Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Τον Απρίλιο του 1941, ο στρατός της Ναζιστικής Γερμανίας, ορμώμενος από την Γιουγκοσλαβία, την οποία είχε καταλάβει, και από την φιλικά προσκείμενη στον Χίτλερ Βουλγαρία, κατέλαβε την Ελλάδα, ενώ σύντομα την διαμοίρασε σε ζώνες κατοχής με τους Βούλγαρους και τους Ιταλούς. Οι τελευταίοι κατέλαβαν ολόκληρη σχεδόν την Κεντρική Ελλάδα, περιοχή, η οποία περιλάμβανε την Πίνδο, καθώς και τα στρατηγικής σημασίας περάσματα από την βόρεια στην Νότια Ελλάδα. Στο δυτικό πέρασμα δέσποζε η κωμόπολη της Αμφιλοχίας, στην ύπαιθρο της οποίας δεν άργησε να δημιουργηθεί έντονη αντιστασιακή δράση από τους ανυπότακτους Έλληνες.
Ήταν 23 Ιουλίου του 1942, όταν ο Ναπολέων Ζέρβας κίνησε από την Αθήνα για την ορεινή ενδοχώρα της Αμφιλοχίας (Ορεινός Βάλτος), με σκοπό την συγκρότηση του αντάρτικού του, του Ε.Δ.Ε.Σ. (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Ο συνδυασμός της στρατηγικής θέσης της περιοχής με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά – πολλά και δασώδη όρη που έδιναν ιδανικά κρησφύγετα στους αντάρτες – έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην επιλογή του Ζέρβα να οργανώσει το αντάρτικό του στην περιοχή αυτή. Πριν την άφιξη του Ζέρβα, οι ντόπιοι είχαν αρχίσει την οργάνωση της αντιστασιακής ομάδας, η οποία έλαβε το όνομα Ανεξάρτητη Εθνική Οργάνωσις Βάλτου, η οποία, όμως, δεν είχε ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα ακόμη. Επιφανές πρόσωπο της οργάνωσης αυτής ήταν ο ντόπιος Στυλιανός Χούτας, ο οποίος και πρωταγωνίστησε στο αντάρτικο της περιοχής.
Ο Ζέρβας με το που έφτασε στην περιοχή συνάντησε τον παλιό του φίλο Δ. Ίσκο, ο οποίος και του σύστησε να μείνει με τους συντρόφους του στα ορεινά του Περδικακίου, σε ένα σημείο ιδιαίτερα απομακρυσμένο από κάθε κίνδυνο, ενώ ο ίδιος απέκρυπτε επιμελώς την πραγματική του ταυτότητα. Προς το τέλος του καλοκαιριού οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να υποπτεύονται πως ο «σύντροφος του Ίσκου» ήταν ο συνταγματάρχης Ζέρβας, ο οποίος είχε φτάσει στην περιοχή, για να οργανώσει το αντάρτικο. Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο Ναπολέων Ζέρβας συναντάται με σημαντικά στελέχη της Ανεξάρτητης Εθνικής Οργάνωσης Βάλτου, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν ο Στυλιανός Χούτας. Λίγο καιρό αργότερα, και αφού είχε βοηθήσει αρκετά την οργάνωση του αντάρτικου στην περιοχή, αποφασίστηκε ο Ζέρβας να μεταβεί στην γειτονική Μεγαλόχαρη Άρτας, χωριό με τους κατοίκους του οποίου είχε καλές σχέσεις, ενώ συμφωνήθηκε ο Συνταγματάρχης να δώσει όπλα στην τοπική αντίσταση, τα στελέχη της οποίας θα συνεργάζονταν μαζί του στο μέλλον. Ο Χούτας εξέδωσε προκήρυξη προς όλους τους κατοίκους της περιοχής «Βασιλικούς, Δημοκρατικούς και Κομμουνιστάς» για συμμετοχή στον εθνικό αγώνα, και ως τα μέσα Οκτώβρη σχεδόν σε όλα τα χωριά της περιοχής είχαν συγκροτηθεί Επιτροπές Εθνικού Αγώνα.
Μετά από νέα προκήρυξη, η οποία κυκλοφόρησε στις 23 Οκτωβρίου, οι κάτοικοι κλήθηκαν να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουν για την Ελευθερία. Καθώς οι Ιταλοί είδαν τις κινήσεις αυτές, έστειλαν στρατεύματα, για να περικυκλώσουν τον ορεινό όγκο του Βάλτου. Το πρώτο κινήθηκε από τα βόρεια, περνώντας από την Καλεντίνη, το δεύτερο πέρασε από την Φλωριάδα με στόχο τη Σκουληκαριά, ενώ ενισχύσεις έσπευσαν από την Αμφιλοχία, για να προσβάλλουν τους αντάρτες από τον Σταθά. Ο Στρατηγός έμαθε τα σχέδια των Ιταλών και συμφώνησε με τους οπλαρχηγούς του Ε.Α.Μ., που βρίσκονταν στην περιοχή, οι μεν να φυλάξουν το βόρειο πέρασμα και ο Ζέρβας με το στρατό του να προσβάλλουν το δεύτερο ιταλικό τάγμα.
Ο Ζέρβας με την βοήθεια ένοπλων από το Πατιόπουλο και το Περδικάκι, προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στους Ιταλούς, οι οποίοι στρατοπέδευσαν σε οχυρό ύψωμα μεταξύ Κλειδίου και Σκουληκαριάς. Οι οπλαρχηγοί του Ε.Α.Μ. εντωμεταξύ, αποκύρηξαν τη δράση του Ζέρβα ως «πρόωρη και ασύμφορη για τον εθνικό αγώνα», και αποσύρθηκαν από τις θέσεις τους, με αποτέλεσμα να πέσει στα ιταλικά χέρια μεγάλο κομμάτι του πολεμικού υλικού που φύλασσε ο Ζέρβας στο αρχηγείο του στην Μεγαλόχαρη. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστούν οι δυνάμεις του Ζέρβα να υποχωρήσουν στο όρος Γάβροβο, για να μην περικυκλωθούν. Το τρίτο τάγμα προχώρησε μέχρι τον Εμπεσό, αλλά σταμάτησε εκεί και τελικά εγκαταστάθηκε στον Σταθά, καθώς στα στενά που οδηγούσαν στο Περδικάκι είχε στρατοπεδεύσει ισχυρή αντάρτικη ομάδα.
Τις επόμενες ημέρες συνέβησαν πολλές αψιμαχίες γύρω από το Γάβροβο με τις ελληνικές δυνάμεις να καταφεύγουν σε τακτικές ανταρτοπολέμου. Στο μεταξύ οι αντάρτες των περιοχών Φλωριάδας – Κλειδίου κατέστησαν δύσκολο τον ανεφοδιασμό των Ιταλών από την Άρτα, με αποτέλεσμα τελικά οι ιταλικές δυνάμεις να αποχωρήσουν στις 12/11 από τον Ορεινό Βάλτο και να επιστρέψουν στην Άρτα και την Αμφιλοχία. Με την αποχώρηση των Ιταλών, ο Χούτας, ως επικεφαλής του αντάρτικου της περιοχής και επίσημα «Πρόεδρος Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής Εθνικού Αγώνος Βάλτου», οργάνωσε τα χωριά της περιοχής, ενώ οι Επιτροπές Εθνικού Αγώνος κάθε χωριού έλαβαν διοικητική και δικαστική εξουσία. Ο στρατός της περιοχής ανέρχοταν σε λίγο παραπάνω από τριακόσιους άνδρες, οι οποίοι μπορούσαν άμεσα να κινητοποιηθούν όπου υπήρχε ανάγκη. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Χούτας, σε συνεργασία με τον Ζέρβα που είχε θέσει υπό την κατοχή του τα γειτονικά χωριά της ορεινής Άρτας (περιοχή Ραδοβιζίου), ανακοίνωσαν το κράτος της Ελεύθερης Ορεινής Ελλάδας (Ε.Ο.Ε.).
Το Ε.Α.Μ. υπό τον Άρη Βελουχιώτη, καθώς στην Ανατολική Ελλάδα είχε υπέρτερες δυνάμεις, φιλοδοξούσε να γίνει ο μόνος πόλος αντίστασης, και όπως ήταν φυσικό, δεν έβλεπε με καλό μάτι τις αντάρτικες ομάδες που είχαν αναπτυχθεί δυτικά του Αχελώου. Στις 11/12 στο Γαρδίκι Τρικάλων, μιλώντας μπροστά σε όλους τους άνδρες του ο Βελουχιώτης επεσήμανε την ανάγκη συντριβής των εθνικών αντάρτικων ομάδων, ενώ στην συνέχεια κινήθηκε προς την Ευρυτανία, για να περάσει τον Αχελώο. Ο Χούτας οχύρωσε τους άνδρες του στους λόφους γύρω από το γεφύρι της Τατάρνας, όπου περίμενε την εισβολή των ανδρών του Ε.Α.Μ. Ωστόσο, εκείνοι πέρασαν τον Αχελώο από το γεφύρι της Τέμπλας, πιο βόρεια, σκοπεύοντας να εισβάλλουν στην Σκουληκαριά και τη Μεγαλόχαρη. Ο Ζέρβας, σε συνεργασία με τους αντάρτες του βόρειου Βάλτου κατέλαβε όλα τα στρατηγικά σημεία του περάσματος αυτού, ούτως ώστε, αν ο Ε.Α.Μ. ξεκινούσε εχθροπραξίες, να βρισκόταν σε έντονα μειονεκτική θέση. Ο Βελουχιώτης, καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο, έστειλε επιστολή στον Ζέρβα στις 28/12, με την οποία και του ζήτησε να συναντηθούν. Η συνάντηση έλαβε χώρα την 1/1/1943, όπου και συμφωνήθηκε συνεργασία μεταξύ των δύο αντάρτικων ομάδων, ο Βελουχιώτης δήλωσε, όμως, πως η τελική έγκριση της συμφωνίας θα γινόταν από την Κεντρική Διοικούσα Επιτροπή του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ.
Λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, στις 7/1/1943, δυνάμεις του Ε.Α.Μ. εισέβαλαν εκ νέου στον Βάλτο και κατέλαβαν το χωριό Τρίκλινο και την μονή Τατάρνας. Οι Βαλτινοί αντάρτες τους αιφνιδίασαν, εισβάλλοντας στα σπίτια, όπου διέμεναν, τα χαράματα της 9/1 και τους αιχμαλώτισαν. Μετά από παρέμβαση του Ζέρβα, ο οποίος ήθελε πάση θυσία να αποφευχθεί η σύρραξη μεταξύ των δυο αντάρτικων, οι αιχμάλωτοι του Ε.Α.Μ. αφέθηκαν ελεύθεροι. Μετά από συνάντηση του Χούτα με τον Ζέρβα και τον εκπρόσωπο των Άγγλων Κρις Γούντχαουζ, συμφωνήθηκε να γίνουν υποχωρήσεις προς την πλευρά του Ε.Α.Μ. στην περιοχή, για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Ο Χούτας επέμεινε να μην λάβει πολιτική δέσμευση ενάντια στον Ε.Δ.Ε.Σ., ενώ αποφασίστηκε να επεκταθεί η Εθνική Αντίσταση και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας.
Οι συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων σταμάτησαν, όπως φαίνεται, την καλύτερη χρονική στιγμή, καθώς οι Ιταλοί στις 17/1 ξεκίνησαν νέα επιχείρηση, για να υποτάξουν την Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα. Ενόψει της προέλασης του εχθρού, πολλοί κάτοικοι των Χαλκιοπούλων αποφάσισαν να απέχουν από τις εχθροπραξίες, φοβούμενοι ιταλικά αντίποινα κατά του χωριού. Καθώς κάτι τέτοιο θα δυσχέραινε την άμυνα, ο Χούτας πήγε στο χωριό και μετέπεισε τους κατοίκους του, για να συμμετέχουν στις ερχόμενες μάχες, ενώ είχε στείλει δυνάμεις του στην περιοχή, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ. Οι δυνάμεις δεν άρκεσαν, για να υπερασπιστούν την περιοχή, και οι Ιταλοί έφτασαν στην Σκουληκαριά και λεηλάτησαν τις αποθήκες όπλων και πολεμοφοδίων που είχαν εκεί οι αντάρτες. Ωστόσο, στον γυρισμό τους έπεσαν σε ελληνική ενέδρα στην Χελώνα, με αποτέλεσμα δεκάδες Ιταλοί να πέσουν νεκροί ή να τραυματιστούν.
Οι δυσχέρειες, τις οποίες αντιμετώπισε η Εθνική Αντίσταση στην περιοχή της Αμφιλοχίας, δεν σταμάτησαν τους ντόπιους από το να συνεχίσουν τον Αγώνα τους. Παρά τις αλλεπάλληλες εισβολές των Ιταλών, ο Βάλτος παρέμεινε ζωτικό τμήμα της Ελεύθερης Ορεινής Ελλάδας, και οι αγωνιστές του κατάφεραν ουσιαστική φθορά στους Ιταλούς κατακτητές. Το 1943, έτος στο οποίο συνέβησαν σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, η στρατηγική σημασία της Αμφιλοχίας και οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης εκεί απέκτησαν ακόμη σπουδαιότερο ρόλο, όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Στυλιανός Χούτας (1961), Η Εθνική Αντίστασις των Ελλήνων (1941-45), ιδία έκδοση, Αθήνα