Της Αναστασίας Αποστολίδου,
Σε μια εποχή που οι επιστήμες της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας εντρυφούν όλο και βαθύτερα στα ζητήματα των ανθρωπίνων σχέσεων και της κοινωνικότητας, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια αναδρομή στο παρελθόν και, ειδικότερα, στον 19ο και 20ο αιώνα, οπότε ο Arthur Schopenhauer και ο Sigmund Freud, αντίστοιχα, επιχείρησαν να μελετήσουν επιστημονικά τη φύση και τη λειτουργία των διαπροσωπικών επαφών. Ο ιδεαλιστής φιλόσοφος και ο διακεκριμένος ψυχίατρος χρησιμοποίησαν, με διαφορά ενός αιώνα, αλλά με κοινή θεωρητική βάση, ένα παράδειγμα «αντλημένο» από το φυσικό περιβάλλον. Ο Schopenhauer, που πρώτος διατύπωσε αυτή τη συμβολική ιστορία, περιέγραψε μια ομάδα από σκαντζόχοιρους, που μια παγερή χειμωνιάτικη ημέρα αναζητούσαν τρόπους να ζεσταθούν, αφού, μάλιστα, είχε προηγηθεί ο θάνατος ενός από αυτούς, ως απόρροια του ανυπόφορου κρύου. Ως προτεινόμενη λύση δόθηκε η ιδέα να μαζευτούν ο ένας δίπλα στον άλλον, ώστε να παράξουν μεγαλύτερη θερμότητα, απόφαση που, εν τέλει, κατέστησε αδύνατες τις περαιτέρω στενές σχέσεις τους, καθώς, άθελά τους, αλληλοτραυματίζονταν, λόγω των αιχμηρών τους αγκαθιών.
Η σύντομη προαναφερθείσα ιστορία λειτουργεί σε παραλληλισμό με το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι απέναντι στην ασφάλεια της μοναξιάς και της αποστασιοποίησης, αλλά και στον κίνδυνο που εγκυμονεί η ανθρώπινη οικειότητα. Οι δύο επιστήμονες ισχυρίστηκαν πως κάθε ανθρώπινη σχέση είναι εγγενώς καταδικασμένη στην φθορά και τη σήψη. Αναλυτικότερα, μια απόπειρα διαπροσωπικής σύνδεσης, όσο ωριμάζει βαθύτερα και ουσιαστικότερα, δεν καθίσταται επιτεύξιμη δίχως τον ανθρώπινο ψυχικό τραυματισμό ως αποτέλεσμα σφοδρών συγκρούσεων. Εστιάζοντας κατά κόρον στη φιλοσοφική υφή της συγκεκριμένης θεωρίας, μπορούμε να μελετήσουμε μια διττή οπτική του προβληματισμού: Πρωταρχικά, σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος πρέπει να επιδίδεται στη θέρμη της συντροφικότητας και της εγγύτητας, εκουσίως διακινδυνεύοντας να πληγωθεί αλλεπάλληλα, ή οφείλει να απαρνηθεί μερικώς το κοινωνικό του ένστικτο και να υποκύψει στην καθησυχαστική βεβαιότητα της ασφάλειας και την απάρνηση της τρωτότητάς του; Και, δευτερευόντως, πώς οι δυνητικές στάσεις απέναντι στο δίλημμα αποκτούν κοινωνικές αναφορές και μπορούν, ενδεχομένως, να επηρεάσουν την κοινωνική δομή και τις ανθρωπολογικές θεωρήσεις;
Σε αυτό το σημείο, προτού προσεγγιστεί η πρώτη εκ των δύο εκφάνσεων του προβληματισμού, είναι θεμελιώδες να επισημανθεί πως δεν υφίσταται μια πάγια, αντικειμενικά ορθή, απάντηση στο δίλημμα, παρά αποτελεί περισσότερο μιας μορφής ρητορικό ερώτημα, το οποίο μπορεί εν δυνάμει να απαντηθεί, σύμφωνα με τα προσωπικά φίλτρα και κριτήρια του εκάστοτε ατόμου. Εντούτοις, θα ήταν δόκιμο να ανακαλέσουμε δύο διαφορετικά αποφθέγματα, αναφορικά με το θέμα της συνύπαρξης και συμπόρευσης με τους γύρω μας. «Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι θηρίο ή θεός», υποστήριξε ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, εννοώντας πως ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την τελείωσή του μόνο σε ένα περιβάλλον οργανωμένης κοινωνίας, συνεπώς και με προαπαιτούμενο την υγιή αλληλεπίδραση με τους συμπολίτες του. Με μια πιο υπαρξιστική αφετηρία, ο Jean-Paul Sartre, στο θεατρικό του έργο με τίτλο «Κεκλεισμένων των θυρών» αναφέρει πως «Η κόλαση είναι οι άλλοι» και «υιοθετεί» μια απαισιόδοξη θέση για τις ανθρώπινες σχέσεις, η οποία, όμως, δεν καταλήγει μηδενιστική, εφόσον ο ίδιος είπε: «Πιστεύεται ότι αυτό που εννοούσα ήταν πως οι σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους είναι πάντα δηλητηριασμένες, κορεσμένες σχέσεις. Αλλά αυτό που εννοώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Θέλω να πω ότι εάν οι σχέσεις με κάποιον άλλο είναι προβληματικές, τότε αυτό το άλλο άτομο μπορεί να γίνει για μας η κόλαση.»
Παραθέτοντας μια τρίτη, τελευταία θεώρηση, αντλώντας από την Ρωσική υπαρξιστική λογοτεχνία, θα ολοκληρώσω τη ροή της σκέψης μου για το πρώτο ζήτημα: «Ω, ας είστε ευλογημένη, ακριβό μου κορίτσι, που δε με διώξατε απ’ την πρώτη στιγμή και που μπορώ τώρα να πω ότι στη ζωή μου έζησα έστω και δύο βράδια», απευθύνει ο κεντρικός ήρωας του Fyodor Dostoevsky στις «Λευκές Νύχτες», την ώρα που, για πρώτη φορά στη ζωή του, βίωσε τη στοργικότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας, συνεπώς και τη μοναδική του στιγμή ευτυχίας. Όσο αποκαρδιωτικά επίπονες, προβληματικές και βλαβερές μπορούν να καταλήξουν οι διαπροσωπικές σχέσεις και όση ασφάλεια και ηρεμία στερούν, δεν παύουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επίγειας εμπειρίας. Τα ανάμεικτα αισθήματα οδύνης, χαράς, αγανάκτησης, αγάπης, νοσταλγίας, απογοήτευσης που προσφέρουν, είναι μια έμμεση δοκιμασία για τον ίδιο τον άνθρωπο, να αναλογιστεί ποια είναι η πραγματική του θέση στο πλαίσιο των σχέσεων που αναπτύσσει, πως δύναται να τις βελτιώσει, αλλά και να αποδεχτεί την ιδιαίτερη, αμφίσημη φύση τους. Εάν υπάρχει ένα στοιχείο που μπορεί να προφυλάξει το ευάλωτο των ανθρωπίνων συναισθημάτων, αυτό είναι τα όρια, δηλαδή η διατήρηση της ταυτότητάς μας, δίχως τη διακύβευση της ολιστικής αφομοίωσης σε συνδυασμό με την επίγνωση των αναμενόμενων στιγμών αδυναμίας για ουσιαστική επαφή και, αντίστοιχα, των στιγμών πηγαίας δεκτικότητας στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση.
Διευρύνοντας στην κοινωνική οπτική του διλήμματος, είναι πρόδηλο πως η ανθρώπινη συνύπαρξη εξυπηρετεί το σκοπό της συγκρότησης και, εν συνεχεία, διατήρησης ενός κοινωνικοπολιτικού συνόλου. Καμία οργανωμένη κοινωνία δεν θα μπορούσε να βρει πρόσφορο έδαφος, εάν δεν υφίστατο η στοιχειώδης διαπροσωπική επικοινωνία. Ακόμη και στο υποθετικό σενάριο της δυνατότητας ύπαρξης μιας τέτοιας κοινωνίας, η κοινωνική αποξένωση και οικειοθελής απομόνωση των μελών που συνιστούν το σύνολο, θα επανέφερε τον κοινωνικό ιστό σε μια πρωτόγονη κατάσταση, εφόσον είναι ανέφικτη η πρόοδος σε μια κοινωνία-αρνητή στον πλουραλισμό και —πόσο μάλλον— στη στοιχειώδη ανταλλαγή ιδεών και κοινών βιωμάτων. Περαιτέρω, το βιολογικά έμφυτο ένστικτο για κοινωνική αλληλεπίδραση ωθεί ασυναίσθητα τους ανθρώπους σε συσπείρωση. Όπως οι σκαντζόχοιροι στην αλληγορία μας επέλεξαν να έρθουν πιο κοντά, χάρη στο ένστικτο της επιβίωσης, αναλογικά και οι άνθρωποι, σαν να μας τραβά μια αόρατη κλωστή, είμαστε παντοτινά συνδεδεμένοι και εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, απολαμβάνοντας τα προνόμια της ύπαρξής μας και μαθαίνοντας να διαχειριζόμαστε τα ελαττώματα και τις ατέλειες της πλάσης μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Dostoevsky, F. (2021), «Λευκές Νύχτες», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
- Sartre, J.-P. (1995), «Κεκλεισμένων των θυρών», Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα