Του Φωκίωνος Δανιηλίδη,
Το μεγαλύτερο ποσοστό της ιστορικής κοινότητας συμφωνεί πως επί της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α’ του Μεγαλοπρεπή (1520-1566), η Οθωμανική Αυτοκρατορία οδηγήθηκε στο απόγειό της. Μέχρι τον θάνατό του, ο Σουλεϊμάν ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Βαλκανικής Χερσονήσου και παράλληλα, χάρη στον ικανό του ναύαρχο Μπαρμπαρόσσα, της Βορείου Αφρικής, αποκτώντας και μερικά εδάφη στα παράλια της Αραβίας. Μάλιστα, είχε καταφέρει να φτάσει στα τείχη της Βιέννης το 1529, όμως απέτυχε να την καταλάβει. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Σουλτάνος σχεδίαζε να επιτεθεί για δεύτερη φορά στην πόλη, όμως έπρεπε πρώτα να διαπεράσει το οχυρό της Ζιγκετβάρ, μίας σχετικά μικρής πόλης στην πλέον διασπασμένη Ουγγαρία. Η φρουρά του κάστρου, υπό τον Κροάτη βασιλιά Νικόλαο Δ’ Ζρίνσκι (1542-1566), ήταν αποφασισμένη να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την έλευση των Τούρκων, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα αγωνίζονταν μέχρι την τελευταία τους πνοή.
Από την ήττα των Ευρωπαίων στη μάχη του Μόχατς το 1526, η Ουγγαρία παρέμεινε για πολλά χρόνια διαχωρισμένη σε δύο κύρια μέρη, το Δυτικό και το Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο. Κανένα από τα δύο δεν αναγνώριζε το άλλο ως επίσημο διάδοχο του βασιλείου, και ως εκ τούτου οι σχέσεις τους δεν ήταν με κανέναν τρόπο φιλικές. Οι δυτικοί Ούγγροι προσαρτήθηκαν στην επικράτεια των Αψβούργων, των επικυρίαρχων της Αυστρίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ οι ανατολικοί είχαν συμμαχήσει με τους Οθωμανούς σε πολλές περιστάσεις. Ήδη μερικά χρόνια μετά την καταστροφή στο Μόχατς, ο τότε βασιλιάς της Ανατολικής Ουγγαρίας, ο Ιωάννης Ζαπόλυα (1526-1540), είχε οργανώσει μαζί με τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν μία μεγάλη εκστρατεία για να επανενώσει την Ουγγαρία υπό την κυριαρχία του, όσο εκείνος παρέμενε υποτελής στους Οθωμανούς. Το σχέδιο πέτυχε τον κύριο σκοπό του, όμως όταν ο Σουλεϊμάν προσπάθησε να εισβάλει στην Αυστρία, υπέστη μία ταπεινωτική ήττα στην προσπάθειά του να πάρει την Βιέννη το 1529.
Για πάνω από τριάντα χρόνια, ο Σουλτάνος δεν τόλμησε να αποπειραθεί να επιτεθεί ξανά στην πρωτεύουσα των Αψβούργων. Αν και σημειώθηκαν σημαντικές νίκες για τους Οθωμανούς αυτά τα χρόνια, όπως η κατάληψη της Βούδας το 1541, ο Σουλεϊμάν ξεκίνησε να βάδισε ξανά για την Αυστρία μέχρι το 1566. Πλέον, ο «Μεγαλοπρεπής» ήταν 72 χρονών και βαριά άρρωστος, σε σημείο που ήταν ανίκανος να ηγηθεί του στρατού του. Για αυτόν τον λόγο, όσο εκείνος μετακινείτο σε κρεβάτια με τροχούς στις εκστρατείες του, τα στρατεύματά του διοικούνταν από τους συμβούλους του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Σοκόλλου Μεχμέτ Πασάς ήταν υπεύθυνος για την πορεία των Τούρκων προς την Δύση.
Ο στρατός του Σουλεϊμάν κατάφερε να νικήσει τους Χριστιανούς στις πρώτες μάχες, όμως αυτό δεν σήμαινε πως ο δρόμος τους προς την Βιέννη ήταν ανοικτός. Οι Αψβούργοι είχαν ανακαταλάβει ένα μεγάλο ποσοστό των εδαφών τους, και στην σημερινή Κροατία ένας άνδρας ονόματι Νικόλαος Ζρίνσκι είχε αναλάβει την προστασία της περιοχής. Ο ίδιος ήταν βετεράνος στρατιωτικός που είχε συγκρουστεί με τους Οθωμανούς το 1529 στην πολιορκία της πόλης και ήταν αποφασισμένος να ανακόψει την πορεία τους. Αφού κέρδισε ένα τμήμα του οθωμανικού στρατού που βρέθηκε στον δρόμο του, τράβηξε γρήγορα την προσοχή του Σουλτάνου, ο οποίος διέταξε να αντιμετωπιστεί ο Ζρίνσκι προτού συνεχιστεί η εκστρατεία. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, οι Τούρκοι έφτασαν στα τείχη της Ζιγκετβάρ.
Ο Κροάτης βασιλιάς ανέμενε την έλευση του Σουλεϊμάν και τον καλωσόρισε ειρωνικά με μία βολή από τα κανόνια του, μόλις είδε τους Οθωμανούς να έρχονται προς την πόλη. Επιπλέον, είχε διακοσμήσει το οχυρό με κόκκινα πανιά, που συνήθως χρησιμοποιούνταν σε εορτές. Η στάση του Ζρίνσκι εξόργισε τον Μεχμέτ Πασά και διέταξε την πρώτη επίθεση σχεδόν αμέσως μετά την βολή του κανονιού. Το οχυρό χωριζόταν σε τρία μέρη, την Νέα και την Παλαιά Πόλη και τέλος το κάστρο. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν αρχικά στην Νέα Πόλη, όπου ο κροατο-ουγγρικός στρατός μπόρεσε να αντισταθεί για μέρες και να σκοτώσει πολλούς από τους αντιπάλους του προτού υποχωρήσει στο μεσαίο τμήμα.
Ο Ζρίνσκι διέταξε ο στρατός του να εμποδίσει την είσοδο των Οθωμανών στην Παλαιά Πόλη με κάθε κόστος. Σκοπός του ήταν να κερδίσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν, καθώς ανέμενε ενισχύσεις από τους Αψβούργους. Ο Μεχμέτ Πασάς διέταξε την μία επίθεση μετά την άλλη, καταλήγοντας σε μία κατάσταση παρόμοια με εκείνη στις Θερμοπύλες. Ο στρατός του, που αριθμούσε δεκάδες χιλιάδες, προσπαθούσε να προωθηθεί μέσω ενός στενού περάσματος και υπέστη σημαντικές απώλειες από εκείνον του Ζρίνσκι, ο οποίος αν και αριθμητικά ασθενέστερος, στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιούσε το μέγεθός του ως πλεονέκτημα. Τελικά, μετά από δέκα μέρες έντονης αντίστασης και αιματοχυσίας, ο Μεχμέτ Πασάς μπόρεσε να διαπεράσει τους αντιπάλους του, τρέποντάς τους σε φυγή και αφήνοντας τον Ζρίνσκι με μονάχα μία χούφτα στρατιωτών για να συνεχίσει την αντίσταση.
Οι εναπομείναντες Κροάτες και Ούγγροι πολιορκημένοι, πλέον, κατάλαβαν πως οι ενισχύσεις από την Αυστρία δεν θα έρχονταν ποτέ. Κλείστηκαν, λοιπόν, στο κάστρο του οχυρού και ο Σουλεϊμάν, γνωρίζοντας για την κατάστασή τους, προσέφερε στον Κροάτη βασιλιά γενναιόδωρους όρους για να παραδοθεί. Του υποσχέθηκε να γίνει επικυρίαρχος της Κροατίας και πως θα επέτρεπε στους άνδρες του να αποχωρήσουν από το πεδίο της μάχης, όμως ο Ζρίνσκι είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Την πρώτη κιόλας μέρα της πολιορκίας, είχε ορκιστεί στον στρατό του πως θα αγωνιζόταν μέχρι την τελευταία του πνοή και πως όποιος τον πρόδιδε στους Οθωμανούς θα εκτελείτο. Έτσι, αυτός και οι στρατιώτες του αποφάσισαν να πέσουν μαχόμενοι και αρνήθηκαν. Μέχρι και επακόλουθες προτάσεις, ο οποίες εκσφενδονίστηκαν με βέλη στο κάστρο και ήταν γραμμένες στα ουγγρικά και στα κροάτικα, κάηκαν από την φρουρά του κάστρου. Εάν οι Σουλεϊμάν ήθελε την Ζιγκετβάρ, θα έπρεπε να την κερδίσει δια της βίας.
Μερικές μέρες αργότερα, οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν το ανατολικό μέρος των τειχών με μία έκρηξη. Οι πολιορκημένοι περιμέναν να σφαγιαστούν από την επόμενη τουρκική επίθεση, καθώς πλέον δεν είχαν καμία ελπίδα να τους αποκρούσουν, όμως η διαταγή άργησε να έρθει. Ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Μουσουλμάνοι γνώριζαν τον λόγο, μονάχα ο Μεχμέτ Πασάς και ένας στενός διοικητικός κύκλος. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, είχε μόλις αφήσει την τελευταία του πνοή. Ο Μεχμέτ αποφάσισε να μην ενεργήσει και για πολλές μέρες κράτησε τον θάνατο του Σουλτάνο κρυφό.
Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο Οθωμανικός στρατός βρέθηκε και πάλι μπροστά στην πύλη του κάστρου. Ο Ζρίνσκι, βλέποντας πως το τέλος του είχε φτάσει, έδωσε έναν δυναμικό λόγο στους άνδρες του και διέταξε μία ηρωική έξοδο. Άνοιξε την πύλη και έριξε με ένα κανόνι στους γενίτσαρους που βρίσκονταν μπροστά της, τρέποντάς τους σε φυγή και διασπώντας την διάταξή τους. Τότε, μαζί με τον στρατό του, ξεχύθηκε στο πλήθος των Τούρκων και πάλεψε μέχρι που πυροβολήθηκε και έπεσε νεκρός. Ακόμα και χωρίς τον βασιλιά τους, οι Χριστιανοί συνέχισαν να μάχονται, μέχρι που τελικά σφαγιάστηκαν και αυτοί. Ο Μεχμέτ, πλέον ανακουφισμένος, διέταξε τις δυνάμεις του να εισέλθουν στο κάστρο της πόλης, όμως ο Ζρίνσκι δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Πριν την έξοδό του, είχε διατάξει να σχεδιαστεί ένας εκρηκτικός μηχανισμός στο κάστρο και μόλις οι γενίτσαροι βρέθηκαν μέσα σε αυτό, εξερράγη.
Η νίκη στην Ζιγκετβάρ αποδείχθηκε να είναι πύρρεια για τους Οθωμανούς. Ο θάνατος του Σουλεϊμάν, βύθισε την αυτοκρατορία σε μία περίοδο στασιμότητας, ενώ ο στρατός τους είχε αποδυναμωθεί αρκετά, ώστε η κατάληψη της Βιέννης να μην είναι δεδομένη. Παράλληλα, όσο οι Τούρκοι βρίσκονταν στην Κροατία, οι Αψβούργοι είχαν καταφέρει να ανακαταλάβουν μερικές πόλεις στην Ουγγαρία, αντιστρέφοντας σημαντικά την πρόοδο που έγινε επί Σουλεϊμάν. Ο Ζρίνσκι τιμήθηκε ως εθνικός ήρωας από Κροάτες και Ούγγρους ποιητές της εποχής, και η στάση του έγινε σύμβολο της Χριστιανικής αντίστασης για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που μερικά χρόνια αργότερα ο καρδινάλιος Richelieu αποκάλεσε την μάχη στη Ζιγκετβάρ ως «την μάχη που έσωσε τον πολιτισμό».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Caroline Finkel (2007), Οθωμανική Ιστορία (1300-1923), Αθήνα, εκδ. Διόπτρα
- John Van Antwerp (1994),The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Michigan: The University of Michigan Press
- Keeneth Setton (1984), The Papacy and the Levant, Φιλαδέλφια, εκδ. The American Phliosphical Society
- Αλέξιος Σαββίδης, Δοκίμια Οθωμανικής Ιστορίας, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 2007