Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Η αρχή της αμεροληψίας, μία από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αποτελεί έκφανση της συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου και της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το αρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Σημαίνει την εκφορά μίας κρίσης απαλλαγμένης από υποκειμενικά στοιχεία και την διενέργεια πράξεων και διαδικασιών με τρόπο ουδέτερο. Είναι μια δικαιική αρχή που εκφράζει την αντικειμενικότητα, τον μη επηρεασμό από προσωπικά συμφέροντα, συμπάθειες ή αντιπάθειες και είναι συνυφασμένη με την φύση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γίνεται δεκτό ότι η αρχή αυτή του διοικητικού δικαίου έχει τις ρίζες της στην αντίστοιχη αρχή που αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς και την απονομή δικαιοσύνης. Στο παρελθόν, η αρχή αυτή, λοιπόν, αφορούσε τους δικαστές, καθώς όμως εξελίσσονταν η δημόσια διοίκηση και τα διοικητικά όργανα αποκτώντας όλο και αποφασιστικότερες αρμοδιότητες, κρίθηκε αναγκαίο η αρχή της αμεροληψίας να αφορά και τα τελευταία. Βέβαια, δεν είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς στα διοικητικά όργανα, ούτε και το αντίστροφο.
Στον αντίποδα αυτής βρίσκεται η μεροληπτική κρίση, μία πλημμέλεια του διοικητικού οργάνου, λόγος τυπικής παρανομίας της πράξης που αφορά την (κακή) άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου. Κάθε παράβαση της εν λόγω αρχής συνιστά παράβαση νόμου και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Βάσει νομολογίας, εξάλλου, το διοικητικό όργανο για να μην επηρεάσει το αδιάβλητο της πράξης, θα πρέπει να απόσχει από την έκδοση πράξης με τα αντικείμενα ή υποκείμενα αυτής, το συνδέει ιδιαίτερος δεσμός.
Στον νόμο η κατοχύρωση της αρχής αυτής βρίσκεται στο κυρίως στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔιαδ). Στην πρώτη παράγραφο αποτυπώνεται η γενική ρήτρα ότι «τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους», ενώ στην δεύτερη ορίζονται τα κωλύματα: προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση, συγγένεια, ιδιαίτερη σχέση φιλίας ή έχθρας με τους ενδιαφερομένους. Οι υπόλοιπες τρείς παράγραφοι αφορούν διαδικαστικά ζητήματα. Πέρα από το αρ. 7, η αρχή της αμεροληψίας διατυπώνεται και σε άλλες ειδικότερες διατάξεις που αφορούν κωλύματα ή ασυμβίβαστα.
Το πεδίο εφαρμογής της αρχής καταλαμβάνει όλα τα είδη διοικητικής δράσης, δηλαδή τις εκτελεστές και μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις, τις διοικητικές συμβάσεις, την άσκηση αποφασιστικής αλλά και γνωμοδοτικής διοικητικής αρμοδιότητας.
Η μεροληψία ενός οργάνου μπορεί να ενταχθεί σε μία από τις εξής αρχές: 1) μεροληψία λόγω παραβίασης ρητής διάταξης, 2) βασίμως τεκμαιρόμενη, πρόκειται για εφαρμογή της αρχής «ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων», 3) απλώς τεκμαιρόμενη, έστω και αν δεν αποδείχθηκε ότι η εκδοθείσα διοικητική πράξη υπήρξε πράγματι μεροληπτική. Για να αποφευχθεί η μεροληπτική κρίση, ο νόμος επιβάλλει εξαίρεση του διοικητικού οργάνου, δηλαδή προσωρινή στέρηση των αρμοδιοτήτων του. Αυτή είναι η λεγόμενη αρχή της εξαιρέσεως, η οποία θέτει σε αναστολή την άσκηση αρμοδιοτήτων ενός οργάνου διοίκησης αναφορικά με μία συγκεκριμένη υπόθεση και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Αν το όργανο προβεί σε πράξη, από την οποία έχει εξαιρεθεί, αυτό συνεπάγεται την παρανομία της πράξης του λόγω χρονικής αναρμοδιότητας του.
Με την αρχή της εξαιρέσεως, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της αρχής της αμεροληψίας, παρέχεται στον ιδιώτη το δικαίωμα να ζητήσει τον αποκλεισμό διοικητικού οργάνου που εμπλέκεται προσωπικά στην εξέταση της υπόθεσης του. Εκτός αυτού, όμως, και το ίδιο το διοικητικό όργανο μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του, αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο θα εξυπηρετήσει καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, χωρίς αυτή η «αποστασιοποίηση» του να θεωρηθεί άρνηση εκτελέσεως υπηρεσίας.
Η αρχή της εξαιρέσεως όπως προκύπτει, εξάλλου, από το πνεύμα του νόμου και του κράτους δικαίου, ακόμα και αν δεν τυποποιείται ρητά σε διάταξη νόμου, αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου και ειδικότερη έκφανση της αρχής της αμεροληψίας. Εφαρμόζεται κυρίως στο πεδίο εκείνο, όπου εμφανίζεται η κατά διακριτική ευχέρεια δραστηριότητα της διοίκησης, καθώς εκεί υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες μεροληψίας. Δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις, όμως, όπου η διοίκηση είναι δεσμευμένη οπωσδήποτε να αποφασίσει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, διότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει ελευθερία αποφάσεως άρα ούτε ενδεχόμενο επηρεασμού από προσωπικό συμφέρον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Α. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2008
- Ι. Μαθιουδάκης, Η αρχή της αμεροληψίας της Διοίκησης, Εκδόσεις Ανιόν, 2008
- Α. Γέροντας, Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020