Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Οι Γενουάτες, μέχρι περίπου τα μέσα του 14ου αιώνα, δρούσαν με τρόπο παρόμοιο με αυτόν των Βενετών πριν την άλωση του 1204. Κύριος σκοπός τους, όπως ήταν αναμενόμενο, αποτελούσε η οικονομική εκμετάλλευση του Βυζαντίου προς δικό τους όφελος. Ως φυσική απόρροια, το εμπόριο των Ελλήνων ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τις ναυτικές δημοκρατίες.
Ο Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο με πραξικόπημα εκμεταλλευόμενος την, τότε, νεαρή ηλικία του ορθότερου διαδόχου Ιωάννη Παλαιολόγου, προσπάθησε να επαναφέρει την εμπορική αυτονομία της αυτοκρατορίας. Οι απόπειρές του δεν είχαν κανένα θετικό αποτέλεσμα και αντιθέτως οδήγησαν σε πόλεμο με του Γενουάτες του Πέραν, αναγκάζοντάς τον να συμμαχήσει με τους Βενετούς και τους Καταλανούς. Αντιθέτως, όταν ο Παλαιολόγος είχε πλέον ενηλικιωθεί, επιστράτευσε τον Γενουάτη πειρατή Φραγκίσκο Γατελούζο προκειμένου να διεκδικήσει τα αυτοκρατορικά του δικαιώματα, υποσχόμενος να του δώσει το χέρι της αδελφής του, Μαρίας Παλαιολογίνας, αν κατάφερνε να τον ανεβάσει στον θρόνο.
To 1354 τα στρατεύματα του Ιωάννη εισέβαλαν στην Κωνσταντινούπολη και την ανακατέλαβαν εκ μέρους του Παλαιολόγου. Ο Λέσβιος ιστορικός Δούκας, σε αντίθεση με τον Καντακουζηνό στα απομνημονεύματά του, ισχυρίζεται πως η συμβολή του Φραγκίσκου ήταν καθοριστικής σημασίας για την νίκη του Παλαιολόγου, ισχυριζόμενος πως κατάφερε να ξεγελάσει τους φρουρούς της πύλης στο να την ανοίξουν. Έχοντας φορτώσει τα καράβια του με λάδι, παρίστανε τον έμπορο με τελικό προορισμό την Μαύρη Θάλασσα και ζήτησε καταφύγιο στην πόλη, ισχυριζόμενος πως ένα από τα καράβια του βυθίστηκε στην πορεία. Μόλις εισήλθε στην πόλη και περίμενε να νυχτώσει, κατέλαβε με Λατίνους τους στρατιώτες του και τους Βυζαντινούς του Ιωάννη έναν από τους πύργους και διέταξε τα υπόλοιπα στρατεύματα εκτός των τειχών να επιτεθούν. Μέχρι το πρωί, η πόλη ανήκε στον Παλαιολόγο.
Όπως είχε συμφωνηθεί, ο Φραγκίσκος παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα και του δόθηκε το νησί της Λέσβου ως προίκα. Αφού γιόρτασαν τον γάμο, το ζεύγος Φραγκίσκου και Μαρίας απέπλευσε για το νέο του σπίτι το 1355, σηματοδοτώντας την έναρξη της λατινικής ηγεμονίας της Λέσβου.
Αν και η Λέσβος ανέκαθεν ήταν εύφορη, οι Γατελούζοι δεν αρκέστηκαν σε αυτή. Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα είχαν επεκταθεί σε περισσότερα νησιά, συγκεκριμένα την Ίμβρο την Λήμνο και την Θάσο, και είχαν αποκτήσει κτήσεις στην Αίνο της Θράκης και στην Παλαιά Φωκαία στην Μικρά Ασία. Μολονότι ήταν τυπικά υποτελείς στο Βυζάντιο, οι Γατελούζοι είχαν την δυνατότητα να δράσουν σε έναν βαθμό αυτόνομα από την Κωνσταντινούπολη, γνωρίζοντας πως η αυτοκρατορία αδυνατούσε και δεν επιθυμούσε να προβάλει σημαντική αντίσταση. Η οικογένεια παραχωρούσε την διοίκηση των κτήσεων της, εκτός της Μυτιλήνης, σε διαφορετικά μέλη της και υπήρξαν περιπτώσεις που συγκρούονταν μεταξύ τους, όπως αυτή που ακολούθησε τον θάνατο του Φραγκίσκου Α’. Τον Ιούνιο του 1384 ο αυτοκράτορας διόρισε τον Φραγκίσκο Β’, τον μοναδικό επιζώντα γιο του πρώτου, επικυρίαρχο του νησιού και ο θείος του, Νικολό Γατελούζος, στο οποίο είχε ανατεθεί η κυριαρχία της Αινού, έσπευσε για να αναλάβει ο ίδιος την κυριαρχία. Για μερικά χρόνια, το νησί είχε διαχωριστεί μεταξύ τους, μέχρι που ο δεύτερος αποφάσισε να επιστρέψει στην Θράκη.
Όσον αφορά την διοίκηση του νησιού, η πολιτική των Γατελούζων δεν διέφερε ιδιαίτερα με υπόλοιπες λατινικές κτήσεις στον ελλαδικό χώρο. Ο καθολικός επίσκοπος επέστρεψε στην Λέσβο, αφού είχε πρώτα εκδιωχθεί από τον Ιωάννη Βατάτζη στα μέσα του 13ου αιώνα, ενώ στις αρχές του 15ου μαρτυρείται η άφιξη του μοναστικού τάγματος των Δομινικανών. Οι Γατελούζοι επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στην καλλιέργεια της ελιάς, η οποία δεν συνιστούσε τότε σημαντικό προϊόν της Μυτιλήνης, και στην εξόρυξη αλατιού, ενώ ανήκαν στο εμπορικό δίκτυο της Αγέρωχης στην Μαύρη θάλασσα. Οι Γενουάτες του νησιού κατέφευγαν συχνά στην πειρατεία, πολλές φορές εις βάρος των Βενετών, από την έλευση του Φραγκίσκου έως και την κατάληψη της Λέσβου από τους Οθωμανούς το 1462. Η πρώτη αναφορά των πειρατών της Μυτιλήνης καταγράφεται το 1357, όταν ο πάπας μετέφερε στην πόλη της Γένοβας πως ο βασιλιάς της Κύπρου τους είχε εντοπίσει παρακολουθούν τα πλοία του. Οι ίδιοι οι πειρατές σπάνια ήταν οι ίδιοι Γενουάτες. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τις γύρω περιοχές και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην Λέσβο σε αντάλλαγμα για την προστασία τους.
Παρά την λατινική καταγωγή της δυναστείας, οι Γατελούζοι δεν αντιμετώπισαν αντίσταση από τον ντόπιο πληθυσμό με την έλευσή τους. Είχαν επιτρέψει στον ορθόδοξο πληθυσμό του νησιού να διατηρήσει το δόγμα του και συνυπήρχε αρμονικά με τον καθολικό. Η απροθυμία των Γενοβέζων να συνεργαστούν με τον πάπα, επίσης έχαιρε εκτίμησης από τους Λέσβιους, όμως η ηγεμονία των Γατελούζων διέφερε σε ένα θέμα σημαντικά από τους άλλους Λατίνους επικυρίαρχους. Η γενουατική δυναστεία της Λέσβου ήταν η μοναδική που εγκαταστάθηκε σε κτήση της αυτοκρατορίας με έγκριση του αυτοκράτορα και η οποία είχε από την αρχή της ηγεμονίας συγγένεια μαζί του. Οι Γατελούζοι το γνώριζαν αυτό και λάμβαναν υπόψιν τους πως αν δεν διατηρούσαν την σύνδεσή τους με τους Παλαιολόγους, θα έχαναν την υποστήριξη των Ελλήνων. Ως εκ τούτου απέφευγαν να συγκρουστούν ευθέως με την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξαν κι άλλες επιγαμίες μεταξύ των δύο οικογενειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο γάμος της πριγκίπισσας Αικατερίνης με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Εν καιρώ, ολόκληρη η οικογένεια εξελληνίστηκε.
Με το πέρασμα του χρόνου, η Λέσβος γινόταν όλο και περισσότερο διστακτική να ενισχύσει την αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί είχαν καταφέρει να τρομοκρατήσουν τους Γατελούζους πραγματοποιώντας επιδρομές και αναγκάζοντάς τους να πληρώνουν φόρο υποτελείας, ο οποίος αυξανόταν με την συρρίκνωση της επικράτειάς τους. Ως εκ τούτου, αν και ο Τζιοβάνι Τσουστινιάνι έσπευσε να βοηθήσει τους Έλληνες να υπερασπιστούν την Πόλη το 1453, η Λέσβος παρέμεινε ουδέτερη και αντιθέτως εκμεταλλεύτηκαν την Άλωση για να καταλάβουν την Λήμνο και την Σαμοθράκη. Γενικότερα οι Γενοβέζοι, με μοναδική εξαίρεση εκείνους της Χίου, δεν προσέφεραν καμία βοήθεια στους Παλαιολόγους τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, επιθυμώντας να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους.
Από το 1456 και την δήλωση υποτέλειας της Αγέρωχης στην Γαλλία, οι Γενουατικές κτήσεις στο Αιγαίο αφέθηκαν στην τύχη τους. Πλέον δίχως υποστήριξη από την Γένοβα, οι Γατελούζοι ήταν καταδικασμένοι. Όλες τους οι κτήσεις κατακτήθηκαν από τους Τούρκους και η Λήμνος παραδόθηκε οικειοθελώς από τους ντόπιους. Στην περίπτωση της Λέσβου, οι Έλληνες κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με τους Λατίνους επικυρίαρχούς τους, καθώς πλέον κυβερνούνταν από αυτούς για σχεδόν εκατό χρόνια και επέλεξαν να αντισταθούν. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β’ αποπειράθηκε να κατακτήσει την Λέσβο το 1457, πιστεύοντας πως αποτελούσε απειλή λόγω της κοντινής απόστασής της με την Κωνσταντινούπολη, όμως ο Πάπας έστειλε γαλέρες για να τον σταματήσουν. Αυτή η «σταυροφορία», όπως την χαρακτηρίζει ο Christopher Wright, κατέληξε με επιτυχία και ο οθωμανικός στόλος ηττήθηκε, όμως η νίκη τους αποδείχθηκε μονάχα μία αναβολή της αναπόφευκτης τουρκικής κατάκτησης.
Το 1462, ο Μεχμέτ επέστρεψε στην Λέσβο με 40.000 άνδρες, ενώ οι στρατιώτες των Γατελούζων ήταν περιορισμένοι και έλαβαν ελάχιστες ενισχύσεις από τους Ιωαννίτες της Ρόδου και την Χίο. Αναγνωρίζοντας το μάταιο της κατάστασης, ο Νικολό Γατελούζο παραδόθηκε και ύστερα εκτελέστηκε, μετά από μία βραχύχρονη πολιορκία. Ένα μεγάλο ποσοστό των ντόπιων μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη ή έγιναν δούλοι του τουρκικού στρατού, σε άλλους επιτράπηκε να παραμείνουν στο νησί, προκειμένου να συνεχίσουν να το καλλιεργούν, υπό την προυπόθεση πως θα κατέβαλαν ετήσιο φόρο στον σουλτάνο και οι Ιταλοί σύμμαχοι των Γατελούζων θανατώθηκαν όλοι. Αν και οι Βενετοί αποπειράθηκαν να καταλάβουν οι ίδιοι την Λέσβο στα πλαίσια του Α’ Βενετο-Οθωμανικού πολέμου, τελικά, η επίθεσή τους ήταν ανεπιτυχής. Η λατινική κυριαρχία του νησιού είχε λήξει οριστικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Chalkokondyles, (2014), The Histories, vol.2, Massachusetts, Harvard University Press, Οκτώβριος.
- Γ. Φραντζής, (1996), Χρονικό (μετάφραση Γ.Θ. Δημακογίαννη), Αθήνα, εκδ. Σπανού.
- Κριτόβουλος, (2005), Ιστορία (μετάφραση Φωτεινή Κολόβου), Αθήνα, εκδ. Κανάκη.
- Μ. Δούκας, (1975), Decline and fall of Byzantium to the Ottoman Turks (μετάφραση Harry J. Magoulias), Ντετρόιτ, εκδ. Wayne State University Press.
- Angeliki Laiou, (2008), The Oxford handbooks of byzantine studies, Νέα Υόρκη, εκδ. Oxford University Press.
- C. Wright, (2014), Gattilusio Lordships and the Aegean World, Βοστόνη, εκδ. Brill.
- G. Schlumberger, (1878), SCEAU DE LA VILLE DE MÉTELIN SOUS LA DOMINATION GÉNOISE AU MOYEN AGE, στο: “Revue Archeologique”, τχ. 35.
- Sergej P. Karpov, (2016), Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη στους 13ο-15ο αιώνες (μετάφραση Λήδα Ιστικοπούλου), Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.
- Luttrell A., (1986) John V’s Daughters: A Palaiologan Puzzle, Dumbarton Oaks Papers.
- M. Balard, (1989), “The Genoese in the Aegean” (1204-1566) στο: Mediterrenean Historical Review, τχ. 4.
- T. Kirk, (2020), Empires of the Sea (επιμέλεια Rolf Strootman), Floris van den Eijnde, Roy van Wijk, Λέιντεν, εκδ. Brill.
- Χ. Κουτελάκης, (2013), Το ιστορικό χρονικό της καθολικής εκκλησίας Λέσβου, Χίος, εκδ. Καθολικής επισκόπισης Χίου.
- Μαρία Ντούρου-Ηλιοπούλου, (2019), Ανδεγαυοί και Αραγώνιοι στην Μεσόγειο: Πολιτικές και οικονομικές και αντιπαραθέσεις των δύο δυτικών δυνάμεων, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.
- Νικόλαος Γ. Νικολούλης, (2015), Από την παρακμή του Βυζαντίου στην οθωμανική επικράτηση, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.
- Φωτεινή Β. Πέρρα, (2009), Ο Λέων εναντίον της Ημισελήνου: Ο πρώτος Βενετο-Οθωμανικός πόλεμος και η κατάληψη του Ελλαδικού χώρου, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση.
- Αλ. Πασπάτης, (2009), Πολιορκία και Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453, Αθήνα, εκδ. Εκάτη.