Της Καλλιόπης Λειβαδάρου,
Στις αρχές του 1820, την κεντρική επιτροπή της Φιλικής Εταιρείας την αποτελούσαν μόνο οι ιδρυτές της, Τσακάλωφ και Ξάνθος (ο Σκουφάς είχε πεθάνει), οι έμποροι Σέκερης, Νικόλαος Παξιμάδης και Αντώνιος Κομιζόπουλος, οι «απόστολοι» Λεβέντης και Αναγνωστόπουλος, ο Αρχιμανδρίτης Δικαίος (Παπαφλέσσας) και ο διανοούμενος Άνθιμος Γαζής. Τα ηγετικά στελέχη, τα μέλη της «Υπερτάτης Αρχής» και το άμεσο περιβάλλον τους, απέκλειαν το ενδεχόμενο της συλλογικής ηγεσίας και επέμεναν στην επιλογή ως Αρχηγού ενός τρίτου προσώπου, του οποίου οι ικανότητες και το κύρος θα ξεχώριζαν.
Ωστόσο, τα πρόσωπα που διέθεταν τέτοια χαρακτηριστικά ήταν ελάχιστα και οι δυνατότητες επιλογής εξαιρετικά περιορισμένες. Το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια βρισκόταν στην κορυφή των προτιμήσεων της ηγετικής ομάδας των Φιλικών. Ο Ι. Καποδίστριας όμως αρνείται για δεύτερη φορά την πρόταση για ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας, που του μετέφερε ο Ε. Ξάνθος. Αυτή η άρνηση ήταν ένα ισχυρό πλήγμα κατά των σχεδίων της Εταιρείας, αλλά δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει την ορμή των Φιλικών προς την ανάδειξη αρχηγού. Οι Φιλικοί στράφηκαν τότε προς τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, τη δεύτερη εξέχουσα ελληνική προσωπικότητα στην υπηρεσία της Ρωσίας, υπασπιστή του τσάρου και γόνο της μεγάλης οικογένειας των Υψηλαντών.
Ο Α. Υψηλάντης (1792-1828), γιος του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη, από μικρός είχε δείξει κλίση στο στρατιωτικό στάδιο. Το 1810 κατατάχθηκε στο σώμα των έφιππων σωματοφυλάκων του τσάρου με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες των Ρώσων εναντίον των Γάλλων. Στη μάχη μάλιστα της Δρέσδης είχε χάσει το δεξί του χέρι. Το 1814-1815 ήταν και εκείνος μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο συνέδριο της Βιέννης με τον βαθμό του υποστρατήγου.
Ο ευγενής ευπατρίδης είχε βάλει ως σκοπό της ζωής του να απελευθερώσει το ελληνικό έθνος από τα οθωμανικά του δεσμά. Μάλιστα, στο συνέδριο της Βιέννης είχε τη γνώμη ότι η ελληνική υπόθεση ήταν υπόθεση του Χριστιανισμού και του ανθρωπισμού και ότι σύντομα θα γινόταν πανευρωπαϊκή. Είχε αρκετή μόρφωση και οξύνοια, προτερήματα που τα αξιοποιούσε η φυσική και πειστική ευγλωττία του, ωστόσο αγνοούσε τα ελληνικά πράγματα και έκρινε τις περισσότερες φορές επιπόλαια ανθρώπους και ζητήματα. Ήταν αγαθός και ευγενής, μελαγχολικός και ονειροπόλος, ευκολοσυγκίνητος και ενθουσιώδης, χαρακτηριστικά τα οποία μπορούσαν εύκολα να τον οδηγήσουν στο παράτολμο εγχείρημα.
Ο Ξάνθος απευθύνεται στον Α. Υψηλάντη, ο οποίος αποδέχεται την ευθύνη του «Γενικού Εφόρου» της «Ελληνικής» [=Φιλικής] Εταιρείας. Έτσι, στις 12 Απριλίου 1820 έληξε η μακρά περίοδος αναζήτησης αρχηγού και εγκαινιάστηκε η τελευταία φάση προετοιμασίας του Αγώνα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με το συνθηματικό όνομα «Καλός» και τα στοιχεία του αλφαβήτου ΑΡ για την αλληλογραφία του, επιδόθηκε αμέσως στο έργο του με έναν τρόπο που δείχνει αξιόλογες οργανωτικές ικανότητες και πολύ καλό βαθμό συνεργασίας με τα ηγετικά στελέχη της Εταιρείας.
Στην Πετρούπολη ο Υψηλάντης ζήτησε και έλαβε ακρόαση από τον Καποδίστρια, στον οποίο ανακοίνωσε την απόφασή του να ηγηθεί της Εταιρείας. Επίσης, ζήτησε από τον Καποδίστρια να τον παρουσιάσει στον τσάρο, προκειμένου να τον ενημερώσει και να ζητήσει τη συγκατάθεση και τη βοήθειά του. Ο Κερκυραίος διπλωμάτης αρνήθηκε αυτήν τη διαμεσολάβηση και υποστήριξε ότι μια τέτοια επίσκεψη δεν επρόκειτο να αποφέρει αποτελέσματα με θετικό πρόσημο.
Μετά την ανάληψη της Αρχηγίας, περί τα τέλη Ιουνίου, ο Υψηλάντης ενημερώθηκε από τον Ξάνθο για την κατάσταση της Εταιρείας και επιδόθηκε σε μια τεράστια προσπάθεια επικοινωνίας με τους ηγετικούς Εταίρους, τις τοπικές Εφορείες και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, με σκοπό να δημιουργήσει έναν νέο οργανισμό, που θα ήταν και ο μηχανισμός της εξέγερσης.
Ο Υψηλάντης έπειτα ζήτησε και έλαβε διετή άδεια απουσίας για λόγους υγείας και κατόπιν αναχώρησε από την Πετρούπολη στις αρχές Ιουλίου 1820. Φθάνοντας στη Μόσχα, ο Υψηλάντης έλαβε τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα από τον εκεί κύκλο των Εταιριστών. Με σοβαρές εισφορές εύπορων Ελλήνων της Μόσχας συγκεντρώθηκε ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό, το οποίο έγινε η βάση της δημιουργίας της «εθνικής κάσας». Από τη Μόσχα ο Υψηλάντης κατευθύνθηκε στο Κίεβο, όπου ήταν ο τόπος διαμονής της πατρικής του οικογένειας.
Τον Αύγουστο του 1820 η Οδησσός γίνεται σημαντικό σημείο ενεργειών του Υψηλάντη. Νέα μέλη μυούνται στην Εταιρεία, ενώ οι πιο ευκατάστατοι έμποροι της πόλης εισφέρουν σημαντικά χρηματικά ποσά. Την ίδια εποχή, εμφανίζονται στην πόλη σημαντικά στελέχη της Εταιρείας προκειμένου να συναντηθούν με τον Υψηλάντη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βακαλόπουλος A. E., «Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829). Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822)», στην: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1980, α΄ ανατύπωση, Αθήνα, 2007, τ. 5
- Dakin D., Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1983, γ΄ ανατύπωση, 2010
- Παναγιωτόπουλος B., Δύο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση: Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού, μετάφραση: Χρίστος Μ. Οικονόμου, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα, 2015
- Παναγιωτόπουλος B., «Η Φιλική Εταιρεία: Οργανωτικές προϋποθέσεις της Εθνικής Επανάστασης», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000. Η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832 (Επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, τ. 3