμη παρέμβαση στις ελευθερίες είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι ποινικές διώξεις κινούνται, ως επί το πλείστον, από δικηγόρους που εκπροσωπούν πολιτικούς ή από υποστηρικτές του AKP κατά ιδιωτών. Ένα άλλο διαδεδομένο σενάριο είναι αυτό, στο οποίο οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες καλούν δημόσια τους εισαγγελείς να ξεκινήσουν ποινικές έρευνες κατά της αντιπολίτευσης.
Σχεδόν όλα τα αιτήματα των μελών της Κυβέρνησης ακολουθούνται από έρευνες, οι οποίες μετατρέπονται, τις περισσότερες φορές, σε κατηγορίες και διώξεις. Παράλληλα, με την αλλαγή στην προσέγγιση της Τουρκίας, όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, οι υποθέσεις που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης και του «συνεταιρίζεσθαι» έχουν επισύρει βαρύτερες ποινές. Έτσι, πολλά άτομα διώχθηκαν και καταδικάστηκαν για διάπραξη εγκλημάτων, τα οποία ουδέποτε τέλεσαν.
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, ένα σχετικά πρόσφατο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 2022, το οποίο υποτίθεται ότι έχει σχεδιαστεί για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και υπεγράφη γρήγορα σε νόμο, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις του στην ελευθερία της έκφρασης στη χώρα. Οι περισσότεροι τον χαρακτήρισαν ως νόμο λογοκρισίας, καθώς ενισχύει τον έλεγχο στις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στους διαδικτυακούς ιστότοπους ειδήσεων.
Η ανάγκη ρύθμισης του περιεχομένου του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι, ως ένα βαθμό, μια κατανοητή ανησυχία, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί «δίκοπο μαχαίρι». Η Τουρκία πρέπει να επιτύχει τη σωστή ισορροπία και να διασφαλίσει τις βασικές ελευθερίες, η ύπαρξη και προστασία των οποίων θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη. Δυστυχώς, η κατάσταση στην Τουρκία δε δείχνει σημάδια βελτίωσης, ενώ η λυσσαλέα προσπάθεια της Κυβέρνησης να καταπνίξει οποιαδήποτε κριτική και αντίδραση εναντίον της συνεχίζεται ακάθεκτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Türkiye, RSF, διαθέσιμο εδώ
- Turkey’s New Disinformation Law Affects More Than Meets the Eye, Carnegie, διαθέσιμο εδώ
- Censorship in Turkey, Wikipedia, διαθέσιμο εδώ
- Turkey: Freedom of Expression in Jeopardy: Violations of the rights of authors, publishers and academics under the State of Emergency, Research Gate, διαθέσιμο εδώ