Της Μαβίνας Τσαπόγα,
Η σύμβαση εμπιστευτικότητας (ή αλλιώς «συμφωνητικό εχεμύθειας») είναι η σύμβαση, με την οποία επιβάλλεται στον έναν ή και στους δύο συμβαλλομένους η υποχρέωση τήρησης απόλυτης εχεμύθειας αναφορικά με τις κατά περίπτωση κρίσιμες πληροφορίες που τους έχουν παρασχεθεί ή θα τους παρασχεθούν στο μέλλον. Το λεγόμενο “Non-disclosure agreement” είναι δυνατόν να έχει τη μορφή αυτοτελούς σύμβασης, αλλά, συχνά, συναντάται ως σχετική ρήτρα σε συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising), εμπορικής αντιπροσωπείας, διανομής, management, καθώς και σε συμβάσεις εργασίας. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν έχουν νομοθετικό έρεισμα και δεν προβλέπονται αυτοτελώς σε συγκεκριμένο νόμο της ελληνικής έννομης τάξης, ωστόσο, παγίως αναγνωρίζονται από τα ελληνικά δικαστήρια ως έγκυρες βάσει της γενικής αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων του Αστικού Δικαίου. Αποσκοπούν στην ευρύτερη δυνατή προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, που μεταξύ άλλων, αποκαλύπτονται στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών και συμβάσεων εργασίας.
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το κύριο περιεχόμενο των συμβάσεων εμπιστευτικότητας, πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμό των κατά περίπτωση εμπιστευτικών πληροφοριών. Σαφώς, είναι δύσκολο να εξειδικευτεί εκ των προτέρων το σύνολο των πληροφοριών που θα περιέλθουν σε γνώση του αντισυμβαλλομένου, ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπονται και να καλύπτονται όσο το δυνατόν πληρέστερα η έκταση και το είδος των πληροφοριών αυτών ,έτσι ώστε να μην δημιουργείται καμία απολύτως παρερμηνεία ή ασάφεια. Συνήθως, οι πληροφορίες αφορούν προϊόντα, μεθόδους εργασίας, τεχνικές, φόρμουλες, πλάνα ανάπτυξης, αποτελέσματα ερευνών ή κλινικών μελετών, οικονομικά και προσωπικά δεδομένα και λίστες πελατών και προμηθευτών. Περαιτέρω, πρέπει να ορίζεται ο σκοπός, χάριν του οποίου πραγματοποιείται η μονομερής ή αμοιβαία αποκάλυψη των πληροφοριών, καθώς και η διάρκεια ισχύος της εν λόγω σύμβασης.
Επιπρόσθετα, προκειμένου μια σύμβαση εμπιστευτικότητας να παρέχει την επιδιωκόμενη από τα συμβαλλόμενα μέρη προστασία, θα πρέπει να αναφέρει και τις υποχρεώσεις του αποδέκτη των πληροφοριών. Οι συνηθέστερες είναι η υποχρέωση μη ανακοίνωσης των εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτους, μη χρήσης τους για σκοπούς άλλους πέρα από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ο αντισυμβαλλόμενος έχει αναλάβει με την κύρια σύμβαση, μη αναπαραγωγής των εμπιστευτικών πληροφοριών και διατήρησής τους υπό ασφαλείς συνθήκες, καθώς και η υποχρέωση προστασίας των δεδομένων αυτών από κακόβουλες και αθέμιτες ενέργειες τρίτων. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι δεν αρκεί να μην επεξεργάζεται κάποιος παράνομα τις προστατευόμενες πληροφορίες, αλλά, περαιτέρω, θα πρέπει να λαμβάνει και όλα τα απαραίτητα μέτρα, για να μην διαρρεύσουν οι πληροφορίες αυτές από ενέργειες τρίτων.
Ιδιαίτερη σημασία έχει φυσικά και η πρόβλεψη των συνεπειών της ενδεχόμενης αθέτησης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται. Ωστόσο, ο προσδιορισμός της ζημίας που προκλήθηκε από την παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας παρουσιάζει μεγάλη αποδεικτική δυσχέρεια. Μέσω της σύμβασης εμπιστευτικότητας επιδιώκεται η προσπέλαση των δυσχερειών αυτών, καθώς, συχνά, ορίζεται είτε συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της ζημίας είτε συγκεκριμένο ποσό ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση είτε, τέλος, συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα. Συνηθέστερα, συνομολογείται ποινική ρήτρα και μάλιστα με εξαιρετικά υψηλό ποσό, με την οποία τα μέρη επιδιώκουν ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξει παραβίαση του απορρήτου (προληπτική λειτουργία της ποινικής ρήτρας).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο νόμος προστατεύει εκ των πραγμάτων όλα τα υποκείμενα δικαίου που για κάποιο λόγο έχουν έννομο συμφέρον και δικαίωμα να κρατήσουν τις πληροφορίες τους μυστικές από τρίτους, ακόμα και χωρίς κάποια σύμβαση/ρήτρα εμπιστευτικότητας. Λόγου χάρη, ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR) προστατεύει τα φυσικά πρόσωπα από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων, ενώ αντίστοιχα οι εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις προστατεύονται ως προς την τεχνογνωσία τους και τις επιχειρηματικές τους πληροφορίες από κάθε παράνομη χρήση ή αποκάλυψή τους με βάση το εμπορικό απόρρητο (Οδηγία ΕΕ 2016/943). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και όταν δεν υφίσταται κάποια ειδικότερη ρύθμιση, μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του ΑΚ περί αποζημιώσεων.
Παρόλα αυτά, οι συμβάσεις εμπιστευτικότητας κρίνονται απαραίτητες, διότι, πρώτον, λειτουργούν ως ένα πολύ ισχυρό αποδεικτικό μέσο σε πιθανή δικαστική διένεξη που θα εγερθεί ως προς τη γνώση ή μη του αντισυμβαλλόμενου, και δεύτερον, συνιστούν απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να προβλεφθεί και να καταρτιστεί η προαναφερθείσα ποινική ρήτρα. Τέλος, λειτουργούν και ως ένα ισχυρό μέσο ψυχολογικής πίεσης για τον αντισυμβαλλόμενο, ο οποίος έχοντας υπογράψει και δεσμευτεί με ένα τέτοιο έγγραφο, γίνεται αυτόματα πολύ πιο διστακτικός σε οποιαδήποτε παράνομη ή αντισυμβατική συμπεριφορά σχετικά με τις πληροφορίες που διαλαμβάνει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βενιέρης Ι., Βερβεσός Ν., Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021
- Ρήτρες εμπιστευτικότητας – βασικά χαρακτηριστικά και το νομικό πλαίσιο σχετικά με αυτές, mcaounilaw.gr, διαθέσιμο εδώ