Της Ναταλίας Ατζέμογλου,
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η περιγραφή των βασικών συμπτωμάτων και της θεραπείας δύο επειγουσών καταστάσεων στην ουρολογία: της παραφίμωσης και του πριαπισμού. Ως παραφίμωση ορίζεται η αδυναμία επαναφοράς της ακροποσθίας στη φυσιολογική της θέση μετά από αποκάλυψη της βαλάνου. Είναι μια πάθηση που αφορά συχνά άνδρες που δεν έχουν υποβληθεί σε περιτομή. Αν αφεθεί χωρίς αντιμετώπιση, μπορεί να εξελιχθεί σε ισχαιμία της βαλάνου και τελικά σε γάγγραινα. Η παραφίμωση μπορεί να εκδηλωθεί είτε κατά την κλινική εξέταση ή καθαριότητα του πέους ή κατά την τοποθέτηση καθετήρα και την κυστεοσκόπηση. Η αντιμετώπιση της παραφίμωσης γίνεται είτε με ανατομική ανάταξη είτε με επείγουσα χειρουργική ανάταξη. Και στις δύο περιπτώσεις ακολουθεί σε δεύτερο χρόνο περιτομή.
Μια άλλη ουρολογική πάθηση που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης είναι ο πριαπισμός. Ο ιατρικός όρος «ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ» προέρχεται από το όνομα του Πριάπου. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Πρίαπος είναι θεός της γονιμότητας, προστάτης των υποζυγίων και οικόσιτων ζώων, των καρποφόρων φυτών, των κήπων και των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Είναι υιός του Διονύσου και της Αφροδίτης. Γλυπτά του Πριάπου με μεγάλα, ιθυφαλλικά γεννητικά όργανα ήταν τοποθετημένα σε κήπους και χωράφια για να εγγυηθούν μια άφθονη σοδειά.
Ως πριαπισμός ορίζεται η ανεπιθύμητη συνεχόμενη και παρατεταμένη στύση, η οποία μπορεί να διαρκέσει περισσότερες από 4 ώρες και δεν συνοδεύεται από σεξουαλική επιθυμία, ενώ, ταυτόχρονα, ο πάσχων υποφέρει. Εμφανίζεται συχνότερα σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική νόσο συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Όσον αγορά το φύλο, ο πριαπισμός είναι μια πάθηση που απασχολεί κυρίως τους άνδρες, ενώ σπάνιος είναι ο κλειτοριδικός πριαπισμός. Ως προς την ηλικία εμφάνισης, έχει διφασική κατανομή, απασχολώντας παιδιά 5-10 ετών και ενήλικες 20-50 ετών. Αποτελεί μια επείγουσα κατάσταση, η οποία, αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, οδηγεί σε ίνωση των σηραγγωδών σωμάτων και στυτική δυσλειτουργία.
Ο πριαπισμός διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους: τον ισχαιμικό πριαπισμό και μη ισχαιμικό. Η πιο συχνή μορφή πριαπισμού που εμφανίζεται στο 95% περιπτώσεων είναι ο ισχαιμικός που αποκαλείται και φλεβοαποφρακτικός ή χαμηλής ροής. Οδηγεί σε επώδυνη και σκληρή στύση του πέους. Υπάρχει απουσία φλεβικής ροής και της αρτηριακής παροχής (λόγω της αύξησης της ενδοσηραγγώδους πίεσης διακόπτεται), με συνέπεια την ανάπτυξη του συνδρόμου διαμερίσματος που έχει ως κλινικές εκδηλώσεις την υποξία, οξέωση, υπερκαπνία και γλυκοπενία. Εάν δεν αντιμετωπισθεί, οδηγεί σε μόνιμη ενδοσηραγγώδης ίνωση και οργανική στυτική δυσλειτουργία. Ο μη ισχαιμικός πριαπισμός, από την άλλη, εμφανίζεται σπανιότερα, είναι ανώδυνος και οδηγεί σε μαλακή στύση. Οφείλεται σε αυξημένη αρτηριακή ροή εντός των σηραγγωδών λόγω επικοινωνίας της σηραγγώδους αρτηρίας με τα κολποειδή των σηραγγωδών. Δεν αποτελεί επείγουσα κατάσταση και στο 62% των περιπτώσεων υποχωρεί αυτόματα.
Συνεπώς, η επείγουσα κατάσταση την οποία οφείλουμε να διαχειριστούμε είναι ο ισχαιμικός πριαπισμός. Βασικοί στόχοι της θεραπείας αποτελούν η ύφεση του άλγους, η υποχώρηση της στύσης, η διατήρηση της στυτικής λειτουργίας, η πρόληψη μελλοντικών υποτροπών και η θεραπεία υποκείμενου αιτίου.
Αρχικά, λαμβάνουμε συντηρητικά μέτρα με τοπική αναισθησία του πέους και ύστερα τοποθέτηση πεταλούδας μεγάλης διαμέτρου (16-18G) στα σηραγγώδη σώματα διαμέσου της βαλάνου. Πραγματοποιείται αναρρόφηση αίματος από τα σηραγγώδη έως ότου ληφθεί ζωηρό κόκκινο αρτηριακό αίμα. Επόμενο βήμα αποτελεί η έκπλυση των σηραγγωδών σωμάτων με διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,90%. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται ενδοσηραγγώδης θεραπεία με έγχυση ενός αδρενεργικού αγωνιστή. Η τρέχουσα θεραπεία πρώτης γραμμής είναι η φαινυλεφρίνη με έγχυση κλασμάτων των 200 mg κάθε 3-5 λεπτά μέχρι να επιτευχθεί χάλαση της στύσης (η μέγιστη δόση της φαινυλεφρίνης είναι 1 mg μέσα σε 1 ώρα).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Management of priapism: an update for clinician, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Paraphimosis: Current Treatment Options, aafp.org. Διαθέσιμο εδώ