Του Ανδρέα Κουρή,
Κατά το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, παράνομη αλλά και παράτυπη είσοδος φυσικού προσώπου τρίτης χώρας στην χώρα υποδοχής, θεωρείται η μετακίνηση που συντελέστηκε κατά μη σύννομο τρόπο, καθώς, επίσης, και η διαμονή στη χώρα υποδοχής για διάστημα μεγαλύτερο του χρονικά επιτρεπόμενου, το οποίο ορίστηκε εξαρχής με την έκδοση νόμιμης άδειας. Βάσει της οικείας νομοθεσίας, η απομάκρυνση των αλλοδαπών από την ελληνική επικράτεια λαμβάνει χώρα είτε με την άμεση επαναπροώθησή τους είτε με την επανεισδοχή τους σε άλλη χώρα.
ΕΠΑΝΑΠΡΟΩΘΗΣΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 83 §2 του νόμου 3386/2005 «Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, στον οποίο αναφέρει σχετικώς χωρίς καθυστέρηση μπορεί να απόσχει από τη ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, γνωστοποιώντας συγχρόνως τη σχετική απόφαση του στον διοικητή της αστυνομικής υπηρεσίας ή λιμενικής αρχής που διαπίστωσε την παράνομη είσοδο ή έξοδο, προκειμένου ο τελευταίος με απόφαση του να επαναπροωθήσει τον υπήκοο τρίτης χώρας αμέσως στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής του (…). Αν δεν καταστεί δυνατή η άμεση επαναπροώθηση του πολίτη τρίτης χώρας, ο διοικητής της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής, αφού συντάξει σχετική έκθεση, παραπέμπει τον αλλοδαπό αυτόν στην αρμόδια διοικητική αρχή για απέλαση, σύμφωνα με το άρθρο 76 του νόμου 3386/2005».
Το μέτρο της επαναπροώθησης βρίσκει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που αλλοδαπός πολίτης τρίτης χώρας παραμένει στη ζώνη διερχομένων (transit) και δεν αποχωρεί ή δεν κατέχει τη νόμιμη θεώρηση εξόδου (εισιτήριο) για τη συνέχιση του ταξιδιού του. Παράλληλα, όσοι έχουν καταγραφεί στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, απομακρύνονται από την ελληνική επικράτεια μέσω της επαναπροώθησης, ενώ ταυτόχρονα δίνεται εντολή στις αρμόδιες υπηρεσίες φύλαξης να αυξάνουν τους ελέγχους σε αλλοδαπούς που εισέρχονται παράτυπα στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η μέθοδος της επανεισδοχής βρίσκει εφαρμογή είτε μέσω της επιστροφής των παράνομων πολιτών είτε μέσω της απέλασης. Όσον αφορά στην επιστροφή, αυτή εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο με τον νόμο 3907/2011 «Ίδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής», στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οδηγίας (2008/115/ΕΚ). Κύρια αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ασύλου αποτελεί η εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, ενώ η Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής είναι υπεύθυνη για την υποδοχή, καταγραφή και εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητας των αλλοδαπών προερχόμενων από τρίτες χώρες, οι οποίοι συνελήφθησαν χωρίς τα νόμιμα δικαιολογητικά έγγραφα διαμονής ή αναχώρησης στην Ελλάδα. Η απόφαση της επιστροφής εκδίδεται κατόπιν απόρριψης αιτήματος ανανέωσης της άδειας παραμονής ή χορήγησης τίτλου διαμονής. Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρμόδιες αρχές έχουν την υποχρέωση να θέτουν υπό κράτηση τους πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στην ελληνική επικράτεια, και εις βάρος των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η προετοιμασία για την απομάκρυνση τους.
ΑΠΕΛΑΣΗ
Ο όρος «απέλαση» εμφανίζει καταρχήν τις ρίζες του στον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ), στο άρθρο 74 §1 «(…) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη, εάν κρίνει ότι η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε, το βαθμό υπαιτιότητας του, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, το χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος (…)».
Επιπλέον, από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 74 ΠΚ, γίνεται αντιληπτό πως ο δικαστής μπορεί να επιβάλει ως εναλλακτική ποινή την απέλαση στις περιπτώσεις που τελέστηκαν τα εγκλήματα των άρθρων 69, 71 και 72 του ποινικού κώδικα. Με την εν λόγω ποινή, απαγορεύεται στον αλλοδαπό η είσοδος στη χώρα για 10 χρόνια, ενώ δύναται να άρει την απαγόρευση εισόδου το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου όπου βρίσκεται το δικαστήριο που επέβαλλε την απέλαση, ύστερα από αίτημα του ιδίου του αλλοδαπού, αφού όμως περάσουν τα πρώτα τρία χρόνια από την εκτέλεση της απέλασης.
Αξίζει να επισημανθεί, ακόμα, πως και η Διοίκηση μπορεί να επιβάλει τη λεγόμενη διοικητική απέλαση, με απώτερο σκοπό να διασφαλίσει την αρμονική κοινωνική ομαλότητα. Αρχικά, η διοικητική απέλαση επιβάλλεται στον αλλοδαπό που έχει καταδικαστεί τελεσίδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους ή, ανεξαρτήτως ποινής για ορισμένα εγκλήματα, τα οποία έχουν αξιολογηθεί από τον Έλληνα νομοθέτη ως ιδιαιτέρως επικίνδυνα με υψηλή κοινωνική και ηθική απαξία, έχει παραβιάσει τις διατάξεις του Μεταναστευτικού Κώδικα σχετικά με την είσοδο, τη διαμονή και την κοινωνική ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια.
Με βάση τα άρθρα 76, 77, 78 του νόμου 3386/2005, η διοικητική απέλαση βρίσκει εφαρμογή επίσης όταν κριθεί παράνομη η παρουσία αλλοδαπού στην Ελλάδα, ο οποίος ζητά οικειοθελώς την αποχώρησή του ή ακόμα και αν αυτός κατέχει τα νομιμοποιητικά έγγραφα παραμονής στη χώρα, κρίνεται επικίνδυνος για λόγους δημόσιας ασφάλειας, υγείας ή τάξης. Ειδικότερα, αρμόδια διοικητική αρχή που επιλαμβάνεται των σχετικών θεμάτων είναι η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, με απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή ή άλλου προσώπου που προΐσταται αυτού, και το οποίο επιτρέπει στον αλλοδαπό μέσα σε 48 ώρες να προβάλλει τις αντιρρήσεις του, από την χρονική στιγμή της έκδοσης της διοικητικής απόφασης.
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
Σε αντίθεση με την απέλαση όπου ο αλλοδαπός είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη χώρα, η έκδοση συνιστά την παράδοση του αλλοδαπού από τις κρατικές αρχές σε ένα άλλο κράτος, προκειμένου να υποβληθεί σε δίκη ή να εκτίσει την ποινή που του έχει επιβληθεί. Η έκδοση, εμφανίζεται κατά κόρον στο Διεθνές Δίκαιο, στον τομέα των ποινικών υποθέσεων. Για την εφαρμογή της έκδοσης, πρέπει προηγουμένως να έχει τελεστή αξιόποινη πράξη, ενώ για την επιβολή της απαιτείται πρώτα αμετάκλητη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εφετών μετά από απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Συμπερασματικά, η παράνομη είσοδος πολιτών τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια, αποτελεί φλέγον ζήτημα της καθημερινότητας, γεγονός που επαυξάνει την αναγκαιότητα εξελικτικής νομοθετικής ρύθμισης και επίλυσης του προβλήματος. Το λεγόμενο μεταναστευτικό πρόβλημα, δεν συνιστά εξ ολοκλήρου εθνικό ζήτημα, καθώς η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), σε συνδυασμό με τη γεωγραφική της θέση «διαμορφώνει» και τα ευρωπαϊκά σύνορα. Άρα, η νομοθετική αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος δεν μπορεί να είναι αποκομμένη της ευρωπαϊκής νομοπλαστικής μεταχείρισης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ζωή Παπασιώπη Πασιά, Δίκαιο Αλλοδαπών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2015
- Αντώνιος Κεπεσίδης, Η κράτηση του αλλοδαπού κατά τη Διοικητική Απέλαση, www.lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ