Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Οι ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς προσφέρονται, σίγουρα, για αναστοχασμό και απόπειρα θέασης των πραγμάτων από ένα επίπεδο υψηλότερο, εν σχέσει με αυτό που τα προβλήματα και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μάς επιβάλλουν. Ακόμη και στη σημερινή εποχή της άκρατης εμπορευματοποίησης, της υποχώρησης της πνευματικότητας, ακόμη και της απόπειρας από-χριστιανοποίησης των Χριστουγέννων, η περίοδος αυτή ενδείκνυται για εσωτερική αναζήτηση και γόνιμο προβληματισμό, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Ένα στοιχείο το οποίο ενυπάρχει στην πλειονότητα των δημοσίων τοποθετήσεων και αναλύσεων αναφορικά με τα τεκταινόμενα στη χώρα μας είναι η παραίνεση «Να γίνουμε Ευρώπη». Είναι, καταρχήν, θετικό να επιθυμείς να υιοθετήσεις συνήθειες, θεσμούς, οργανωτικά μοντέλα που κρίνονται επιτυχημένα από την εφαρμογή τους σε άλλες χώρες. Προφανώς, όμως, θα πρέπει να προσαρμόζονται, ώστε να ταιριάζουν στο γενικό πλαίσιο της Ιστορίας, της νοοτροπίας, του τρόπου ζωής και των αναγκών της χώρας μας. Διαφορετικά, έχουμε μία, αποικιοκρατικής αντιλήψεως, απόπειρα βίαιης αλλοίωσης των ταυτοτικών χαρακτηριστικών μας, που, ακόμη κι αν πρόσκαιρα επιβληθεί, είναι σίγουρο πως θα καταστεί μη λειτουργική. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ισχύει το δεύτερο και τούτο διότι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ απουσιάζουν οι ηγεσίες που ξέρουν να συνδυάζουν τον ρεαλισμό με το όραμα και που έχουν, προπάντων, βαθιά γνώση του τι εστί Ελλάδα, πού βρίσκεται και πού πρέπει να πάει.
Η χώρα μας ήταν και παραμένει μια ιδιάζουσα περίπτωση αναφορικά με τη θέση της στο διεθνές σύστημα. Βρισκόταν πάντοτε στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής. Το «Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση», του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνυπήρχε και συνυπάρχει με το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» του Ανδρέα Παπανδρέου. Μόνο που το δεύτερο είναι περιεκτικότερο: Σήμερα, δεν αμφισβητείται, παρά από ελάχιστους, ο δυτικός της προσανατολισμός, βασικά υπό τη μορφή της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ. Παρά ταύτα, σε καμία των περιπτώσεων, θα μπορούσε να λάβει τον χαρακτηρισμό της «κλασικής δυτικής χώρας». Οι λόγοι εντοπίζονται στη μακραίωνη πορεία του ελληνισμού, τη διαδικασία σύστασης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές διεργασίες που του έδωσαν τη σημερινή μορφή του. Στον πυρήνα αυτού που αποκαλείται Δυτικός Πολιτισμός βρίσκεται η κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας. Αποτελεί κοινή συνισταμένη Δύσης και σύγχρονης Ελλάδας.
Στον πυρήνα, όμως, του Ελληνισμού βρίσκεται και η Ορθοδοξία που απάδει προς βασικές κατευθύνσεις και πρακτικές της Δύσης. Διόλου τυχαίο ότι πολλοί μελετητές θέτουν τη διάκριση «δυτικής χριστιανοσύνης» και Ορθοδοξίας ως τη βασική αιτία συγκρότησης δύο διαφορετικών πολιτισμών, τοποθετώντας την ορθόδοξη Ελλάδα σε διαφορετική πολιτισμική σφαίρα από την Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, όπου Ρωμαιοκαθολικισμός και Προτεσταντισμός κυριαρχούν. Όπως ανέφερε ο αείμνηστος Σάμιουελ Χάντιγκτον, μεταξύ άλλων, η θρησκεία είναι συνήθως το σημαντικότερο από τα αντικειμενικά στοιχεία που ορίζουν έναν πολιτισμό. Άλλωστε, έχουμε δει λαούς οι οποίοι ανήκαν στην ίδια κρατική οντότητα, είχαν την ίδια εθνικότητα και γλώσσα, αλλά διαφορετική θρησκεία να αλληλοεξοντώνονται (π.χ. Γιουγκοσλαβία). Τούτο, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ισχυροί συγγενικοί πολιτισμικοί δεσμοί μεταξύ Ελλάδας και Δύσης ούτε, φυσικά, επιβεβαιώνει απόψεις που αμφισβητούν τη συνέχεια του Έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι τοιχογραφίες του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Θουκυδίδη, του Πυθαγόρα, του Ομήρου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και πολλών άλλων Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και συγγραφέων σε ορθόδοξους ναούς και μονές της χώρας μας (Μετέωρα, Άγιον Όρος κ.α.), την αποδεικνύουν, όπως επίσης, και πολλά γραπτά ακόμη και Αγίων (όπως ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης), τα οποία αναλύουν τη σύνδεση Αρχαίας Ελλάδας και Ορθοδοξίας. Γεγονός είναι, πάντως, ότι καίτοι στενοί πολιτισμικοί συγγενείς, καίτοι πολύχρονοι εταίροι και σύμμαχοι, Ελλάδα και Δύση δεν ταυτίζονται. Γιατί, όμως, αυτό θεωρείται μειονέκτημα για τη χώρα μας και μάλιστα της χρεώνεται από τις ημεδαπές ελίτ της;
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας είναι η απουσία αστικής τάξης, με την κλασική έννοια του όρου, η οποία συμπύκνωνε βασικά χαρακτηριστικά αντιστοίχων τάξεων, στην Ευρώπη (αντιστοίχως, το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη προλεταριάτου). Την αστική τάξη της Ελλάδας την υποδύονται, εδώ και δεκαετίες, άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν ούτε την καλλιέργεια ούτε τις γνώσεις ούτε την ιστορική κι εθνική συνείδηση που απαιτούνται για να επιτελέσουν τον ρόλο της πρωτοπόρας ηγεσίας που θα οδηγήσει τη χώρα στην ουσιαστική της πρόοδο.
Το φαινόμενο του πιθηκισμού του δυτικού αστισμού εντάθηκε κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Η, όντως, ευχερής θέση της χώρας και η σύγκλισή της με την Ενωμένη Ευρώπη, με αποκορύφωμα την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, δημιούργησε μια ιδιότυπη κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι έκαναν καριέρα στην Πολιτική, την Οικονομία, τα Μ.Μ.Ε., τα Πανεπιστήμια, την Τέχνη, αυτοαναγορευμένοι σε εκπροσώπους του «εκσυγχρονισμού» της χώρας. Προσέδωσαν στον όρο αυτό, όμως, διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που δημιούργησε ένα ρεύμα σκέψης τη δεκαετία του 1990 και αφορούσε τη μεταρρύθμιση δομών του κράτους και τη δημιουργία έργων υποδομής, ώστε να προκύψει μια Ελλάδα ικανή να σταθεί επάξια στις προκλήσεις της Παγκοσμιοποίησης. Ένα τέτοιο σχέδιο για να επιτύχει, προϋποθέτει την άριστη γνώση της υφιστάμενης κατάστασης της χώρας και όλων όσα συγκροτούν την ιδιοσυστασία της. Και πράγματι, υπήρξαν ορισμένοι άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης που διέθεταν ένα τέτοιο πνευματικό υπόβαθρο και ένα σημαντικό πολιτικό εκτόπισμα. Δυστυχώς, όμως, δεν έφταναν κι έτσι το εγχείρημα παρέμεινε ατελές.
Αντιθέτως, οι νέες αυτόκλητες ψευτο-ελίτ ταύτισαν, είτε εξαιτίας της ανεπάρκειάς τους είτε εξαιτίας των συμφερόντων τους, τον εκσυγχρονισμό με τον εξευρωπαϊσμό και τον εκδυτικισμό. Αυτό, πόρρω απέχει από την υιοθέτηση των βέλτιστων χαρακτηριστικών και πρακτικών άλλων κρατών και την προσαρμογή τους στα ελληνικά δεδομένα. Αντιθέτως, αναγνωρίζει τη συνολική υστέρηση της Ελλάδας έναντι της Δύσης κι επιδιώκει την πλήρη αφομοίωση της πρώτης από τη δεύτερη. Άλλοι θέλουν να μας κάνουν «Δανία του Νότου», άλλοι «Σουηδία», άλλοι «Γερμανία» κ.ο.κ. Να κάνουμε π.χ. ιδιωτικοποιήσεις ή κρατικοποιήσεις, να αυξήσουμε ή να μειώσουμε τη φορολογία σε συγκεκριμένους τομείς, επειδή το έκαναν στο Χ μέρος της Ευρώπης και δούλεψε, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας.
«Να δημιουργήσουμε μια πολυπολιτισμική ελληνική κοινωνία, επειδή έτσι διαμορφώνονται, πλέον, άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες». Τι σχέση έχουν, όμως, οι ελληνικές ιστορικές καταβολές με αυτές χωρών που, επί παραδείγματι, υπήρξαν αποικιοκρατικές δυνάμεις; Και στο κάτω-κάτω, γιατί η Ελλάδα να διαρρήξει την πολιτισμική της ομοιογένεια, όταν καθημερινώς πληροφορούμαστε τις επιπτώσεις (ισλαμική τρομοκρατία, λοιπά εγκλήματα με βάση τη Σαρία, δημιουργία γκέτο κ.α.) τέτοιων επιλογών; «Να φιλελευθεροποιήσουμε την κοινωνία μας κατά το δυτικό πρότυπο. Να νομιμοποιήσουμε τη χρήση ναρκωτικών, να θεσμοθετήσουμε τον γάμο και τεκνοθεσία ομοφύλων ζευγαριών κ.λπ., γιατί αυτά αποτελούν δικαιώματα κατά τα δυτικά πρότυπα». Γιατί, όμως, θα μας κάνει καλό να φτιάξουμε μια ναρκωμένη –και με τον Νόμο– νεολαία; Είναι, όντως, προς όφελος του παιδιού να μεγαλώνει, στην Ελλάδα, με δύο άντρες ή δύο γυναίκες για γονείς; Ακόμη και στο εξωτερικό, άλλωστε, αμφισβητούνται ως προς τη μεθοδολογική τους επάρκεια έρευνες από τις οποίες προέκυψαν δεδομένα υπέρ αυτής της πρακτικής.
«Να διαχωρίσουμε το Κράτος από την Εκκλησία επειδή έτσι συμβαίνει στη Δύση.» Μα, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, είναι διαφορετικές οι συνθήκες που συγκροτούν την πολιτισμική ταυτότητα της Ελλάδας. Είναι διαφορετικό, επίσης, το νομικό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις αυτές. Ούτε, φυσικά, η Εκκλησία της Ελλάδος έχει παίξει τον ρόλο που κατά καιρούς έπαιξε π.χ. το Βατικανό στα κοσμικά πράγματα, με τραγικές πολλές φορές συνέπειες. Άλλωστε, ουδείς σοβαρός μελετητής παραγνωρίζει κατά πόσο η χριστιανική πίστη μπορεί να λειτουργήσει συνεκτικά για την κοινωνία, αποτρέποντας την εξαχρείωση, ιδιαίτερα σε ταραγμένες περιόδους, όπως αυτές της οικονομικής κρίσης… Γιατί, εν τέλει, να πρέπει να δεχτούμε ότι όλα τα κάνουμε στραβά εμείς; Γιατί να μην υπερασπιστούμε την ταυτότητά μας και να μην παλέψουμε για αλλαγές στην Ευρώπη;
Η Ελλάδα δεν είναι ούτε ο παράδεισος ούτε η κόλαση επί της Γης. Είναι μία χώρα με μεγάλη διαδρομή στους αιώνες, με πλούσια Ιστορία, με πολλά θετικά και πολλά αρνητικά. Μια χώρα που βίωσε θριάμβους και τραγωδίες. Έχουμε πολλά για τα οποία δικαιούμαστε να περηφανευόμαστε. Έχουμε διάφορα τα οποία πρέπει να αλλάξουμε. Η Ελλάδα έχει να πάρει θετικά στοιχεία από άλλες χώρες, αλλά και να δώσει. Οφείλει, όμως, να διατηρήσει την ταυτότητά της και να ατενίζει το μέλλον με αυτοπεποίθηση! Καλή χρονιά!