Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Ο τομέας της Εκπαίδευσης, πολύπαθος εδώ και πολλά χρόνια, έχει αποτελέσει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ένα πεδίο συζητήσεων και έντονων διαφωνιών. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα έχει απασχολήσει τις Κυβερνήσεις, η κάθε μία από τις οποίες επιχείρησε να αφήσει το δικό της στίγμα όσον αφορά την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης στους μαθητές.
Κατά τον 19ο αιώνα επικρατούσε μία τάση προς την αρχαιότητα και, έτσι, το βάρος δινόταν σε μια αρχαϊστική μορφή της ελληνικής γλώσσας. Όμως με τη δημοσίευση του έργου «Το Ταξίδι μου» του Γιάννη Ψυχάρη κατατίθεται μια πρώτη αμφισβήτηση της τάσης αυτής και καθίσταται σταθμός στην ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος. Φτάνοντας στον 20ό αιώνα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε σημαντικές προκλήσεις λόγω των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, επομένως και η Εκπαίδευση έπρεπε να τεθεί σε νέα βάση για να ανταποκριθεί στις ανάγκες τις περιόδου. Μετά την αναρρίχηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εξουσία το 1910, η ανάγκη μιας μεταρρύθμισης με «σύγχρονους» όρους θα έλεγε κανείς ότι δεν θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί και έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια κατάθεσης νομοσχεδίων, ορισμένα από τα οποία ήταν πρωτοποριακά για την εποχή και, όπως αποδείχθηκε, για το πολιτικό σύστημα, που, τελικά, δεν κατάφερε να τα υποστηρίξει. Ας μην ξεχνάμε πως εκείνη την περίοδο είχε ξεσπάσει το Μακεδονικό Ζήτημα και οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι. Με τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους να πλησιάζουν τα σημερινά, η έλευση προσφύγων από τα Βαλκάνια δυσχέρανε το έργο της νεοσύστατης κυβέρνησης για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ενώ παράλληλα για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα χρήσης της δημοτικής γλώσσας αντί της καθαρεύουσας.
Κατά τη δεύτερη θητεία του Βενιζέλου ως Πρωθυπουργού, έπρεπε να γίνει πράξη η προεκλογική εξαγγελία του για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Βασικοί «πυλώνες» αυτής αποτέλεσαν ο Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Τσιριμώκος και ο Δημήτρης Γληνός, ο οποίος υπήρξε εισηγητής των νομοσχεδίων. Τα βασικά σημεία στα οποία εστίαζε το πλάνο της Κυβέρνησης ήταν η υποχρεωτική φοίτηση στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό σχολείο, ενώ για τη Μέση Εκπαίδευση καθιερώθηκε αφενός το τρίχρονο «αστικό σχολείο» που είχε τεχνικό και πρακτικό χαρακτήρα και αφετέρου το εξάχρονο γυμνάσιο, το οποίο χωρίζεται σε φιλολογικό και πραγματικό. Επιπλέον, προτάθηκε η πρακτική κατεύθυνση της διδακτέας ύλης, η στροφή στη σύγχρονη παιδαγωγική, η προσαρμογή του προγράμματος σπουδών με βάση τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου, η στροφή στις Θετικές Επιστήμες, η μέριμνα για την επαγγελματική εκπαίδευση και η μόρφωση του γυναικείου φύλου.
Το 1913 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κατάφερε να υποβάλει στη Βουλή μια νέα σειρά από νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στο σύνολό τους εκφράζουν μια νέα αντίληψη για τη σχέση κοινωνικών δομών και εκπαιδευτικών διαδικασιών, η οποία φαίνεται καθαρά στην Εισηγητική Έκθεση: «Πρέπει να παράσχωμεν εις εκάστην κοινωνικήν τάξιν όσω το δυνατόν αρτιωτέραν την εις αυτήν αναγκαιούσαν γενικήν μόρφωσιν», με παράλληλη όμως επισήμανση πως αποτελεί «αρπαγήν της πνευματικής τροφής του λαού η καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσαρμογή του προγράμματος [του Δημοτικού] εις το πρόγραμμα των ανωτέρων σχολείων». Το βήμα ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έγινε. Τα νομοσχέδια του 1913 δεν ψηφίστηκαν από τη Βουλή. Η διαδικασία ψηφίσματος του νομοσχεδίου διεκόπη απότομα όχι μόνο από την αντίδραση της αντιπολίτευσης και των κοινωνικών ομάδων τις οποίες αυτή εκπροσωπούσε, αλλά και από τις έντονες επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από τους βενιζελικούς. Από τα μεταρρυθμιστικά μέτρα της εποχής απέμειναν μόνο δύο νέα προγράμματα μαθημάτων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, αποκομμένα όμως από το νεωτερικό τους πλαίσιο και, είχε ως αποτέλεσμα, την αδύναμη ισχύ τους στον ελληνικό εκπαιδευτικό χώρο.
Παρά την ριζοσπαστική προσπάθεια αλλαγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την Κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, τα νομοσχέδια δεν ψηφίστηκαν και δεν έγιναν νόμοι του κράτους. Δεν πρέπει, εντούτοις, να λησμονηθεί από κανέναν ότι βασικός στόχος ήταν η βελτίωση των αδυναμιών του συστήματος και συνεπώς ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης, που βρήκε απροετοίμαστο το πολιτικό σύστημα. Ενδεικτικό στοιχείο της όλης κατάστασης είναι ακόμα και κάποια από τα στελέχη του κόμματος του Βενιζέλου δεν ψήφισαν ορισμένους νόμους, αλλά και ότι ο Πρωθυπουργός δεν επέμεινε φοβούμενος ότι θα χάσει τη στήριξη των πολιτών, ενώ πίεση ασκήθηκε και από άλλους κύκλους, όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σήφης Μπουζάκης, Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, τ. Α’, Gutenberg
- Νομοσχέδιο για μεταρρύθμιση του 1913 (επιμέλεια Ν. Βαρμάζης – Τ. Γιάννου), greek-language.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Χρήστος Δημόπουλος (2019), Το ιστορικό πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1913, διαθέσιμο εδώ.