Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η αντιπαράθεση αναφορικά με το ζήτημα της απόσυρσης του εικαστικού έργου της λεγομένης «ροζ σημαίας» από την έκθεση του ελληνικού προξενείου στη Νέα Υόρκη, αποδεικνύει ότι στη χώρα αν μη τι άλλο έχει υποσταλεί η σοβαρότητα. Ουδεμία εκ των αντιμαχομένων πλευρών έθεσε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση κι αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη ασέβεια προς τη Σημαία κι όσα αυτή εκφράζει.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, αν και χιλιοειπωμένα: Έχει όρια η τέχνη; Σαφώς κι έχει. Τα όριά της είναι δύο επιπέδων: Το πρώτο αφορά την ανάπτυξή της εντός του πλαισίου που το Σύνταγμα και οι νόμοι του Κράτους ορίζουν. Έτσι, το Κράτος, οι αρμόδιες αρχές και όποιος ιδιώτης θεωρούν ότι ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα θίγει κάποιο συλλογικό ή ατομικό δικαίωμα ή αγαθό, μπορεί να πράττει αναλόγως προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία του ή να αποκατασταθεί από κάποια παράνομη προσβολή. Για παράδειγμα, είναι άλλο η σάτιρα, ακόμα και στην οξύτερη μορφή της, κι άλλο η εξύβριση ή η συκοφαντική δυσφήμιση. Είναι άλλο η συμμετοχή ενός ζώου σε μια κινηματογραφική ταινία κι άλλο ο βασανισμός ενός ζώου, ακόμη κι αν αυτός υπηρετεί την πλοκή της. Ακόμη, υπάρχουν καλλιτεχνικά δημιουργήματα τα οποία δεν είναι κατάλληλα για άτομα όλων των ηλικιών. Το δεύτερο αφορά την κρίση του κοινού. Το κοινό είναι αυτό το οποίο θα προσφέρει την ηθική αναγνώριση σε ένα έργο και θα του προσδώσει διαχρονική αξία. Το κοινό είναι, επίσης, εκείνο που, εκφράζοντας μαζικά την αποστροφή του για ένα έργο, θα το απαξιώσει στη συλλογική συνείδηση και θα το καταδικάσει στη λήθη.
Εδώ, έχουμε μία εικαστική έκθεση η οποία διοργανώνεται από ένα Προξενείο. Κατά συνέπεια, το Κράτος, με την ευρύτερη έννοια, έχει την ευθύνη διεξαγωγής της, η οποία ευθύνη περιλαμβάνει και την έγκριση των εκτεθειμένων έργων. Προφανώς, το επίμαχο έργο, το οποίο, σύμφωνα με τη δημιουργό του, προέκυψε από κλινοσκεπάσματα γυναικών – θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας που συνέθεσαν μια παραποιημένη ελληνική σημαία, έλαβε τη σχετική έγκριση των διοργανωτών. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, είναι ευθύνη της πολιτικής και υπηρεσιακής ηγεσίας του φορέα διοργάνωσης της εκθέσεως η συμπερίληψή του σε αυτήν.
Ως προς το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης και σε ό,τι αφορά την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, αναρωτιέται κάποιος ευλόγως: Δεν είχε ενημερωθεί σχετικώς; Πιθανότατα όχι, καθότι το θέμα της διοργάνωσης μιας εικαστικής έκθεσης δεν φαντάζει και ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας. Εφόσον όμως, εκ των υστέρων, ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, ανήγαγε το ζήτημα σε μείζον, παρεμβαίνοντας για την αποκαθήλωση του έργου, δεν θα έπρεπε να είχε προβλέψει την ύπαρξη δικλείδων ασφαλείας, προκειμένου να αποφευχθεί η έκθεση έργων που δεν είναι αρμόζοντα στον χώρο ενός Προξενείου;
Εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε ο Γεραπετρίτης καθιστά σαφές ότι η Κυβέρνηση πανικοβλήθηκε, θεωρώντας ότι δεν μπορεί να σηκώσει επικοινωνιακά ακόμα ένα πλήγμα στο δεξιό μέρος της εικόνας της. Το ζήτημα ηγέρθη, άλλωστε, από τον πρόεδρο της ΝΙΚΗΣ, Δημήτρη Νατσιό, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή που αφορούσε την παροχή άδειας εργασίας σε αλλοδαπούς που διαμένουν παρανόμως στη χώρα την τελευταία τριετία. Μια κίνηση η οποία προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, με αποκορύφωμα την καταψήφιση της εν λόγω νομοθετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους του πρώην Πρωθυπουργού και Προέδρου της Ν.Δ., Αντώνη Σαμαρά και την επιβολή αυστηρής κομματικής πειθαρχίας στην κοινοβουλευτική ομάδα της πλειοψηφίας, δεδομένου ότι, βάσει δημοσίων τοποθετήσεων, τουλάχιστον έξι ακόμα Βουλευτές, πιθανότατα θα συντάσσονταν με τη γραμμή Σαμαρά. Είχε προηγηθεί η αναταραχή σχετικά με την κυβερνητική εξαγγελία της νομοθέτησης του γάμου ομόφυλων προσώπων και την παροχή σε αυτά του δικαιώματος τεκνοθεσίας. Και πάλι ο Σαμαράς είχε ξεκαθαρίσει δημοσίως ότι θα καταψηφίσει, ενώ το ίδιο είχε πράξει και ο Υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης, ο οποίος δήλωσε διατεθειμένος να παραιτηθεί του υπουργικού του αξιώματος σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα πειθαρχίας στα μέλη της κυβέρνησης.
Οι εξαγγελίες διαφοροποιήσεων και η απορριπτική στάση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις -ακόμα και σε αυτές των φίλα προσκείμενων στη κυβέρνηση ΜΜΕ, όπου το ερώτημα τίθεται σκοπίμως λανθασμένα μιας και αποσυνδέουν τον γάμο από την τεκνοθεσία, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί εν τοις πράγμασι, απέτρεψαν τον Μητσοτάκη από το να φέρει στη Βουλή το ζήτημα άμεσα, όπως σχεδίαζε. Η «ποταμοποίηση» της Ν.Δ. είναι σαφές ότι πλέον αρχίζει να πέφτει πολύ βαριά στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος και οι στενοί συνεργάτες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, μέσα στην τεράστια αλαζονεία που τους διακατέχει, αντελήφθησαν ότι απαιτείται βαλβίδα εκτόνωσης του δεξιού κοινού και στελεχιακού δυναμικού της «γαλάζιας» παράταξης. Ο Γεραπετρίτης, άραγε, που εμφανίσθηκε τόσο άτεγκτος στο ζήτημα της «ροζ σημαίας», τι θα πράξει αναφορικά με τον γάμο και την τεκνοθεσία εκ μέρος των ομοφύλων; Το τι έπραξε σχετικά με την παροχή άδειας εργασίας στους παρανόμους διαμένοντες στη χώρα γνωστό. Μάλλον, λοιπόν, τόσο αυτός όσο και η Κυβέρνηση της ΝΔ λίγο ενδιαφέρονται πραγματικά για την προστασία του εθνικού μας συμβόλου…
Επειδή, φυσικά, μιλώντας για Τέχνη, είναι άχαρο η συζήτηση να περιστρέφεται επί των εσωκομματικών ζητημάτων της κυβερνώσας παράταξης κι εν γένει επί ζητημάτων εντυπωσιοθηρίας – ψηφοθηρίας (δεδομένου ότι και τα κόμματα της Αντιπολίτευσης που επέκριναν τον Γεραπετρίτη για την αποκαθήλωση του έργου μάλλον «προοδευτικά ένσημα» αναζητούσαν …), η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης και τον ρόλο των εθνικών συμβόλων. Και στο ζήτημα αυτό οι προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιλαροτραγικές.
«Εθνικόφρονες» μπαρούφες εναντίον «θολοκουλτουριάρικων». Αμφότερες εκτοξευόμενες από ανθρώπους – πολιτικούς, δημοσιογράφους, χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης – που είναι ξεκάθαρο ότι στερούνται μόρφωσης, παιδείας, αισθητικής αντίληψης και ιστορικής συνείδησης. Και καλά, όσοι ήταν υπέρ του συγκεκριμένου έργου, στην πλειοψηφία τους είναι θεράποντες και θεραπαινίδες της πολιτικής ορθότητας, οπότε η μπαρουφολογία και ο παραλογισμός είναι στη βάση της διανονητικής και πολιτικής τους συγκρότησης. Αυτοί, όμως, που είχαν ένσταση στη χρήση του σχεδίου της ελληνικής σημαίας με αυτόν τον τρόπο, δεν ανέδειξαν δημοσίως τον πυρήνα του ζητήματος, το οποίο πιστοποιεί το απαράδεκτο της μορφής αυτού του έργου και της θέσης του στον συγκεκριμένο χώρο: Η καλλιτέχνις που του εμπνεύστηκε και το δημιούργησε συκοφαντεί την Ελλάδα, παρουσιάζοντας αυτήν ως ένα κολαστήριο για τις γυναίκες. Σαφώς και το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας είναι φλέγον. Σαφέστατα και η Πολιτεία οφείλει να πράξει τα δέοντα, προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη δυνατή πρόληψη και η αυστηρότατη τιμωρία αυτών των εγκλημάτων. Μόνο έναν τρελός ή ένας συναισθηματικά ανάπηρος θα αρνιόταν ότι πρέπει να δοθεί βοήθεια και δημόσιο βήμα στα θύματα.
Από εκεί και πέρα όμως, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να πείσουν για το αντίθετο, η Ελλάδα δεν είναι το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν ούτε το Πακιστάν ή Ινδία, όπου οι φόνοι και οι βάναυσες κακοποιήσεις γυναικών αποτελούν όχι απλώς καθημερινό φαινόμενο, αλλά στοιχεία σύμφυτο με την κουλτούρα που επικρατεί εκεί. Αποτελεί προσβολή προς αυτές τις γυναίκες το να παρουσιάζονται οι Ελληνίδες ως άτομα που βρίσκονται στην ίδια μοίρα με τις Αφγανές ή τις Πακιστανές. Διότι όταν ταυτίζεις το εθνικό σύμβολο της Ελλάδας με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και ιδίως των δολοφονιών που διαπράττονται στο πλαίσιο αυτής, τη συκοφαντείς διεθνώς.
Διόλου τυχαίο ότι στην περιγραφή του έργου χρησιμοποιείται ο αντι-επιστημονικός, μη νομικά κατοχυρωμένος στη χώρα μας, όρος «γυναικοκτονίες». Ένας όρος που εφευρέθηκε διεθνώς από την πολιτική ορθότητα όχι για να αναδείξει το πρόβλημα και να συνεισφέρει στην εξάλειψή του, αλλά για να υπηρετήσει ένα αφήγημα, που θέλει όλους τους άντρες της Δύσης ένοχους για τα πάντα. Και φυσικά, πολλά μέλη του ημεδαπού κουτοπόνηρου κι ελλειμματικού πολιτικού μας προσωπικού τον χρησιμοποιούν προς ικανοποίηση ιδεοληψιών, αλλά κυρίως προς άγραν ψήφων. Όχι, λοιπόν δεν είμαστε όλοι δολοφόνοι και βιαστές. Όχι, η Ελλάδα δεν είναι η επί γης κόλαση για τις γυναίκες. Είναι μια χώρα στην οποία, δυστυχώς, συμβαίνουν και εγκλήματα εις βάρος γυναικών και τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα από αυτούς που όντως ενδιαφέρονται για το καλό των γυναικών κι όχι από «επαγγελματίες προοδευτικούς» και διαδρομιστές. Η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών, άλλωστε, δεν εκφράζεται από τις ακρότητες, αλλά επιθυμεί την πραγματικά ισότιμη και αρμονική συνύπαρξη με το άλλο φύλο.
Σε ποιον ανήκει τελικά η σημαία; Σε όλους όσοι είναι κι αισθάνονται Έλληνες. Ποια είναι η αποστολή της; Να ενώνει κι όχι να διχάζει. Να προβάλει το καλύτερο πρόσωπο της χώρας. Το δυναμικό, το αισιόδοξο, το διαχρονικό. Αυτό για το οποίο είμαστε περήφανοι κι αυτό για το οποίο θέλουμε να μας αναγνωρίζουν στο εξωτερικό. Να εγγυάται τη συνέχεια του Έθνους. Η σημαία δεν κρύβει τις αδυναμίες μας. Ανέμισε, άλλωστε, πολλάκις σκισμένη και πρόσκαιρα «νικημένη». Η γαλανόλευκη, όμως, συμβολίζει τη συλλογική προσπάθεια να γίνουμε καλύτεροι και να τη δοξάσουμε. Κι αυτή είναι η μία και μοναδική μορφή που της αρμόζει…