Της Μαρίας Κουλούρη,
Για κάποιους ο έρωτας αποτελεί ένα συναίσθημα, ενώ για κάποιους άλλους αποτελεί μια κατάσταση. Προσωπικά, νομίζω πως αποτελεί μια κατάσταση που εκφράζεται μέσα από τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα, όμως, για να «ακουστούν» χρειάζονται πράξεις και λόγια, ατάκες, δηλαδή, ανθρώπων που, ακόμα και με μια φράση, «ομολογούν» τα πάντα και κρύβουν ολόκληρες ιστορίες. Από αυτές τις ατάκες εμπνεύστηκε η Μαρία Τσατσάκη και δημιούργησε το βιβλίο της Έρωτας. Ατάκα. Ιστορία, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κάκτος.
Η συγγραφέας του βιβλίου, Μαρία Τσατσάκη, είναι γεννημένη στην Αθήνα, ενώ μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Οι σπουδές της, και προπτυχιακές και μεταπτυχιακές, ολοκληρώθηκαν στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων (προπτυχιακές σπουδές στην κατεύθυνση Marketing). Έκανε την πρακτική της άσκηση σε μια διαφημιστική εταιρεία, ενώ στα δέκα χρόνια της εργασιακής της εμπειρίας έχει εργαστεί στο τμήμα Marketing τριών διαφορετικών πολυεθνικών εταιρειών. Τα ενδιαφέροντά της αφορούν τον αθλητισμό, το θέατρο και τη συγγραφή, κάνοντας, μάλιστα, σεμινάρια συγγραφής. Είναι η δημιουργός της σελίδας atakaistoria.gr, από την οποία εμπνεύστηκε τις ιστορίες για το βιβλίο της Έρωτας. Ατάκα. Ιστορία.
Το βιβλίο περιλαμβάνει εκατό αυτοτελείς ιστορίες, που έχουν ως κεντρικό θέμα τους τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις. Αυτές οι ιστορίες περικλείουν συναισθήματα χαράς, λύπης, απογοήτευσης, αποχωρισμού, ανάμνησης, αγάπης, νοσταλγίας… Εν γένει, όλα όσα βιώνει ένας άνθρωπος που «αντιμετωπίζει» την κατάσταση του έρωτα. Η πρώτη ιστορία καταλήγει στην ίσως πιο αισιόδοξη ατάκα που θα μπορούσε να ειπωθεί για τον έρωτα: «Έρωτας είναι η έμπνευση να ζεις». Η συγκεκριμένη φράση ειπώθηκε από τον κύριο Αντρέα για την επί πολλά χρόνια σύζυγό του, η οποία λίγο νωρίτερα είχε παραδεχθεί πως ο έρωτάς τους ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και συνεχίζει «απτόητος» έως και σήμερα. Δεν είναι, ωστόσο, όλοι οι έρωτες ευτυχείς όπως ο παραπάνω. Η ιστορία 44, για παράδειγμα, περιγράφει έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, ο οποίος έμεινε μετέωρος και δεν προχώρησε λόγω του δισταγμού και των «αμυντικών τειχών» που «ύψωσε» ο άνθρωπος που αγαπούσε η αναγνώστρια, με την ίδια να αναρωτιέται «γιατί φοβήθηκες το εγώ μας να γίνει εμείς;». Αξίζει να σημειωθεί, βεβαίως, πως το βιβλίο περιλαμβάνει και ατάκες μέσα από ποιητικές αφιερώσεις, όπως, λόγου χάρη, η τελευταία ιστορία.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως το βιβλίο ακολουθώντας, κυκλικό σχήμα, ανοίγει και κλείνει με τη διαχρονικότητα του έρωτα και την αντοχή του στη φθορά του χρόνου. Ίσως, γιατί η διαχρονικότητα αποτελεί και τον ύψιστο στόχο του έρωτα, αφού ο κάθε άνθρωπος θα επιθυμούσε να ζήσει για πάντα δίπλα σε εκείνον που αγαπά. Σίγουρα, ο έρωτας από μόνος του αποτελεί ένα πολύ όμορφο και δυνατό συναίσθημα για τον οποιονδήποτε, ακόμα και αν δεν έχει ευτυχή κατάληξη. Είναι καλύτερο, όμως, να ζεις με τον έρωτά σου ή με την ανάμνησή του; Η απάντηση στο ερώτημα είναι υποκειμενική και ξεχωριστή για τον κάθε άνθρωπο, γι’ αυτό κάθε άποψη πρέπει να θεωρείται σεβαστή. Η συγγραφέας με έναν εξαιρετικό τρόπο καταφέρνει να σέβεται όλες αυτές τις πτυχές του έρωτα αποδίδοντας πολλές καθημερινές ιστορίες με έναν ρομαντικό ρεαλισμό, ο οποίος απέχει τόσο από τον κυνισμό όσο και από την εικόνα του ιδανικού έρωτα, ο οποίος, τις περισσότερες φορές, αποτελεί έναν «άνθρακα θησαυρό».