Της Μαρίνας Γεωργουσάκη,
Η μερισματική πολιτική αποτελεί ένα ζήτημα γύρω από το οποίο γίνονται πολλές συζητήσεις, απασχολώντας ιδιαιτέρως άτομα που εμπλέκονται στον κόσμο των επιχειρήσεων. Υπάρχει μια διχογνωμία για το κατά πόσο η μερισματική πολιτική δύναται να επηρεάσει τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχή μιας εταιρείας ή όχι. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις κλίνουν περισσότερο στην άποψη ότι δέχεται επιρροή η μετοχή από τη μερισματική πολιτική που θα ακολουθηθεί. Το παραπάνω θέμα ονομάζεται «αίνιγμα του μερίσματος».
Ως μερισματική πολιτική ορίζεται η απόφαση που καλείται να πάρει η διοίκηση της εκάστοτε εταιρείας ως προς την αναλογία που θα έχουν τα παρακρατηθέντα κέρδη με τα διανεμηθέντα κέρδη (υπό μορφή μερίσματος). Τα παρακρατηθέντα κέρδη αυξάνουν τα ιδία κεφάλαια της επιχείρησης και δύναται να χρησιμοποιηθούν για επενδύσεις. Από την άλλη μεριά, η μερισματική πολιτική είναι εκείνη που θα ορίσει τον βαθμό της εσωτερικής χρηματοδότησης.
Πολλοί επενδυτές πιστεύουν ότι οι προτιμήσεις τους επηρεάζονται από τη μερισματική πολιτική που θα ακολουθήσει η επιχείρηση, καθώς μέσω αυτής επηρεάζεται και η τιμή της μετοχής. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με τον τρόπο που οι εταιρείες πρέπει να διανέμουν τα κέρδη τους και αυτές οι θεωρίες εξελίσσονται συνεχώς, για να αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον.
Οι επικρατέστερες θεωρίες που θα αναλυθούν είναι τρεις και πρόκειται για τη θεωρία της μη σχετικότητας, τη θεωρία «καλύτερα πέντε και στο χέρι» και τη θεωρία της φορολογικής διαφοροποίησης. Κατά την πρώτη θεωρία, ο Merton Miller και ο Franco Modigliani υποστηρίζουν ότι η μερισματική πολιτική δεν έχει επίδραση στην αξία της επιχείρησης και, επομένως, δεν έχει επίπτωση στην απόδοση της μετοχής. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, οι επενδυτές επιλέγουν μερίσματα βάσει της συνολικής αξίας που αυτά φέρουν, ανεξάρτητα από το ποσοστό του μερίσματος. Οι εταιρείες μπορούν, συνεπώς, να επικεντρώνονται στη δημιουργία συνολικής αξίας για τους μετόχους τους, συνδυάζοντας την αύξηση του μερίσματος με άλλες μορφές επενδυτικής αξίας. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις δεν προσανατολίζονται τόσο στον διαχωρισμό των κερδών σε μερίσματα ή διανεμηθέντα κέρδη όσο στο συνολικό εισόδημα που θα προκύψει από την παραγωγή.
Μια άλλη θεωρία των Gordon και Linter, η οποία συναντάται στη βιβλιογραφία ως «καλύτερα πέντε και στο χέρι» (“bird in the hand theory”), υποστηρίζει ότι με την πληρωμή μερισμάτων προωθούνται εισροές μετρητών προς τους μετόχους, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αβεβαιότητα που συσχετίζεται με τις μελλοντικές ταμειακές ροές. Εξαιτίας της μεταβλητότητας των τιμών των μετόχων, τα μερίσματα αποτελούν μια «ασφάλεια» για τους μετόχους, καθώς αποτελεί μια πιο αξιόπιστη μορφή επιστροφής των κερδών. Απόρροια των παραπάνω είναι ότι η αξία της επιχείρησης αυξάνεται μέσα από τη διανομή μερισμάτων λόγω της βεβαιότητάς τους, εν αντιθέσει με τα κεφαλαιακά κέρδη. Ως εκ τούτου οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ενστερνίζονται την άποψη ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν υψηλές πληρωμές μερισμάτων, με σκοπό να μεγιστοποιήσουν την τιμή της μετοχής.
Άλλη μια θεωρία μερισματικής πολιτικής είναι αυτή της φορολογικής διαφοροποίησης, που σύμφωνα με τους Lintzenberger και Ramaswamy, οι επενδυτές δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο μελλοντικό εισόδημα που δημιουργούν τα επανεπενδυμένα κέρδη, συγκριτικά με το τρέχον εισόδημα των μερισμάτων. Ο βασικότερος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι στη διαφορετική φορολογία που υπάρχει ανάμεσα στα μερίσματα και στα κεφαλαιακά κέρδη. Πιο συγκεκριμένα, τα μερίσματα έχουν υψηλότερο φορολογικό συντελεστή, οδηγώντας, έτσι, τους επενδυτές να προτιμούν τα κέρδη των κεφαλαίων. Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, οι επενδυτές δεν είναι διατεθειμένοι να ρευστοποιήσουν άμεσα τις μετοχές τους, επομένως δεν θα πραγματοποιηθούν κέρδη, άρα δεν θα υπάρξει φορολογία κι έτσι θα αναβληθεί και η πληρωμή φόρου, η οποία θα μεταφερθεί σε μελλοντικό χρονικό διάστημα.
Συγκρίνοντας τις τρεις αυτές θεωρίες, δεν έχει καταστεί ακόμη σαφές ποια είναι πιο σωστή και προτιμότερη. Οι οικονομολόγοι αδυνατούν να παρουσιάσουν τις επιπτώσεις κάθε μιας πολιτικής στην τιμή της μετοχής, επομένως η διοίκηση της εκάστοτε επιχείρησης καλείται να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Οι εταιρείες πρέπει να εξετάζουν πολλούς παράγοντες, όπως οικονομικές συνθήκες, εσωτερικές ανάγκες και προοπτικές ανάπτυξης. Εν τέλει, η σωστή στρατηγική για τη διανομή μερισμάτων εξαρτάται από τον σκοπό και τους στόχους κάθε εταιρείας, το δικό της προφίλ, καθώς και των επενδυτών της, και η απόφαση που λαμβάνει θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την πραγματική αξία που προσφέρει στους επενδυτές της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚH ΠΗΓH
- Θεωρίες Μερισματικής Πολιτικής, economy0.webnode.gr, διαθέσιμο εδώ