Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Είναι πλέον αναμφισβήτητο πως μια οικονομία κατακλύζεται, συνήθως, από εξωτερικότητες, δηλαδή η ενέργεια μια οικονομικής μονάδας, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για επιχείρηση, είτε το κράτος, μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά μια άλλη οικονομική μονάδα, εκτός του πλαισίου του μηχανισμού της αγοράς. Τις αρνητικές, λοιπόν, εξωτερικότητες προσπαθούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να τις εξαλείψουν ή έστω να τις μετριάσουν, με σκοπό την πιο εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Ωστόσο, οι προστατευτικού τύπου παρεμβάσεις που πραγματοποιεί το κράτος στην πλειονότητά τους δεν έχουν ωφελιμιστικό χαρακτήρα, όπως πολλοί θεωρούν, αλλά ευνοούν συγκεκριμένες μειονοτικές ομάδες.
Μία «εξωτερικότητα» που παρατηρείται στο διεθνές εμπόριο είναι το φαινόμενο του dumping. Από τη στιγμή που οι αγορές δεν είναι τελείως ολοκληρωμένες, αφού υπάρχουν τριβές μεταξύ των συναλλαγών (δηλαδή τα κόστη συναλλαγών πολλές φορές δεν είναι αμελητέα και τα αντισυμβαλλόμενα μέρη δεν είναι εξίσου ή/και πλήρως πληροφορημένα), οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μπορούν να διαφοροποιήσουν τις τιμές τους σε διαφορετικές αγορές. Τιμολογούν ένα συγκεκριμένο είδος προϊόντος ή υπηρεσίας ανάλογα με το τι μπορεί να αντέξει οικονομικά ο πελάτης κάθε χώρας. Επιπλέον, το κόστος εμπορίου επηρεάζει τις αποφάσεις των επιχειρήσεων απέναντι στον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν σε μια αγορά που δραστηριοποιούνται. Συνεπώς, όταν μια επιχείρηση θέλει να επεκταθεί σε μια νέα ξένη αγορά, στην οποία έχει μεγαλύτερο οριακό κόστος (=το πρόσθετο κόστος που πηγάζει από την αύξηση της παραγωγής κατά μία μονάδα) και αντιμετωπίζει πιο έντονο ανταγωνισμό, λόγω του μικρού μεριδίου της αγοράς που θα κατέχει στο ξεκίνημα του ανοίγματός της, περιορίζει το περιθώριο κέρδους της σε αυτήν την αγορά. Αυτή η τιμολογιακή συμπεριφορά της αλλοδαπής επιχείρησης ονομάζεται dumping.
Οι μορφές dumping που παρατηρούνται στο παγκόσμιο εμπόριο, εν γένει, είναι τέσσερις: (1) Sporadic dumping: η εταιρεία αποσύρει από την εγχώρια αγορά τα πλεονάζοντα αποθέματά της, για να στηριχθεί η τιμή του προϊόντος και να διατηρηθεί η ανταγωνιστική της θέση, προωθώντας τα πολλές φορές σε ξένες αγορές με μικρή ζήτηση σε χαμηλότερες τιμές, (2) Predatory dumping: η εταιρεία πουλά τα προϊόντα της σε μια ξένη αγορά με μόνιμα χαμηλότερη τιμή από την εγχώρια, με σκοπό να αυξήσει γρήγορα το μερίδιό της στη νέα αγορά και εδραιωθεί, (3) Persistent dumping: μια χώρα πουλάει σταθερά προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή στην ξένη αγορά από τις εγχώριες τιμές, όταν η ζήτησή του στην ξένη αγορά είναι γενικά σταθερή από περίοδο σε περίοδο, (4) Reverse dumping: η εταιρεία χρεώνει υψηλότερες τιμές στις αγορές του εξωτερικού απ’ ό,τι στην εγχώρια αγορά, λόγω μικρής ελαστικότητας στη ζήτηση του αγαθού ως προς την τιμή.
Για πολλούς το dumping θεωρείται μια πρακτική αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς είναι μια μορφή διάκρισης τιμών που προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά εισαγωγής. Ωστόσο, το dumping θεωρείται νόμιμο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (Π.Ο.Ε.) εκτός εάν η ξένη χώρα μπορεί να δείξει αξιόπιστα τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει προκαλέσει η εξαγωγική εταιρεία στους εγχώριους παραγωγούς της ή καθυστερεί στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού στον (εγχώριο) κλάδο και να αποδείξει ότι η τιμή του εξαγωγέα στην ξένη αγορά είναι πολύ χαμηλότερη από την εγχώρια τιμή του.
Για να αντιμετωπίσουν το dumping και να προστατεύσουν τις εγχώριες βιομηχανίες τους από ανταγωνιστικές τιμές, τα περισσότερα κράτη επιβάλλουν δασμούς και ποσοστώσεις. Όταν, γενικότερα, υπάρχει αυτή η τάση του προστατευτισμού, οι (μεγάλες) επιχειρήσεις που κάνουν εισαγωγές στην εκάστοτε χώρα το εκμεταλλεύονται για να «σκοτώσουν» τον ανταγωνισμό, αναφέροντας τις πρακτικές αυτές από την ανταγωνίστριά τους, που π.χ. δραστηριοποιείται στη χώρα εισαγωγής και εξάγει, παράλληλα, τα προϊόντας της σε ξένες αγορές με χαμηλότερη τιμή. Συνήθως, όταν μια εταιρεία θέλει να καταγγείλει μια ανταγωνίστριά της για dumping, συγκεντρώνει στοιχεία και υποβάλει καταγγελία στη σχετική εποπτική-ρυθμιστική αρχή. Αν αποδειχθεί ότι ασκούνται πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού μέσω του dumping, η εταιρεία που έχει παραβεί τους κανόνες πληρώνει συνήθως πρόστιμο τη διαφορά των διακριτών τιμών στην ξένη και εγχώρια αγορά επί τις ποσότητες που έχει εξάγει.
Όταν οι αντι-dumping πολιτικές χρησιμοποιούνται με σύνεση, αυτές οι αναφορές μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία των τοπικών επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, από τις αρνητικές επιπτώσεις του dumping από μεγάλες πολυεθνικές (όταν ξένες εταιρείες πωλούν τα προϊόντα τους σε τεχνητά χαμηλές τιμές στην εγχώρια αγορά, προκαλώντας σημαντική ζημιά στους εγχώριους παραγωγούς). Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει αρκετά συχνά είναι να αντιδρούν μεγάλες επιχειρήσεις, που φοβούνται για την απώλεια της ισχυρής τους μονοπωλιακή ισχύς στην αγορά, ασκώντας πιέσεις στις εποπτικές αρχές. Διαθέτουν τους πόρους και έχουν ένα σημαντικό μερίδιο στην αγορά ώστε οι έρευνες για αντι-dumping να φέρουν συνήθως αποτελέσματα. Στον αντίποδα, οι μικρότερες εταιρείες, ιδίως εκείνες που εξαρτώνται από εισαγόμενα αγαθά, μπορούν να αντιμετωπίσουν σημαντική πρόκληση εάν πρέπει να αμυνθούν έναντι αυτών των αναφορών. Επίσης, πολλές φόρες γίνεται και κατάχρηση, υποβάλλοντας παραπλανητικές αναφορές για να αποκτήσουν πλεονέκτημα. Αυτές οι αναφορές δεν υποκινούνται πάντα από εύλογες ανησυχίες, αλλά μάλλον χρησιμεύουν ως στρατηγικό εργαλείο για την προστασία της κυριαρχίας τους στην αγορά.
Τέλος, να αναφέρουμε πως η συμπεριφορά της επιχείρησης που ασκεί στρατηγική dumping δεν διαφέρει από αυτήν των ξένων επιχειρήσεων που ανταγωνίζεται στην αγορά του εξωτερικού, καθώς θέτει το ίδιο ακριβώς περιθώριο κέρδους επί του οριακού κόστους με αυτές. Η υπεύθυνη χρήση μέτρων αντι-dumping μπορεί να ενθαρρύνει τις υγιείς εμπορικές πρακτικές, να προωθήσει την οικονομική σταθερότητα και τις αμοιβαία επωφελείς σχέσεις μεταξύ των χωρών, αποφεύγοντας τις αδικαιολόγητες εμπορικές εντάσεις και τον προστατευτισμό. Η «αναγκαία» εποπτεία και παρέμβαση πρέπει, εξάλλου, να υπάρχει όχι τόσο για οικονομικούς λόγους, αλλά για πολιτικούς. Δεν χρειάζονται, όμως, περιττές παρεμβάσεις, δασμοί και ποσοστώσεις, που υπονομεύουν την οικονομική ελευθερία και τη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης για όλους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Paul R. Krugman, Maurice Obstfled, Marc J. Melitz, Διεθνής Οικονομική: Θεωρία και Πολιτική, 4η βελτιωμένη έκδοση, Εκδόσεις Κριτική, 2016
- Dumping, corporatefinance.com, διαθέσιμο εδώ
- The Business Impact Of Anti-Dumping Petitions, forbes.com, διαθέσιμο εδώ