Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Βρισκόμαστε στην εκπνοή του 2023, μιας χρονιάς αρκετά ιδιαίτερης για τις αγορές και τις οικονομίες παγκοσμίως, που, κατά τη γνώμη μου, θα αποτελέσει περίπτωση μελέτης σε πανεπιστήμια και επαγγελματίες της αγοράς. Παρά τις συνεχείς και επίμονες πιέσεις, κυρίως από γεωπολιτικής και νομισματικής πλευράς, οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές κατέγραψαν την ισχυρότερη χρονιά τους από το 2019, κλείνοντας το έτος με αισιοδοξία από την πλειονότητα των επενδυτών.
Το ίδιο ισχύει, ως έναν βαθμό, και για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς φαίνεται πως τα χειρότερα αποφεύχθηκαν ομαλώς και ο ρυθμός αύξησης του γενικού επιπέδου τιμών επιβραδύνθηκε σημαντικά. Λίγες είναι οι κατηγορίες αγαθών (αν και βασικές) που συνεχίζει ο πληθωρισμός να εντείνεται. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως η αβεβαιότητα δεν συνεχίζει να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, καθώς το κόστος διαβίωσης παραμένει υψηλό, η «μάχη» με τον πληθωρισμό δεν έχει τελειώσει, δύο πόλεμοι συνεχίζουν να μαίνονται και ο κόσμος κατακερματίζεται σε γεωπολιτικά μπλοκς, εν αναμονή των κρίσιμων Προεδρικών Εκλογών στις Η.Π.Α.
Για τις αγορές, γενικά, η χρονιά άρχισε θετικά σε Ευρώπη και Η.Π.Α., παρουσιάζοντας τα περισσότερα χρηματιστήρια ένα αξιοσημείωτο «ράλι», καθώς οι απώλειες του 2022 δεν αντικατόπτριζαν την τρέχουσα κατάσταση, αλλά και τις προσδοκίες για τη φετινή χρονιά. Η ανοδική τροχιά των αγορών ανακόπηκε κάπως απότομα κατά τον Μάρτη, όταν έσκασε η τραπεζική κρίση στις περιφερειακές τράπεζες των Η.Π.Α. και επήλθε εκ νέου (ανεξάρτητη) κατάρρευση στην ιστορική ελβετική τράπεζα Credit Suisse. Αυτή η τραπεζική κρίση τρομοκράτησε σε μεγάλο βαθμό τους επενδυτές, παρασέρνοντας σε πτώση όλες σχεδόν τις χρηματιστηριακές αγορές. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, ο κίνδυνος, ουσιαστικά, δεν ήταν συστημικός για τις τράπεζες και την αγορά, εν γένει. Η ρευστότητα ήταν υψηλή στο σύνολο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ειδικά της Ευρώπης, κάτι που έχει διαμορφωθεί όλα αυτά τα χρόνια από την παγκόσμια κρίση του 2008 και έπειτα, ενώ, επίσης, ενισχύθηκε κατά την τρέχουσα περίοδο των υψηλών επιτοκίων (2022-2023).
Στη συνέχεια, καθώς ο κίνδυνος για τραπεζική κατάρρευση σταδιακά εξαλείφθηκε, οι αγορές ανέκαμψαν αρκετά γρήγορα, ανακτώντας τα κέρδη τους μέσα στους επόμενους μήνες. Μετά την περίοδο του καλοκαιριού, με την επιστροφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος έπειτα από την περίοδο των διακοπών και καθώς εισερχόμασταν στην τελική ευθεία προς την ολοκλήρωση της χρονιάς, σημειώθηκε νέα διόρθωση στις αγορές. Αιτία αποτέλεσαν τα μηνύματα των κεντρικών τραπεζιτών για παράταση του κύκλου νομισματικής «σύσφιξης», η (προσωρινή) στασιμότητα της πτώσης του ετησιοποιημένου πληθωρισμού σε Ευρώπη και Η.Π.Α., τα ανθεκτικά μακροοικονομικά (ιδίως οι δείκτες στην αγορά εργασίας) και οι ανησυχίες που πυροδότησε ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.
Τους τελευταίους, όμως, περίπου δύο μήνες του 2023 οι προσδοκίες για τα επιτόκια ανατράπηκαν. Ο πληθωρισμός υποχώρησε με ρυθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου, η Ευρωζώνη για πολλούς οικονομολόγους βρίσκεται ήδη σε ύφεση, ενώ, παράλληλα, οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες σηματοδότησαν τη λήξη της αύξησης των επιτοκίων και άρχισαν τα στοιχήματα για τη χρονική στιγμή της εκκίνησης των μειώσεων. Μάλιστα, η Fed ενίσχυσε σημαντικά την ανοδική τάση στα μέσα Δεκεμβρίου, όταν οι προβλέψεις πολιτικής της σηματοδοτούσαν σημαντικές μειώσεις επιτοκίων το επόμενο έτος.
Οι τιμές καταναλωτή στις Η.Π.Α. αυξήθηκαν 3,1% το έτος έως τον Νοέμβριο, σε σύγκριση με 9,1% τους 12 μήνες έως τον Ιούνιο του 2022. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη μειώθηκε στο 2,4%, ο χαμηλότερος ετήσιος ρυθμός από τον Ιούλιο του 2021, ενώ ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο επιβραδύνθηκε απότομα στο 3,9%. Συνεπώς, οι επενδυτές προεξοφλούν τώρα έξι μειώσεις επιτοκίων τόσο από τη Fed όσο και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέχρι το τέλος του 2024.
Η αυξανόμενη σύγκλιση των επενδυτών ότι το κόστος δανεισμού θα μειωθεί απότομα το 2024 έχει επίσης πυροδοτήσει ένα ράλι στην αγορά ομολόγων, προσελκύοντας τους επενδυτές σε μετοχές, καθώς αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις. Κάπως έτσι, έκλεισε μια χρονιά αναταραχών, αλλά και εντυπωσιακών επιδόσεων!
Ο δείκτης MSCI World, ένας ευρύς δείκτης των παγκόσμιων ανεπτυγμένων μετοχών της αγοράς, έχει αυξηθεί κατά 16% από τα τέλη Οκτωβρίου και έχει σημειώσει άνοδο 22% φέτος. Η καλύτερη επίδοσή του εδώ και τέσσερα χρόνια. Αυτό τροφοδοτήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από τον δείκτη αναφοράς S&P 500 της Wall Street, ο οποίος έχει σημειώσει άνοδο 14% από τον Οκτώβριο και 24% σε ετήσια βάση, ολοκληρώνοντας την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης του 2023 λίγο χαμηλότερα από τα υψηλά όλων των εποχών. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των Η.Π.Α., σημείο αναφοράς για τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που κινείται αντιστρόφως στις τιμές των ομολόγων, υποχώρησε στο 3,87% από πάνω από 5% τον Οκτώβριο, καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να διολισθαίνει.
Οι εντυπωσιακές επιδόσεις, όμως, στην αγορά μετοχών, ιδίως σε Η.Π.Α. και Ευρώπη στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο σε έναν συγκεκριμένο κλάδο, αυτόν της τεχνολογίας. Ειδικότερα, Apple, Microsoft, Alphabet, Amazon, Tesla, Meta και Nvidia (οι λεγόμενες Magnificent Seven, όπως αναφέρονται από τον Ιούνιο του 2023) ήταν οι μετοχές που οδήγησαν το «ράλι» στη Wall Street, προσφέροντας το μεγαλύτερο μέρος των κερδών στο αμερικανικό χρηματιστήριο για το 2023. Ο δείκτης Nasdaq Composite σημειώνει άνοδο 43% φέτος, καταγράφοντας την καλύτερη επίδοσή του εδώ και δύο δεκαετίες.
Περίπου στα μέσα του 2023, αυτές οι μετοχές είχαν εκτιναχθεί σε τιμές μεταξύ 40% και 180%, ανεβάζοντας τον δείκτη αναφοράς S&P 500 των αμερικανικών μετοχών κατά περίπου 14%. Έκτοτε, η ισχύς του χρηματιστηρίου διευρύνθηκε. Χωρίς αυτές τις μετοχές ο δείκτης θα ήταν σχεδόν στάσιμος, ενώ στο τέλος του έτους θα είχε ενισχυθεί μόνο κατά 11%. Οι επενδυτές λένε ότι δεν πρόκειται για επανάληψη της έκρηξης των “dotcom” του 1999. Αντίθετα, οι εισροές προέρχονται από συντηρητικούς επενδυτές που αναζητούν εταιρείες που μπορούν να αντιμετωπίσουν μια ύφεση και χρηματιστές πεπεισμένους για την «επανάσταση» της τεχνητής νοημοσύνης.
Ορισμένοι επενδυτές πιστεύουν ότι οι αγορές τιμολογούν με υπερβολική αισιοδοξία ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να κινείται χαμηλότερα χωρίς η οικονομία των Η.Π.Α. να διολισθήσει σε ύφεση. Οι μόνοι κίνδυνοι είναι η εμφάνιση κάποιου σκανδάλου ή κάποια παρέμβαση ρυθμιστικής αρχής, που θα εμποδίσει τις επιχειρηματικής κινήσεις. Μάλιστα, το τελευταίο είναι κάτι αρκετά πιθανό, δεδομένης της υπερσυγκέντρωσης που έχουν επιτύχει οι συγκεκριμένες εταιρείες.
Μπορεί για τις μετοχές, παρά τις όποιες αναταραχές, να ήταν μια πολύ καλή χρονιά, ωστόσο η αγορά ομολόγων πέρασε από «χίλια μύρια κύματα». Τα υψηλά επιτόκια επηρέασαν άμεσα τα ομόλογα και ευρύτερα τους τίτλους σταθερού εισοδήματος με αρνητικό πρόσημο. Οι πιέσεις έγιναν πιο εμφανείς κατά τον Μάρτιο του 2023, μετά την πτώχευση της S.V.B. στις Η.Π.Α. Η μεγαλύτερη τράπεζα που πτώχευσε στη χώρα από το 2008. Η κατάσταση αυτή πίεσε σημαντικά τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες είναι εκτεθειμένες σημαντικά στην αγορά ομολόγων. Τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους συνήθως τα διατηρούν μέχρι τη λήξη. Ωστόσο, υπήρχαν φόβοι ότι θα αναγκάζονταν να πουλήσουν, αφού τα αυξανόμενα επιτόκια ώθησαν ορισμένους πελάτες – ιδίως στην Ιταλία και τη Γαλλία – να εξαργυρώσουν τα συμβόλαιά τους.
Σοβαρές επιπτώσεις υπήρξαν και στην αγορά εταιρικού χρέους. Ο οίκος Moody’s ανέφερε περισσότερες χρεοκοπίες εταιρειών στις Η.Π.Α. το α’ εξάμηνο του 2023 σε σχέση με ολόκληρο το προηγούμενο έτος. Με περίπου $ 250 δις μη χρηματοοικονομικού χρέους επενδυτικής βαθμίδας, που λήγει το 2024, η αναχρηματοδότηση μπορεί να είναι επώδυνη… Επιπλέον, η απόσυρση εξαγορών μέσω χρέους έχει γίνει όλο και πιο δύσκολη. Αυτό συμβαίνει επειδή η άνοδος αποφέρει χαμηλότερες αξίες ενεργητικού, ενώ αυξάνει, παράλληλα, το κόστος κεφαλαίου. Διπλό πλήγμα έχει υποστεί και η αγορά ακινήτων.
Δεν μπορούσε να μην γίνει ειδική μνεία για την ελληνική αγορά, η οποία ξεχώρισε με τις επιδόσεις και, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται να διανύσει ακόμα μία σημαντικά θετική χρονιά, ειδικά αν ευνοήσει το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Πρώτα απ’ όλα, η αγορά ομολόγων παρουσίασε εντυπωσιακές αντιστάσεις στις πιέσεις από τα υψηλά επιτόκια κατά τη διάρκεια τους έτους, καθώς το ελληνικό αξιόχρεο έλαβε από 4, αναγνωρισμένους από την Ε.Κ.Τ., οίκους επενδυτική βαθμίδα. Παράλληλα, οι τιμές στα ελληνικά ομόλογα στηρίχθηκαν σημαντικά στη συνετή δημοσιονομική πολιτική, την αντιστάθμιση του επιτοκιακού κινδύνου από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και το αποτέλεσμα των Βουλευτικών Εκλογών που εξάλειψε τις ανησυχίες για πολιτική αστάθεια στη χώρα. Για την επόμενη χρονιά, αναμένεται να σημειωθεί «ράλι» στους τίτλους, με περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων, με αφορμή την επικείμενη μείωση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη.
Εντυπωσιακές ήταν και οι επιδόσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο υπεραπέδωσε σημαντικά σε σχέση με τα περισσότερα χρηματιστήρια του κόσμου. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Δείκτης έκλεισε το έτος με άνοδο σχεδόν 40%, την 3η καλύτερη απόδοση παγκοσμίως, πίσω από τον αμερικανικό τεχνολογικό δείκτη Nasdaq και τον ρωσικό δείκτη MOEX. Οδηγός στην άνοδο αποτέλεσε ο τραπεζικός κλάδος, καθώς ο σχετικός δείκτης υπεραπέδωσε με περίπου 65% για το 2023. Οι τράπεζες φαίνεται πως άφησαν πίσω τους τα «βαρίδια» του παρελθόντος, έχοντας εξυγιανθεί σε μεγάλο βαθμό. Συγχρόνως, τους ευνόησε σημαντικά και το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα και την ολιγοπωλειακού τύπου αγορά που δραστηριοποιούνται, αφού τους επέτρεψε να διευρύνουν σημαντικά το επιτοκιακό τους περιθώριο, διογκώνοντας την κερδοφορία τους. Εντυπωσιακή ήταν και η άνοδος 59% του δείκτη της μεσαίας κεφαλαιοποίησης, προσελκύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους τελευταίους μήνες τους έτους, αφού οι επενδυτές αναζητούσαν ελκυστικότερες αποτιμήσεις συγκριτικά με αυτές των bleu chips.
Η ελληνική αγορά, φέτος, είχε πολλούς θετικούς καταλύτες για να στηριχθεί και ένα σχετικά ευνοϊκό διεθνές χρηματιστηριακό κλίμα, εκτός από τις περιόδους των αναταραχών. Η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε επενδυτικό επίπεδο, σχεδόν από όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, η υπεραπόδοση σε μακροοικονομικό επίπεδο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και η αξιοσημείωτη επιχειρηματική κινητικότητα έχουν ανοίξει τον δρόμο για την αναβάθμιση του χρηματιστηρίου εντός της νέας χρονιάς στις ανεπτυγμένες αγορές. Οι προσδοκίες για την αγορά είναι αρκετά αισιόδοξες, το μόνο εμπόδιο που μπορεί να σταθεί στην ανοδική αυτήν τάση είναι κάποιο απρόσμενο αρνητικό γεγονός στις διεθνείς εξελίξεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τα γεωπολιτικά και τη νομισματική πολιτική.
Παρά τη θετική αυτή χρονιά για την ελληνική οικονομία και αγορά, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως όλα είναι ρόδινα… Έχουν γίνει σημαντικά βήματα, φόβος για πολιτική αστάθεια δεν φαίνεται να υπάρχει, όπως σε αρκετά μεγάλα κράτη (βέβαια, η απουσία αντιπολίτευσης αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα, καθώς δεν ασκείται πίεση στην Κυβέρνηση), και το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά από χρηματοδοτικής πλευράς τα σχέδια για στήριξη και ενίσχυση της ανάπτυξης. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία μαστίζεται ακόμη από αρκετά «αγκάθια», για τα οποία δεν έγιναν σοβαρές ενέργειες για να αντιμετωπιστούν και, κατ’ επέκταση, δεν υπήρξε θετική εξέλιξη.
Παρά τη δημοσιονομική «συνετότητα» που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση, οι δημόσιοι πόροι δεν κατανέμονται σωστά και αποτελεσματικά, καθώς αναλώνονται, αρκετά, στη μείωση του πολιτικού κόστους που επιφέρουν τα λάθη της ίδιας της Κυβέρνησης ή οι επιπτώσεις εξωγενών παραγόντων. Το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό, το φορολογικό μας σύστημα χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, οι επιχειρήσεις (ιδίως οι μικρομεσαίες που αποτελούν τη βάση της οικονομίας) παρουσιάζουν πολύ χαμηλή παραγωγικότητα, γεγονός που διατηρεί οριακά στάσιμους τους (ονομαστικούς) μισθούς και σε υψηλά επίπεδα το ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον, τροχοπέδη αποτελεί και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στην εγχώρια αγορά, που οδηγεί σε χειραγώγηση τιμών και παράτυπες επιχειρηματικές συμπράξεις από τις μεγάλες επιχειρήσεις της αγοράς, ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δρουν επιλεκτικά και με μεγάλη κωλυσιεργία. Αυτά αποτελούν μερικά από τα βασικά, γενικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Είναι θέματα που πρέπει να λυθούν ή έστω να βελτιωθούν, αν θέλουμε να βιώσουμε μια μακρόπνοη, πραγματική ανάπτυξη και όχι απλά μια πρόσκαιρη μεγέθυνση των μακροοικονομικών μεταβλητών. Τέλος, μην ξεχνάμε πως το διεθνές τοπίο δεν έχει «ηρεμήσει» ακόμη… Πόλεμοι, γεωπολιτικές διαμάχες, κίνδυνος ενεργειακής κρίσης, πληθωρισμός, νομισματική «σύσφιξη», προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, υπερχρέη κ.ο.κ. θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια σταθερότητα, που κρέμεται από μια κλωστή.