15.4 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΥγείαΣύνδρομο καρπιαίου σωλήνα (CTS): Η παγίδευση του μέσου νεύρου του καρπού

Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα (CTS): Η παγίδευση του μέσου νεύρου του καρπού


Της Δήμητρα Ψύλλια, 

Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα (CTS) είναι το πιο συχνό σύνδρομο παγίδευσης νεύρου που αντιμετωπίζουν οι ορθοπεδικοί και οι πλαστικοί χειρουργοί άκρας χείρας. Στο σύνδρομο αυτό, συμπιέζεται και παγιδεύεται στον καρπιαίο σωλήνα το μέσο νεύρο, το σημαντικότερο αισθητικό νεύρο του χεριού. Το νεύρο αυτό νευρώνει το δέρμα του αντίχειρα, του μέσου δαχτύλου, την έξω πλευρά του μικρού δαχτύλου και είναι επίσης υπεύθυνο για την νεύρωση των μυών του θέναρος. Το θέναρ είναι η περιοχή της άκρας χείρας που εντοπίζεται ο αντίχειρας, και κατά επέκτασιν το μέσο νεύρο είναι υπεύθυνο και για την αντίθεση του αντίχειρα προς τα άλλα δάχτυλα. Το CTS λοιπόν, αποτελεί μία επώδυνη κατάσταση, ένα καθημερινό σύνδρομο του οποίου η βάση στηρίζεται στην ανατομία της περιοχής του καρπιαίου σωλήνα. Έτσι, ξεκινώντας με την τοπογραφία της περιοχής θα γίνει στην πορεία και πιο εύκολη η κατανόηση της κλινικής παθολογίας του συνδρόμου.

Ανατομία του καρπιαίου σωλήνα 

Ο καρπιαίος σωλήνας είναι μια μικρή, ελεγχόμενη δίοδος στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού, στην πρόσθια επιφάνεια, δηλαδή της άκρας χείρας, όταν κοιτάμε τον ασθενή στην ανατομική του θέση. Σχηματίζεται μπροστά από τον καρπό, μπροστά από το εν τω βάθει τόξο των οστών του καρπού και από τον καθεκτικό σύνδεσμο των καμπτήρων τενόντων ή αλλιώς εγκάρσιο σύνδεσμο του καρπού. Η βάση του καρπιαίου τόξου διαμορφώνεται προς τα έσω από το πισοειδές και από το αγκιστρωτό οστό και προς τα έξω από το σκαφοειδές και το μείζον πολύγωνο οστό του καρπού. Ο εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού είναι μία παχιά ταινία συνδετικού ιστού που γεφυρώνει ουσιαστικά την έσω και την έξω πλευρά της βάσης του καρπιαίου τόξου, μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο το ανοιχτό καρπιαίο τόξο σε έναν κλειστό καρπιαίο σωλήνα. Μέσα από αυτόν τον σωλήνα περνούν σημαντικές για την κίνηση των δαχτύλων δομές, τένοντες από τους προσθίους μύες του αντιβραχίου/ πήχη και φυσικά ο πρωταγωνιστής του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα, το μέσο νεύρο. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι το νεύρο πορεύεται μέσα από μία μικρή και αρκετά ευαίσθητη σε πιέσεις δίοδο, «ρισκάροντας της παγίδευσή του».

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: istockphoto.com/ VectorMine

Αιτιολογικοί παράγοντες του συνδρόμου

Οι τρόποι πίεσης/παγίδευσης του μέσου νεύρου στην άκρα χείρα είναι συχνά ασαφείς και αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων. Ως πιο συχνά αίτια του συνδρόμου θεωρούνται:

  • Η διαρκής και πολύ έντονη χρήση των χεριών
  • Κάποιο κάταγμα ή εξάρθημα των οστών του καρπού
  • Ρευματοπάθειες, με συχνότερη τη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
  • Ενδοκρινολογικές διαταραχές όπως υποθυρεοειδισμός και μεγαλακρία
  • Κατακράτηση υγρών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
  • Νοσήματα που σχετίζονται με τον μεταβολισμό με χαρακτηριστικό
    παράδειγμα το σακχαρώδη διαβήτη.
  • Τοπικοί όγκοι, π.χ. αιμαγγείωμα
  • Διάφορες ανατομικές ανωμαλίες που φέρει ο συγκεκριμένος ασθενής στο
    χέρι του.

Συμπτωματολογία

Τα συμπτώματα εμφανίζονται κυρίως σε τμήματα του χεριού που συνδέονται και νευρώνονται από το μέσο νεύρο, όπως πχ ο αντίχειρας και ο δείκτης. Ειδικότερα, οι πάσχοντες αναφέρουν κατά κανόνα άλγος και αίσθηση νυγμών βελόνας (βελονισμών) στην περιοχή διανομής του μέσου νεύρου. Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν αδυναμία και ακόμη και εξάλειψη της προβολής (ατροφία) των μυών του θέναρος. Αποτελεσματικά, ο ασθενής μπορεί να δυσκολεύεται ακόμη και στις πιο απλές κινήσεις, να του πέφτουν αντικείμενα από το χέρι. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο ασθενής πονά στον καρπό και στο χέρι του και ο πόνος αυτός συνήθως επιδεινώνεται τη νύχτα. Ακόμη, ο πόνος αντανακλά και επεκτείνεται μέχρι και τον ώμο όταν κατά κύριο λόγο ο ασθενής είναι κουρασμένος, χρησιμοποιεί πολύ το χέρι του πχ σε χειρονακτικές εργασίες και γράφει ή πληκτρολογεί. Τέλος, έχει παρατηρηθεί μούδιασμα των 3½ πρώτων δακτύλων και κυρίως του αντίχειρα και του δείκτη στους πάσχοντες.

Διάγνωση του συνδρόμου

Μια ολοκληρωμένη διάγνωση περιλαμβάνει κλινική εξέταση και εργαστηριακό έλεγχο (ηλεκτρομυογράφημα). Κατά την εξέταση αυτήν, διενεργούνται ειδικές δοκιμασίες, test με τα οποία διαπιστώνεται το χαρακτηριστικό μούδιασμα στην παλάμη. Αντίθετα, με την εφαρμογή του ηλεκτρομυογραφήματος από εξειδικευμένους νευρολόγους επιβεβαιώνεται και εκτιμάται κλινικά η πορεία του συνδρόμου. Ακτινογραφία ή άλλες απεικονιστικές εξετάσεις δεν χρειάζονται παρά μόνο αν υπάρχει ανάγκη για αποκλεισμό άλλων παθήσεων στη διαφοροδιάγνωση.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: istockphoto.com/ Daisy-Daisy

Θεραπεία

Η αρχική αντιμετώπιση αποβλέπει στη μείωση της φλεγμονής και στην αφαίρεση κάθε επαναλαμβανόμενης αιτίας πρόσκλησης των συμπτωμάτων που προκάλεσαν το σύνδρομο. Η θεραπεία μπορεί να είναι είτε συντηρητική είτε χειρουργική και η απόφαση της μεθόδου που θα εφαρμοστεί καθορίζεται από τα συμπτώματα και τις τιμές του ηλεκτρομυογραφήματος-ηλεκτρονευρογραφήματος του ασθενούς. Ειδικότερα, η συντηρητική θεραπεία είναι η στρατηγική που επιλέγεται συνήθως για τις πιο ήπιες μορφές της πάθησης και φυσικά για τις γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη. Η θεραπεία περιλαμβάνει ανάπαυση και αποφυγή ακραίων κινήσεων κάμψης ή πίεσης του καρπού. Τη νύχτα συνίσταται η τοποθέτηση νάρθηκα και ειδικά στις εγκύους, ακόμη και έγχυση κορτιζόνης στον καρπιαίο σωλήνα.

Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα ή όταν η εξέλιξη της συντηρητικής θεραπείας του ασθενούς δεν είναι ικανοποιητική, χρειάζεται ο έλεγχος της αγωγιμότητας του νεύρου για την επιβεβαίωση της παγίδευσής του. Αυτή η διαδικασία καθιστά απαραίτητη τη χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να υλοποιηθεί η αποσυμπίεση του μέσου νεύρου. Σήμερα εφαρμόζονται διάφοροι τρόποι για την επίτευξη αυτού του σκοπού όπως: η κλασσική ανοιχτή μέθοδος, η μικροχειρουργική τεχνική και η ενδοσκοπική. Καθεμιά παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, τα οποία μπορεί να διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και για αυτό και είναι αναγκαία η προσαρμογή του κάθε χειρουργικού σχεδίου στο κλινικό προφίλ και στην περίπτωση του κάθε ασθενούς. Μετά την επέμβαση, ο ασθενής είναι σε θέση να χρησιμοποιεί το χέρι του αμέσως στην καθημερινότητα του αλλά οφείλει να αποφεύγει βαριές χειρωνακτικές εργασίες για ένα χρονικό διάστημα περίπου ενός μήνα. Τέλος, η δύναμη δραγμού, δηλαδή η δύναμη συγκράτησης αντικειμένων μπορεί να παρουσιάζει μια μικρή ελάττωση αρχικά, η οποία, όμως, αποκαθίσταται πλήρως στους επόμενους τρεις μήνες από την επέμβαση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Carpal tunnel syndrome: state-of-the-art review, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
  • Guideline ‘Diagnosis and treatment of carpal tunnel syndrome’, PubMed. Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Ψύλλια
Δήμητρα Ψύλλια
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα και σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τρέφει μεγάλο ενδιαφέρον για την Ιατρική Επιστήμη και προσανατολίζεται προς τις χειρουργικές ειδικότητες. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, παίζει βόλλεϋ και μαθαίνει κιθάρα. Επίσης, είναι ενεργό μέλος της Επιστημονικής Εταιρείας Φοιτητών Ιατρικής Ελλάδος στο παράρτημα της Κρήτης.