Της Μαρίας Κουλούρη,
Η ελληνική λογοτεχνία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας. Τα ηθογραφικά αυτά έργα, όπως ονομάζονται, αποτελούν διαχρονική συγγραφική παραγωγή των Ελλήνων λογοτεχνών, οι οποίοι προσαρμόζουν τα έργα και τους χαρακτήρες τους στα ήθη και τις συνήθειες της κάθε εποχής. Η πλοκή τους, πολλές φορές, παρουσιάζει στοιχεία δραματικά, κωμικά, αλλά και αστυνομικά. Το μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ Silver Alert, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, θα μπορούσαμε να πούμε πως θυμίζει ένα ηθογραφικό αστυνομικό έργο προσαρμοσμένο στο σήμερα.
Η Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954 και είναι κόρη του συγγραφέα και πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα. Οι σπουδές της, ως προς το περιεχόμενό τους, μπορούν να χαρακτηριστούν ποικίλες, αφού αφορούν τον χορό (Ελλάδα και Rambert Schol of Ballet and Contemporary Dance – Λονδίνο), ενώ το 1975 απέκτησε δίπλωμα διδασκαλίας χορού από τη Σχολή Γρηγοριάδου στην Αθήνα. Επίσης, οι σπουδές της συνεχίστηκαν στον τομέα της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας (Κολέγιο Deree – Αθήνα 1976), αλλά και στην Κοινωνική Ψυχολογία (London School of Economics and Political Science – 1978). Εργάστηκε ως ψυχολόγος στην ιδιωτική εκπαίδευση (1978-1994), ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε το συγγραφικό της έργο με το βιβλίο Μαθαίνοντας τα παιδιά να συνεργάζονται (Θυμάρι, 1983). Έργα της, μεταξύ άλλων, είναι τα: Το Ξέφωτο (2000), Ανοιχτή Γραμμή (2005) και Εγκλήματα στον Παράδεισο (2017). Στο ενεργητικό της κατέχει το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων 2001 για το μυθιστόρημα Το Ξέφωτο και πολλές ακόμα υποψηφιότητες. Τέλος, είναι διευθύντρια της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 45 κεφάλαια, στα οποία περιγράφεται η προσπάθεια του αστυνομικού της Ασφάλειας Ιωαννίνων, Περικλή Γαλάνη, να διαλευκάνει μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας ιερών εικόνων και βυζαντινών κειμηλίων. Όμως, η ληστεία αυτών των σημαντικών αντικειμένων, που κλάπηκαν από ένα ξωκλήσι στο χωριό Παράδεισος των Ιωαννίνων, δεν είναι η μόνη υπόθεση που τον απασχολεί. Την ίδια χρονική περίοδο, εξαφανίζεται η σύζυγος ενός επιχειρηματία της περιοχής, η Κασσάνδρα Ζιόβα, αλλά και βρίσκεται νεκρός ο Λάλος, ο οποίος διατηρούσε παράνομη σχέση με την Κασσάνδρα. Η αρραβωνιαστικιά του Περικλή, Μαρία, αποφασίζει να τον βοηθήσει με τις υποθέσεις, έχοντας την αρωγή μιας καλής της φίλης. Στην πορεία, φανερώνεται ότι η Κασσάνδρα βρίσκεται τραυματισμένη και αιχμάλωτη σε μια αποθήκη με πολλά ξύλινα κιβώτια, στα οποία βρίσκονται τα ιερά κειμήλια και οι βυζαντινές εικόνες που είχαν κλαπεί. Κάθε μέρα 4 άτομα μεταφέρουν κιβώτια από την αποθήκη σε μεγάλα φορτηγά, ώστε να τα διοχετεύσουν στο εξωτερικό.
Όπως αποδεικνύεται στο τέλος, οι 3 υποθέσεις που αρχικά φαίνονταν άσχετες μεταξύ τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες η μία με την άλλη. Η πλοκή του μυθιστορήματος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αφού θα μπορούσε να θυμίζει μια καλογυρισμένη αστυνομική ταινία. Η ροή του βιβλίου βρίθει από ανατροπές και συγκλονιστικά γεγονότα, τα οποία «παρασύρουν» τον αναγνώστη στο να αισθάνεται σαν να τα βιώνει ο ίδιος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο το αστυνομικό με το διακριτικά κωμικό στοιχείο, μέσα από την ηθογράφηση ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας του σήμερα.