Του Στάθη Αποστόλου,
Η μάχη των Ευρωεκλογών έχει πάντα τη δική της σημασία για τα κόμματα και αυτήν τη φορά το κάθε ένα από αυτά έχει θέσει τους δικούς του στόχους, για την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου. Άλλοι θέλουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, ενώ άλλοι επιθυμούν την άνοδό τους τόσο σε σχέση με το ποσοστό που συγκέντρωσαν στις Ευρωεκλογές του 2019, όσο και με εκείνο που είχαν στις Εθνικές Εκλογές του Ιουνίου του 2023.
Πέραν των δημοσίων «κορώνων» που διαλαλούνται από πολιτικά πρόσωπα, και αυτή η μάχη είναι σημαντική, καθότι οι Έλληνες πολίτες μετέχουν σε μια δημοκρατική διαδικασία, η οποία μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε αλλαγή της ατζέντας μιας Κυβέρνησης και ενός κράτους.
Πολλά κόμματα επιχείρησαν και επιχειρούν να ταυτίσουν την ψήφο των Ευρωεκλογών με την ψήφο στις Εθνικές Εκλογές και συνεπακόλουθα τα αποτελέσματά τους. Στις Ευρωεκλογές του 1999, η Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή κέρδισε το τότε κυβερνών κόμμα με διαφορά σχεδόν το 3%, όπως και το 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τη Ν.Δ., αλλά και το 2014 ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τη Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά, χωρίς, ωστόσο, να ανοίξει «μύτη» για τις Κυβερνήσεις που ηττήθηκαν. Το διαφορετικό στον παραπάνω κανόνα ήταν οι Ευρωεκλογές του 2019, που με 10% η Ν.Δ. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισαν τον τότε Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, και τον οδήγησαν στην προκήρυξη πρόωρων Εθνικών Εκλογών .
Είναι πραγματικά αληθές πως ακόμη και οι φαινομενικά ηττημένοι μπορεί πρακτικά να είναι οι πραγματικοί νικητές των εκλογών. Μια πραγματικά έξυπνη «επίθεση» σεβασμού προς τους ψηφοφόρους, αλλά και μη έπαρσης επιχειρεί ο Νίκος Ανδρουλάκης, θέτοντας τον στόχο του για τις επικείμενες Ευρωεκλογές του 2024.
Έναν στόχο άνω του 15-16%, που κατά την άποψή του γράφοντος δεν είναι δύσκολο ή ανέφικτο να επιτευχθεί, ιδιαιτέρως αυτήν την κρίσιμη για την Κεντροαριστερά ώρα. Ωστόσο, πρέπει να γίνει εκ νέου ένας διαχωρισμός. Ένα ποσοστό άνω του 15% ακόμα και αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, θα οδηγήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη δεύτερη θέση μεν, με πολύ μεγάλη διαφορά πάλι από τη Ν.Δ. και δεύτερον το ποσοστό των Ευρωεκλογών δεν συνεπάγεται αυτόματα ίδιο ή αυξημένο ποσοστό στις Εθνικές κάλπες.
Με έναν Υπουργό «άφαντο» στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης που παραιτήθηκε πρόωρα, έναν Υπουργό που επί των ημερών του διέσχισαν τον κεντρικό ιστό 105 οπλισμένοι Κροάτες έμπλεοι της τυφλής βίας και σκότωσαν έναν νέο Έλληνα φίλαθλο, έναν Υπουργό που επί των ημερών του έχουμε την ιστορικών διαστάσεων «έκρηξη» οπαδικής βίας, μια κοινωνία να βιώνει μεν την πτώση σε αριθμούς του πληθωρισμού, αλλά να πιέζεται ακόμα να τα ανταπεξέλθει. Μια Αξιωματική Αντιπολίτευση που έχασε ιστορικά στελέχη-βουλευτές της και είναι ουσιαστικά απούσα από τα μεγάλα ζητήματα και δεν εκπληρώνει το χρέος της. Συνοπτικά με μια τόσο μεγάλη και πλούσια, από άποψη πολιτικής συζήτησης, κατάσταση που θα μπορούσε να ωφελήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τον Νίκο Ανδρουλάκη, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται.
Οι πανηγυρισμοί της «νεκρανάστασης» του 8% και η άνοδος σε 11.8% ή και σε 17% στις Ευρωεκλογές αποτελεί ξεκάθαρη έκφραση μη επαφής με την πραγματικότητα και απόλυτη αμετροέπεια. Ένας ηγέτης ξέρει να είναι παρών και να προτείνει λύσεις, όχι να αναμασά ξαναζεσταμένο φαγητό και, κυρίως, να μένει μακριά από τη ρητορική και την παραδοχή μιας ήττας.