Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Γνωστή σε όλους μας είναι η έννοια του δεδικασμένου, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τις τελεσίδικες αποφάσεις των δικαστηρίων. Ωστόσο, γίνεται αντιληπτό πως σε μια κοινωνία δικαίου, θα ήταν άδικο για τον διάδικο να μην δύναται να ανατρέψει αποφάσεις, που, ενώ έχουν την ισχύ του δεδικασμένου, αποτυπώνουν βαριά δικονομικά παραπτώματα και λανθασμένες δικονομικές κρίσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, επομένως, επιτρέπεται η άσκηση της αναψηλαφήσεως. Σε αντίθεση με την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση που ασκούνται ως τακτικά ένδικα μέσα, η αναψηλάφηση είναι έκτακτο ένδικο μέσο, εξαιτίας ακριβώς του χαρακτήρα και της ιδιότητάς της να ανατρέπει τελεσίδικες αποφάσεις για ορισμένους λόγους αποβλέποντας στην εξαφάνισή τους και στην εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως.
Η αναψηλάφηση επιχειρεί την ανατροπή και όχι την εύρεση σφάλματος, είτε αυτό αφορά στην ουσία είτε στη νομιμότητα της αποφάσεως που εκδόθηκε και κατά της οποίας απευθύνεται αυτή η ίδια. Τα άρθρα που αφορούν στην αναψηλάφηση είναι τα 538 έως 551 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενώ συμπληρωματικά λειτουργούν, όπου δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση, οι γενικές διατάξεις για τα ένδικα μέσα. Απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, έχοντας ως διπλό αίτημα τόσο διαπλαστικού, όσο και διαγνωστικού χαρακτήρα, την εξαφάνιση της αφενός, και την επανασυζήτηση της υποθέσεως αφετέρου, όπως προαναφέρθηκε.
Προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση αναιρέσεως αποτελεί οπωσδήποτε η ύπαρξη αποφάσεως που επιδέχεται της αναψηλαφήσεως, η νομιμοποίηση, η επίκληση του λόγου αναψηλαφήσεως, καθώς και το έννομο συμφέρον, η εμπρόθεσμη και σύμφωνη με τον νόμο άσκησή της, αλλά και η μη άσκηση άλλης αναψηλαφήσεως επί της ίδιας αποφάσεως.
Το άρθρο 538 ΚΠολΔ κάνει μία πρώτη εισαγωγή και ορίζει πως «Με αναψηλάφηση, μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου εφόσον δικάζει κατ’ ουσίαν.», ενώ για την πλήρη κατανόηση των προσβαλλόμενων με αναψηλάφηση αποφάσεων, το άρθρο 539 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν την δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναψηλάφηση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί η οριστική απόφαση στη δίκη. Αν προσβληθεί με αναψηλάφηση η οριστική απόφαση, θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί προηγουμένως και αν η αναψηλάφηση δεν απευθύνεται ρητώς κατά των αποφάσεων αυτών».
Αναίρεση χωρεί, με λίγα λόγια, στις τελειωτικές και τελεσίδικες αποφάσεις κάθε τακτικού πολιτικού δικαστηρίου, αλλά και του Αρείου Πάγου όταν εκδικάζει κατ’ ουσίαν. Αναψηλάφηση νομιμοποιούνται να ασκήσουν όλοι οι διατελέσαντες διάδικοι στη δίκη, οι καθολικοί και οιονεί καθολικοί διάδοχοι τους, οι ειδικοί διάδοχοι μεταγενέστερα της ασκήσεως της αγωγής, αλλά και οι εισαγγελείς πρωτοδικών και εφετών, αν και εφόσον υπήρξαν διάδικοι στην δίκη, και στρέφεται κατά των προσώπων που υπήρξαν επίσης διάδικοι, ενώ τρίτοι δεν έχουν το παραπάνω δικαίωμα.
Για τη νομότυπη άσκηση της αναψηλαφήσεως εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των ένδικων μέσων, σχετικά με την κατάθεση της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για την καταβολή του σχετικού παραβόλου. Οφείλει το δικόγραφο της αναψηλάφησης να συντάσσεται με τα όσα προβλέπονται στα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ και να συμπεριλαμβάνει έναν τουλάχιστον ορισμένο λόγο αναψηλαφήσεως, ειδάλλως η αίτηση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως δίνεται η δυνατότητα προβολής πρόσθετων λόγων, όχι, όμως, άσχετων με τα κεφάλαια που εμπεριέχονται στην αναψηλάφηση που έχει κατατεθεί. Οι προθεσμίες για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναψηλαφήσεως διαμορφώνονται σύμφωνα με τον τόπο κατοικίας του αιτούντος.
Έτσι, σε περίπτωση διαμονής του στην ημεδαπή, η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι εξήντα ημέρες, ενώ αν κατοικεί στο εξωτερικό ή έχει άγνωστη διαμονή, η προθεσμία είναι εκατόν είκοσι ημέρες. Ειδικότερα, τις προθεσμίες ρυθμίζει το άρθρο 545 ΚΠολΔ, αν συντρέξουν και οι περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 544 ΚΠολΔ.
Τα ένδικα μέσα αποτελούν πράξεις με τις οποίες επιδιώκεται, σε κάθε περίπτωση, η έννομη προστασία σε δεύτερο επίπεδο, μέσω του ελέγχου που ασκούν τα ανώτερα ιεραρχικώς δικαστήρια κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην πράξη, η αναψηλάφηση δεν συναντάται τόσο συχνά, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μην επισημανθεί η μεγάλη σημασία της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Δ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2022