Του Άρη Γλυκού,
Στο χρηματιστήριο, το πιο δυνατό «χαρτί» για έναν επενδυτή είναι η πληροφορία. Όσο πιο γρήγορη και ορθή είναι τόσο μεγαλύτερο πλεονέκτημα προσφέρει. Το πρόβλημα είναι ότι η πληροφορία, συνήθως, είναι προσβάσιμη, σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον, από μεγάλα στελέχη εταιρειών και κρατών.
Για την εξισορρόπηση της πληροφορίας, μέχρι έναν βαθμό, έχουν δημιουργηθεί οι οίκοι αξιολόγησης, που βαθμολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των χρεογράφων που έχουν κληθεί να κρίνουν. Οι αναλύσεις που προσφέρονται από αυτούς αποτελούν μια αποδεκτή βαθμολόγηση για πληθώρα χρεογράφων, που είναι διαθέσιμη για όλους τους εν δυνάμει επενδυτές. Με αυτόν τον τρόπο, ειδικευμένοι επιστήμονες του χρηματοοικονομικού κλάδου αναλύουν τα εκάστοτε χρεόγραφα, ώστε να αποκωδικοποιήσουν τους κρυφούς κινδύνους που είναι εμφανείς μόνο έπειτα από εκ βάθους ανάλυση.
Ο πρώτος οίκος αξιολόγησης των Η.Π.Α. ήταν η εταιρεία Moody’s Corporation. O ιδρυτής της, ο John Moody, εμπνευσμένος από οίκους αξιολόγησης στη Βιέννη και στο Βερολίνο, τη δημιούργησε με το όραμα να διαδώσει σημαντικές πληροφορίες στο επενδυτικό κοινό με μια παγκόσμια αναγνωρισμένη μορφή βαθμολόγησης. Η προσπάθεια του Moody, παρότι δεν ήταν πρωτότυπη, είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: στόχευε στην προσφορά της πληροφορίας αυτής σε όλους τους ανθρώπους, αποτελώντας τον λόγο που η εταιρεία συνεχίζει να πραγματοποιεί το έργο της ακόμη και σήμερα, ως μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κλάδο της. Οι αξιολογήσεις της αναγνωρίζονται παγκοσμίως, ενώ ανήκει και στις “Big Three” του κλάδου των οίκων αξιολόγησης.
Η Moody’s Investors Services ιδρύθηκε το 1909, η ιστορία της, όμως, αρχίζει το 1900. O Moody ίδρυσε πρώτα την εταιρεία John Moody and Company, η οποία δημοσίευε μια ανάλυση της αγοράς που ονομάστηκε Moody’s Manual of Industrial and Miscellaneous Securities και αφορούσε μετοχές και ομόλογα κρατών, οικονομικών οργανισμών και εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στον τομέα των εξορύξεων κ.λπ. Τα έσοδα για την εταιρεία προέρχονταν από την πώληση της ανάλυσης αυτής στο κοινό, ενώ, αργότερα, εφάρμοσε τη μέθοδο πληρωμής συνδρομής για την παροχή των αναλύσεών της. Η ανάλυση αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία μέχρι και το 1907, όταν αναγκάστηκε να παύσει τη λειτουργία, έπειτα από την κρίση που επηρέασε την οικονομία.
Το όνειρο του Moody συνεχίστηκε, μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, το 1909, με την εταιρεία Moody’s Analyses Publishing Company. Παράλληλα, με τη βαθμολόγηση μετοχών και ομολόγων, πραγματοποιήθηκε μια δημοσίευση αποκλειστικά για τον σιδηροδρομικό τομέα, που γνώριζε μεγάλη ανάπτυξη εκείνη την περίοδο. Η νέα αυτή εταιρεία, αντί να προσφέρει τις αναλύσεις, κοινοποιώντας τις σε όλους, άρχισε να χρεώνει μια συνδρομή και να είναι διαθέσιμη μόνο για τους πολίτες που ενδιαφέρονταν για το θέμα αυτό και επιθυμούσαν να ενημερωθούν.
H δεύτερη αυτή προσπάθεια ευόδωσε γρήγορα, δημιουργώντας ισχυρές βάσεις. Μέχρι το 1924 η εταιρεία περιλάμβανε στην ανάλυσή της τη βαθμολόγηση μεγάλου μέρους ομολόγων της αμερικανικής αγοράς. Το 1914 πραγματοποίησε και μια αλλαγή της επωνυμίας της στο όνομα που διατηρεί μέχρι και σήμερα Moody’s Investors Services.
Η επιτυχία της ήταν τόσο σημαντική και ο τομέας ιδιαίτερα πρωτοποριακός, ώστε από την περίοδο 1916 μέχρι 1924 οι υπόλοιποι “Big Three”, δηλαδή η Fitch, η Poor και η Standard (που άρχισαν ως δύο διαφορετικές εταιρείες αρχικά) ιδρύθηκαν, για να πάρουν ένα μερίδιο της αγοράς από τον αναδυόμενο τομέα των οίκων αξιολόγησης.
Οι επόμενες δεκαετίες ανέδειξαν τη σημασία των οίκων αξιολόγησης και ειδικότερα της Moody’s, που αποτελεί πρωτοπόρο στον τομέα αυτόν. Οι επενδυτές αναζητούσαν μεγαλύτερη διαφάνεια και ασφάλεια για τις επενδύσεις και για τα διάφορα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως τις τράπεζες. Η ανάγκη αυτή των επενδυτών έγινε πραγματικότητα μέσω διαφόρων νομοθεσιών, με κυριότερη μια νομοθεσία του 1936 που απαιτούσε οι τράπεζες να επιλέγουν ασφαλείς επενδύσεις, όπως αυτές βαθμολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης, επικυρώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν τη σημασία των οίκων αξιολόγησης και αναδεικνύοντας τον όρο «επενδυτική βαθμίδα». Επομένως, μετά την εξέλιξη αυτήν, πέρα από την πληροφορία που προσφέρουν στους επενδυτές, οι αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης είναι ουσιαστικές και για τις τράπεζες, καθώς καθορίζουν τα χρεόγραφα, στα οποία μπορούν αυτές να επενδύουν.
Η σταθερή παραγωγή εμπεριστατωμένων αναλύσεων από τη Μoody’s και τους λοιπούς οίκους αξιολόγησης ενέπνεε συνεχώς όλο και περισσότερη εμπιστοσύνη στους επενδυτές για τις αναλύσεις τους, οι οποίες άρχισαν να επιδρούν σημαντικά και στις αποφάσεις ιδιωτών επενδυτών. Πλέον, οι οίκοι αξιολόγησης αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι των αγορών.
Το 1962 η εταιρεία εξαγοράστηκε από την εταιρεία Dun & Bradstreet. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο εταιρείες ειδικεύονταν στην ανάλυση πιστοληπτικής ικανότητας, σε διαφορετικό, βέβαια, πλαίσιο (η Dun & Bradstreet δραστηριοποιούνταν, κατά βάση, στην ανάλυση ρίσκων, κυρίως, επιχειρήσεων και ιδιωτών, ενώ η Moody’s παρείχε την ίδια υπηρεσία σε πιο ευρεία κλίμακα, αναλύοντας την αξιοπιστία κρατών), συνέχισαν να πραγματοποιούν τη δραστηριότητά τους ξεχωριστά, ως διαφορετικοί κλάδοι της ίδιας οντότητας.
Η δραστηριότητα των εταιρειών αξιολόγησης επεκτάθηκε και εξειδικεύτηκε σε τέτοιο βαθμό που περιλάμβανε συγκεκριμένες δραστηριότητες των τραπεζών, όπως την ασφάλεια των καταθέσεων πέρα από τα χρεόγραφα. Η δεκαετία του 1970 ήταν κρίσιμη για τους οίκους αξιολόγησης και για τη Moody’s, με τον κλάδο να εμφανίζει τις πρώτες παθογένειες, που, αργότερα, θα οδηγούσαν στο χείλος της καταστροφής ακόμα και την παγκόσμια οικονομία.
Ο κλάδος της αξιολόγησης χρεογράφων συνέχιζε να επεκτείνεται, όμως, οι τεχνολογικές εξελίξεις, όπως τα φωτοτυπικά μηχανήματα, κατέστησαν πολύ εύκολο τον διαμοιρασμό τον αναλύσεων με την πληρωμή μόνο μιας συνδρομής. Επομένως, οι πελάτες μπορούσαν να βρουν διαθέσιμες τις αναλύσεις με πολύ μικρό κόστος ή ακόμα και δωρεάν από άλλους πελάτες, αφού, πλέον, δεν πλήρωναν την εργασία των οίκων αξιολόγησης, αλλά την εκτύπωση. Η κατάσταση αυτή μείωσε σημαντικά τα έσοδα των οίκων αξιολόγησης. Για τον λόγο αυτόν, οι εκδότες των διαφόρων χρεογράφων κλήθηκαν να καλύψουν τα κόστη των οίκων αξιολόγησης, για να βαθμολογηθούν τα χρεόγραφά τους. Απόρροια της αλλαγής αυτής ήταν η δημοσίευση όλων των αναλύσεων, ώστε να είναι διαθέσιμες από όλους, φτάνοντας πιο κοντά στο όραμα του ιδρυτή της από ποτέ. Παράλληλα, όμως, εμφανίστηκαν τα πρώτα ψήγματα αμφισβήτησης του συστήματος αξιολόγησης, αφού πλέον οι πελάτες των οίκων δεν ήταν οι επενδυτές, αλλά οι εκδότες. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, να αναδυθούν σημαντικά προβλήματα.
Παρά τον εμφανή κίνδυνο που είχε ο νέος αυτός τρόπος λειτουργίας της Moody’s, η εταιρεία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Η απαγκίστρωση των νομισμάτων, γενικά, από τον χρυσό το 1971 συνέλαβε στην παγκοσμιοποίηση των κεφαλαιακών και χρηματιστηριακών αγορών. Η νέα αυτή οικονομική πραγματικότητα αύξησε σημαντικά τον αριθμό των εκδοτών χρεογράφων και, επομένως, και τους πελάτες των οίκων αξιολόγησης.
Το 1975, το SEC αναγνώρισε, πλέον, επίσημα τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης και, φυσικά, τη Moody’s, ως εθνικές στατιστικές υπηρεσίες βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. H αναγνώριση αυτή ήρθε έπειτα από αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο για τις χρηματιστηριακές εταιρείες και τους χρηματιστές. Σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, οι εταιρείες αυτές θα πρέπει να έχουν κάποια κεφάλαια σε χρεόγραφα που έχουν λάβει ορισμένη βαθμολόγηση από τους οίκους αξιολόγησης. Δηλαδή, οι αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης θεωρήθηκαν εκείνη την περίοδο αρκετά φερέγγυες για την αμερικανική Κυβέρνηση.
Οι θετικοί «άνεμοι» βοήθησαν στην εξάπλωση της Moody’s σε όλη την υφήλιο, ανοίγοντας γραφεία σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην ασιατική ήπειρο. Τα τέλη του 20ου αιώνα και οι αρχές του 21ου αιώνα είχαν ανάμεικτα αποτελέσματα για την εταιρεία. Το 1998 το εκδοτικό κομμάτι της εταιρείας πωλήθηκε στην εταιρεία Financial Communications, ενώ το 2000 πραγματοποιήθηκε η αρχική δημόσια εγγραφή (I.P.O.) της Moody’s, με τη μετοχή της τα επόμενα χρόνια να έχει ραγδαία αύξηση, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αξία των δραστηριοτήτων της.
Παράλληλα με τις παραπάνω θετικές εξελίξεις, υπήρχαν σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στη φήμη της εταιρείας, που επηρέασαν την αξιοπιστία των αξιολογήσεών της. Σημαντικότερο πλήγμα για την εταιρεία και, γενικά, για τον κλάδο των οίκων αξιολόγησης αποτέλεσε η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων στις Η.Π.Α. Οι αξιολογήσεις που παρείχαν οι εταιρείες αποδείχθηκαν λανθασμένες και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη σε αυτές, καθώς αποδείχθηκε ότι χρεόγραφα με πολύ υψηλή αξιολόγηση θα έπρεπε να ήταν στην κατώτατη βαθμίδα. Επιπρόσθετα, η εταιρεία αμφισβητήθηκε αρκετές φορές από εκδότες ομολόγων που έλαβαν μη ευνοϊκές αξιολογήσεις και αναγκάστηκαν να πληρώνουν μεγαλύτερα επιτόκια σε όσους επενδυτές τα αγόρασαν.
Σήμερα, η εταιρεία φαίνεται να έχει διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και να μην περιορίζεται από την αμφιλεγόμενη μέθοδο πληρωμής για την παροχή των υπηρεσιών της. Η Moody’s αποτελεί μια από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες αξιολόγησης, ανήκοντας δικαιωματικά στις “Big Three”, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται οι αξιολογήσεις της παγκοσμίως. Συγχρόνως, διατηρεί μια πιο συντηρητική στάση απέναντι στους εκδότες που αναλύει τα χρεόγραφά τους, όπως φαίνεται και από την πρόσφατη αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου. Παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε τις θετικές μεταβολές στην ελληνική οικονομία, δεν έχει πεισθεί ακόμη ότι διαθέτει τα κατάλληλα στοιχεία, για να αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Κλείνοντας, η εταιρεία, πλέον, διαγράφει τη δική της πορεία, παράλληλα με τους λοιπούς οίκους αξιολόγησης, έχοντας, όμως, στο επίκεντρο το όραμα του ιδρυτή της, John Moody, να προσφέρει, δηλαδή, αναλύσεις βασισμένες στα διαθέσιμα γεγονότα, χωρίς να επηρεάζεται από τις διάφορες πιέσεις των εκδοτών και των επενδυτών. Ενδεικτικά, το 2021 μπήκε στη λίστα των 500 μεγαλύτερων εταιρειών των Η.Π.Α., επιβεβαιώνοντας τη σημαντική της θέση στην παγκόσμια αγορά. Παρόλα αυτά, ο κλάδος των οίκων αξιολόγησης αναμένεται να γνωρίσει πολλές αλλαγές στο μέλλον, διότι οι “Big Three” έχουν δημιουργήσει ένα «μονοπώλιο» με την ποιότητα των αναλύσεών τους, πραγματοποιώντας το 90% όλων των αναλύσεων. Αυτό έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει τα πρώτα μεγάλα βήματα, για να φέρει και άλλους παίκτες στο παιχνίδι, με την αναγνώριση, πέρα από τους Big Three, και δύο άλλων οίκων αξιολόγησης (DBRS και Scope Ratings).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Moody’s insight and analysis has helped drive better decisions for over 100 years, moodys.com, διαθέσιμο εδώ
- Οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας: Ελευθερία χωρίς όρια;, ekyklos.gr, διαθέσιμο εδώ
- The end of the Bretton Woods System (1972–81), imf.org, διαθέσιμο εδώ