Της Αγγελικής Γιοβανίδη,
Όσον αφορά τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, ο Ν. 5072/2023 φέρνει μια ακόμη αλλαγή, η οποία ενδεχομένως να λειτουργήσει αποτρεπτικά για μερικούς οφειλέτες, οι οποίοι εισέρχονται στην πλατφόρμα, με αποκλειστικό σκοπό μια προσωρινή ρύθμιση της επείγουσας κατάστασης στην οποία βρίσκονται, εξαιτίας ενδεχομένως επιβαλλομένων εκτελεστικών μέτρων που επίκεινται και όχι προς το σκοπό μιας οριστικής διευθέτησης του χρέους τους, μακροπρόθεσμα.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2A του ως άνω νόμου, στις περιπτώσεις οφειλετών, στους οποίους έχει κοινοποιηθεί πρόγραμμα πλειστηριασμού, εξαιρουμένων των ευάλωτων οφειλετών, για τους οποίους έχει εκδοθεί βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη, η αντιπρόταση των χρηματοδοτικών φορέων δύναται να περιέχει προκαταβολή ποσοστού έως δέκα τοις εκατό (10%), επί του κεφαλαίου, όπως διαμορφώνεται από την πρόταση του υπολογιστικού εργαλείου, η οποία καταβάλλεται στον πιστωτή με το μεγαλύτερο άθροισμα ποσών ανάκτησης ανά οφειλή. Ο πιστωτής αυτός δύναται, βάσει νόμου, να εξαιρέσει από τη χορηγηθείσα αντιπρόταση τη λήψη της προκαταβολής του προηγούμενου εδαφίου ή να τη μειώσει, εφόσον συνεκτιμήσει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τεκμηριώνουν την οικονομική δυσχέρεια του οφειλέτη ή τυχόν κοινωνικά κριτήρια ή ειδικά προβλήματα υγείας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, πάντως, και η δυνατότητα ανάκλησης αδειών λειτουργίας σε servicers που δεν συμμορφώνονται με το κανονιστικό πλαίσιο. Στο άρθρο 11 του νόμου, σε συμμόρφωση με το άρθρο 8 της Oδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ορίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), σε μερικές περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις, οι σημαντικότερες εκ των οποίων είναι αν απέκτησε την άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο, αν διαπράττει ή έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί προστασίας του καταναλωτή ή της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής και του κράτους μέλους, στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση.
Αρμόδιες για τη διαπίστωση των ανωτέρω παραβάσεων είναι οι επιφορτισμένες με την εν λόγω αρμοδιότητα αρχές των κρατών μελών, από τις οποίες ενημερώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά. Ανάκληση της άδειας δύναται να χωρήσει ακόμη, αν η εταιρεία έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση που προβλέπει ρητά ως κύρωση την ανάκληση της άδειάς της πέρα από τις αναφερόμενες στο παρόν, αν χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες και αν παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δεν λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π., αν δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 3 του άρθρου 21, αν έχει ίδια κεφάλαια που υπολείπονται των κεφαλαίων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 και δεν τα αποκαθιστά εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 10.
Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αν η Ε.Δ.Α.Δ.Π. παρέχει δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 16, καθώς και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, αν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δημοσιεύονται αμελλητί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο μητρώο του άρθρου 12.
Σημαντική είναι και η ρύθμιση του ζητήματος της σύμβασης μεταξύ αγοραστή και διαχειριστή πιστώσεων, ειδικά από τη στιγμή που, όπως εξηγήσαμε και στο πρώτο μέρος της παρουσίασης, ρητώς, πλέον, προβλέπεται η εξαιρετική νομιμοποίηση του δεύτερου στο όνομα του πρώτου. Ώστε, στο άρθρο 14 του νόμου, απαριθμούνται τα ελάχιστα στοιχεία της σύμβασης αυτής, τα οποία είναι: α) αναλυτική περιγραφή των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που θα ασκεί ο διαχειριστής πιστώσεων, β) το ύψος της αμοιβής του διαχειριστή πιστώσεων ή τον τρόπο υπολογισμού αυτής, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον δανειολήπτη, γ) τα έξοδα, τα οποία μετακυλίονται προς τον δικαιούχο των απαιτήσεων, δ) τον βαθμό, στον οποίο ο διαχειριστής πιστώσεων μπορεί να εκπροσωπεί τον αγοραστή πιστώσεων έναντι του δανειολήπτη.
Ακόμη, απαιτείται δεσμευτική δήλωση των συμβαλλομένων μερών ότι θα συμμορφώνονται με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, μεταξύ άλλων, και όσον αφορά στην προστασία των καταναλωτών και των προσωπικών τους δεδομένων, αναφορά στις προς διαχείριση απαιτήσεις αθροιστικά (αριθμός απαιτήσεων, ύψος συνολικής νομικής απαίτησης κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης) και ανά απαίτηση (ύψος συνολικής νομικής απαίτησης) και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, στις εξασφαλίσεις των υπό διαχείριση απαιτήσεων (είδος και ύψος αυτών κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης). Τέλος, προβλέπεται και ρήτρα που επιτάσσει τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών.
Από την παραπάνω σύντομη παρουσίαση ορισμένων εκ των τροποποιήσεων που, μεταξύ άλλων, επιφέρει ο νέος Ν. 5072/2023 στο πεδίο της ρύθμισης οφειλών, αντιλαμβανόμαστε ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το γράμμα του νόμου, γίνονται προσπάθειες προστασίας και διασφάλισης των καταναλωτών κατά πληρέστερο τρόπο. Μένει να δούμε πώς θα λειτουργήσει το νέο νομοθέτημα στην πράξη, καθώς πολλές από τις ρυθμίσεις απαιτούν συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών αλλά και τεχνικές-συστημικές προσαρμογές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νόμος 5072/2023 (ΦΕΚ 198/Α/04-12-2023), kodiko.gr, διαθέσιμο εδώ