Της Καλλιόπης Μπεκίρη,
Ως Ευρωσκεπτικισμός ορίζεται η ρηξικέλευθη θεώρηση εναντίωσης μιας μερίδας πολιτικών κομμάτων ή πολιτών απέναντι στον θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το φαινόμενο αυτό, παρόλο που τα προηγούμενα έτη δεν απασχολούσε ιδιαίτερα, έχει καταστεί πλέον επίκεντρο της πολιτικής σκηνής και προκαλεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που έχει καταγραφεί ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία και στην προσπάθειά της για εσωτερική ενοποίηση. Η άνοδος, λοιπόν, του Ευρωσκεπτικισμού αποτελεί τώρα σημείο αναφοράς για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, μέσω των οποίων μελετητές έχουν διακρίνει πλήθος πολιτικών γεγονότων που έχουν οδηγήσει στην άνοδο του εν λόγω φαινομένου. Το φαινόμενο αυτό διαδραματίζει, φυσικά, καθοριστικό ρόλο και για τις επερχόμενες Ευρωεκλογές, του 2024.
Αρχικά, είναι σημαντικό να αναφερθεί το γεγονός πως ο Ευρωσκεπτικισμός δεν απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική πλευρά, καθώς έχει παρατηρηθεί πως κινείται αμοιβαία (και στον ίδιο βαθμό) στην κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς. Η μόνη «διαιρετική τομή» που υφίσταται στον Ευρωσκεπτικισμό είναι αυτή που τον διακρίνει σε «Ήπια» και «Σκληρή» μορφή. Η ήπια μορφή του Ευρωσκεπτικισμού απευθύνεται σε χώρες που αποδέχονται την ένταξή τους στην Ε.Ε., αλλά κατά κύριο λόγο διαφωνούν με τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται στο εσωτερικό της. Και η δεύτερη μορφή του, η σκληρή, απευθύνεται σε χώρες οι οποίες διαφωνούν με την ένταξή τους στην Ε.Ε. και επιδιώκουν να αποχωρήσουν από αυτή, καθώς τη θεωρούν επιζήμια ως προς την εθνική του ενότητα και πιστεύουν πως η φυγή τους θα είναι ωφέλιμη σε όλους τους τομείς.
Πέρα, ωστόσο, από την παραπάνω βασική διάκριση, υπάρχουν και κάποιες υποδεέστερες, όπως αυτή ανάμεσα σε μαξιμαλιστές και μινιμαλιστές, την οποία εισήγαγε ο Dr. Chris Flood, προκειμένου να σκιαγραφήσει τα δύο άκρα αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτός, όμως, από το καθαρά πολιτικό φάσμα, σημαντική θέση κατέχει και η άποψη των ίδιων των πολιτών της εκάστοτε χώρας, οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα καταμέτρησης του Ευρωσκεπτικισμού.
Όσον αφορά το ζήτημα των Ευρωεκλογών του 2024, η άνοδος του Ευρωσκεπτικισμού αποτελεί τροχοπέδη ως προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών αυτών, καθώς πλήθος πολιτικών παρατάξεων (αλλά και μεγάλες μερίδες πολιτών) εκφράζουν χωρίς περιστροφές τις ενστάσεις και την δυσαρέσκειά τους απέναντι στον θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τη γνώμη αυτής της πολιτικής πλευράς, ο εν λόγω θεσμός υπολειτουργεί και δεν είναι, πλέον, σε θέση να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα των κρατών ή να διασφαλίσει τη δημοκρατία εντός των συνόρων της εκάστοτε επικράτειας.
Οι Ευρωεκλογές, λοιπόν, των οποίων η διεξαγωγή ορίστηκε από την 6η έως 9η Ιουνίου 2024 (έπειτα από συμφωνία των πρεσβευτών των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αναμένεται να προκαλέσουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην πολιτική σκηνή, καθώς τα ποσοστά του Ευρωσκεπτικισμού αυξάνονται διαρκώς, χωρίς να υπάρχει κάποια ξεκάθαρη πολιτική απάντηση. Ενδέχεται να ανακύψει ζήτημα πολιτικής αποχής αλλά και ουσιαστικής διάσπασης, καθώς ολοένα και αυξανόμενο ποσοστό πολιτών δεν εμπιστεύεται, πλέον, τον θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προαναφέρθηκε. Η κάθε χώρα εντάσσεται στην δική της κλίμακα Ευρωσκεπτικισμού και τίθεται, κατ’επέκταση, υπέρ ή κατά του συγκεκριμένου φαινομένου. Σύμφωνα με τον άξονα αυτό, θα δράσει και αναλόγως. Επομένως, η ψηφοφορία στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, αναμένεται να έχει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται πολλά ζητήματα που ενδεχομένως θα επηρεάσουν την γνώμη του Ευρωπαίου πολίτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- 3 enjeux auxquels la France et l’Allemagne doivent répondre pour ne pas que l’Europe s’effondre, Le HuffPost, διαθέσιμο εδώ
- Ευρωεκλογές του φόβου και του αγνώστου, Βασίλης Ραούλης (ra64), διαθέσιμο εδώ
- European elections 2024, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαθέσιμο εδώ
-
The development trap: a cause of Euroscepticism?, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαθέσιμο εδώ