Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Αν έπρεπε κανείς να απαριθμήσει τα πολυαναμενόμενα βιβλία της φετινής χρονιάς στον χώρο της ελληνικής συγγραφής, ασφαλώς θα ήταν ένα από τα κορυφαία της λίστας. Ο διάσημος, τόσο από την πολιτική του σταδιοδρομία όσο και από τα βιβλία του, συγγραφέας, αναμενόταν τους τελευταίους μήνες του 2023 να συμπληρώσει μια διήγηση που είχε ξεκινήσει ήδη με την έκδοση του πρώτου μέρους της αυτοβιογραφίας του στο τέλος του 2022. Έτσι και έγινε, με αποτέλεσμα το αναγνωστικό κοινό να έχει μία ακόμη επιλογή για τα αναγνώσματά του πριν το τέλος της χρονιάς, αλλά και για τυχόν δώρα σε βιβλιόφιλους.
Κι αν μέχρι τώρα δεν έχετε καταλάβει σε ποιον αναφερόμαστε, πράγμα μάλλον δύσκολο, πρόκειται, φυσικά, για τον Μίμη Ανδρουλάκη και το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του, που τιτλοφορείται Κάτω από τις στάχτες και κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα από τις Εκδόσεις Πατάκη. Από αυτή τη στήλη, είχαμε προτείνει πριν περίπου έναν χρόνο το πρώτο μέρος, με τίτλο Πριν σβήσουν τα φώτα. Συνεπώς, αν έχετε ξεκινήσει από αυτό και τώρα ανυπομονείτε να προμηθευτείτε το δεύτερο μέρος, αλλά ακόμη και αν είναι η πρώτη σας επαφή με το έργο και θα θέλατε να μάθετε περισσότερα, είστε στο σωστό άρθρο! Αν και για έναν τόσο γνωστό πολιτικό και καλλιτέχνη οι συστάσεις περιττεύουν, ο Μίμης Ανδρουλάκης έχει διαγράψει μια ιδιαίτερα επιτυχημένη πολιτική καριέρα στην Ελλάδα και, παράλληλα, έχει γράψει πάνω από 10 μυθιστορήματα και πολυάριθμα πολιτικά βιβλία, τα οποία τον έχουν καταξιώσει και ως συγγραφέα.
Ο πρόλογος του βιβλίου, ή μάλλον η συζήτηση με μια ένθερμη αναγνώστρια του βιβλίου, που επιλέγεται αντί προλόγου, μάς δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας προσεγγίζει το βιβλίο. Ο Ανδρουλάκης παίρνει τον ρόλο του αφηγητή για τα ζητήματα, περιγράφοντας αφηγήσεις από τη Μεταπολίτευση σαν να ήταν ένα αρχαίο δράμα, μέσα στο οποίο πολλές μεγάλες προσδοκίες διαψεύστηκαν, παρά την ιστορική σημασία της περιόδου, ως της καλύτερης εποχής της ελληνικής Ιστορίας. Ο τίτλος του βιβλίου επιλέχθηκε μέσα από την εικόνα μιας εστίας, όπως αυτές που ήταν συνηθισμένες στην ελληνική επαρχία, στις οποίες κάτω από τις στάχτες σιγοκαίει η φωτιά, έτοιμη να ξανανάψει με το κάθε μικρό φύσημα.
Ήδη από τον πρόλογο, ο συγγραφέας δηλώνει «ανέστιος», λόγω του τέλους της Μεταπολίτευσης. Ο ίδιος διακρίνει ανάμεσα σε Πρώτη Μεταπολίτευση, που τελειώνει γύρω στα 1989-1993) και Δεύτερη Μεταπολίτευση, η οποία αναφέρεται στην περίοδο ένταξης της χώρας στην Ευρωζώνη, που αποτέλεσε ένα πλαίσιο επαναδιαπραγμάτευσης βασικών αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο αναγνώστης βρίσκεται αβίαστα στο πνεύμα της εποχής, καθώς αναλύεται η προσπάθεια ανασύστασης της ΕΔΑ το 1974, η οποία, όμως, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις παθογένειες της Αριστεράς. Μια αφήγηση που θα κάνει εντύπωση είναι αυτή που αφορά τον Ανδρέα Παπανδρέου και στον τρόπο με τον οποίο ο Βασίλης Τσιτσάνης, με τη σύμπραξη φίλων και συνεργατών, έγινε ο μόνος που τα κατάφερε ώστε να μην παρατήσει για πάντα την πολιτική ο πρώτος, ο οποίος βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση λόγω του 13,6% που είχε λάβει το νεοπαγές τότε ΠΑΣΟΚ στις Εκλογές του 1974, όταν θριάμβευσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Μέσα στις επόμενες σελίδες του βιβλίου, μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές της εποχής παρουσιάζονται σε περισσότερο και λιγότερο σοβαρές τους φάσεις, καθώς επεξηγούνται αφηγηματικά πολιτικοί όροι που σημάδεψαν την περίοδο, όπως το πασίγνωστο «ντουέντε» του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ψυχογράφημα του Ανδρέα Παπανδρέου δίνεται από τον Ανδρουλάκη σε διάφορα σημεία του βιβλίου και μοιάζει εύστοχο σαν να έχει γραφτεί από έναν ικανότατο ψυχοθεραπευτή, καθώς εξηγεί το πώς ο μεγάλος ηγέτης, λόγω και των διαφόρων ψυχικών τραυμάτων από την οικογενειακή του ζωή, έμοιαζε να εξαρτάται από την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μελαγχολία, όταν δεν υπήρχε αυτή η προϋπόθεση.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο 1989, χρονιά με ιδιαίτερη σημασία, καθώς τότε έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και έγινε εμφανής η επικείμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο αναγνώστης νομίζει ότι βρίσκεται κρυμμένος σε μια κουρτίνα ή σε ένα διπλανό δωμάτιο και ακούει τις συζητήσεις των πρωταγωνιστών. Για αυτό το «παράθυρο» στην Ιστορία και τις στιγμές που καθόρισαν την ελληνική πολιτική, ευθύνεται αποκλειστικά η μαεστρία του Ανδρουλάκη, ο οποίος γράφει μια αυτοβιογραφία που δε θυμίζει σε τίποτα παρόμοια έργα, τα οποία συχνά εκφράζουν πικρία του γράφοντος ή αποτελούν μια κάπως στείρα ματιά του παρελθόντος.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, θα μπορούσε κανείς να επιλέξει πολλές από τις αφηγήσεις του βιβλίου για να δώσει την εικόνα του, αλλά αυτές θα προτιμήσω να τις αφήσω σαν έκπληξη για τον αναγνώστη. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού είναι μεν εντυπωσιακό, αλλά εξίσου εντυπωσιακή είναι και η προσέγγιση του συγγραφέα – άλλωστε, όπως μας θυμίζει ο ίδιος, το ότι ξέρουμε το τέλος ενός έργου, δεν σημαίνει ότι δεν μας ενδιαφέρει η πλοκή του. Αν θέλετε να εντρυφήσετε στην πλοκή της Μεταπολίτευσης, ο Ανδρουλάκης είναι ο καταλληλότερος ξεναγός σας –γι’ αυτό σπεύσατε να διαβάσετε για όσα κρύβονται «κάτω από τις στάχτες».