Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Κατά τους πρώτους αιώνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν το ειδωλολατρικό παρελθόν της Αυτοκρατορίας ήταν ακόμα νωπή μνήμη, πολλά από τα έθιμα της περιόδου εκείνης είχαν επιβιώσει. Καθώς, ειδικά σε δύσκολες περιόδους όπως εκείνοι οι αιώνες, η απαίτηση του λαού για «Άρτο και Θεάματα» παρέμενε έντονη, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν το δεύτερο με την αξιοποίηση των ιπποδρόμων, χώρων στους οποίους όχι μόνο λάμβαναν χώρα πολλές αθλητικές δράσεις, αλλά σταδιακά έγιναν και χώρος πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων.
Ο πλέον διάσημος από τους βυζαντινούς ιπποδρόμους ήταν ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος περιβάλλονταν από ένα αμφιθέατρο, διαστάσεων τετρακοσίων επί εκατό μέτρων, και χωρούσε δεκάδες χιλιάδες θεατές. Ξεχωριστά στοιχεία του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Τρίποδας των Πλαταιών, ο οποίος είχε μεταφερθεί στον ιππόδρομο από τους Δελφούς, και είχε δοθεί στο μαντείο πολλούς αιώνες νωρίτερα από τους Έλληνες για να θυμίζει την νίκη στην μάχη των Πλαταιών. Άλλο σημαντικό ενθύμιο που είχε μεταφερθεί εκεί ήταν ο οβελίσκος του Αιγυπτίου βασιλιά Τουθμώσι Γ΄. Τα δυο προαναφερθέντα μνημεία υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην περιοχή του Ιπποδρόμου.
Καθώς οι υπήκοοι πλέον είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό, στους ιπποδρόμους δεν λάμβαναν χώρα πλέον μονομαχίες όπως συνέβαινε στη Ρώμη. Αντίθετα, οι ιπποδρομίες και αρματοδρομίες συνεχίστηκαν, και μάλιστα το ενδιαφέρον γύρω από αυτές αυξήθηκε, καθώς οι αθλητές (αναβάτες ίππων και οδηγοί αρμάτων) χωρίστηκαν σε τέσσερις φατρίες: Πράσινους, Βένετους, Ερυθρούς και Λευκούς. Οι δυο πρώτες ομάδες ήταν οι πλέον λαοφιλείς, ενώ πολλές φορές οι οπαδοί των ομάδων συγκρούονταν εντός και εκτός ιπποδρόμου χρησιμοποιώντας βίαια μέσα, δημιουργώντας μια κατάσταση όμοια με αυτήν της οπαδικής βίας που παρατηρείται σήμερα μεταξύ των οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων. Αξιομνημόνευτο είναι πως μέσω των φατριών του ιπποδρόμου ο δήμος είχε την ευκαιρία να εκφράσει τα παράπονά του στον Αυτοκράτορα και να ζητήσει μεταρρυθμίσεις, καθώς ο Αυτοκράτορας παρακολουθούσε τους αγώνες από το υψηλό θεωρείο.
Αρκετές φορές οι εντάσεις στον ιππόδρομο οδηγούσαν ακόμη και σε ανοιχτές εξεγέρσεις, με γνωστότερη αυτών, την Στάση του Νίκα το 532. Εκείνη τη χρονική περίοδο οι συγκρούσεις μεταξύ Πράσινων και Βένετων είχαν εκτραχυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που οι οπαδοί κάθε ομάδας έκλεβαν και σκότωναν ακόμα και ουδέτερους, με αποτέλεσμα να επικρατεί τρόμος στην Βασιλεύουσα. Ο Ιουστινιανός, για να επανέλθει η τάξη στην Πόλη, αποφάσισε την σύλληψη των αρχηγών και των δυο φατριών, μέτρο το οποίο όμως αντί να κατευνάσει τα πνεύματα οδήγησε στην ένωση των οπαδών των δυο φατριών ενάντια στον Αυτοκράτορα.
Στην συνέχεια οι στασιαστές, με την κραυγή «Νίκα» προχώρησαν προς τα ανάκτορα, πυρπολώντας κτήρια και προκαλώντας ταραχή στην Κωνσταντινούπολη, ενώ έπεισαν τον Υπάτιο να αναλάβει τον θρόνο στη θέση του Ιουστινιανού. Εκείνος δέχθηκε, ενώ ο Ιουστινιανός σκεφτόταν να αποδράσει για να γλιτώσει, με την σύζυγό του Θεοδώρα να τον μεταπείθει. Τελικά ο στρατηγός του Βελισσάριος διέταξε το στρατό να επέμβει, και η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα μετά από σκληρή μάχη στους δρόμους της Πόλης, με αποτέλεσμα τριάντα χιλιάδες στασιαστές να δολοφονηθούν. Μερικά χρόνια αργότερα ο ανιψιός του Ιουστινιανού, Ιουστίνος Β΄ έχασε την εξουσία για μια δεκαετία εν μέρει λόγω της παρέμβασης των Πράσινων εναντίον του.
Μπορεί ο ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης να ήταν ο πιο γνωστός της εποχής του, ωστόσο και σε άλλες πόλεις υπήρχαν ιππόδρομοι, οι οποίοι μάλιστα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της εκάστοτε περιοχής. Εξαίρετο παράδειγμα τα συμβάντα που έλαβαν χώρα στην Θεσσαλονίκη στο τέλος του τέταρτου μ.Χ. αιώνα (390), όταν ο κυβερνήτης της πόλης Βοθέριχος συνέλαβε έναν διάσημο οδηγό άρματος. Οι Θεσσαλονικείς ζήτησαν την απελευθέρωσή του, ενώ η άρνηση του Βοθέριχου να υπακούσει στο αίτημα αυτό οδήγησε στην δολοφονία του από το εξαγριωμένο πλήθος, το οποίο πρώτα είχε εξουδετερώσει τη φρουρά του. Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ εξαγριώθηκε από την εξέλιξη αυτή, και αποφάσισε να ξεγελάσει τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, καλώντας τους σε αγώνες στον ιππόδρομο. Οι Θεσσαλονικείς συνέρρευσαν πράγματι, ωστόσο κατά τη διάρκεια των αγώνων, εισέβαλλαν στον ιππόδρομο κρυμμένοι στρατιώτες του Αυτοκράτορα και κατέσφαξαν εφτά χιλιάδες ανθρώπους. Ο σεβαστός επίσκοπος Μεδιόλανων Αμβρόσιος Α΄ ζήτησε από τον Θεοδόσιο την δημόσια έκφραση μεταμέλειας, για να μπορούσε να λειτουργήσει ξανά παρουσία του Αυτοκράτορα. Άλλο περιστατικό βίας σχετιζόμενης με τον ιππόδρομο συνέβη το 507 μ.Χ. στην Αντιόχεια, ο Πορφύριος, ο πιο γνωστός οδηγός άρματος της εποχής του, επιτέθηκε μαζί με τους οπαδούς του σε μια εβραϊκή συναγωγή της πόλης, και σκότωσε πολλούς από τους Εβραίους της Αντιόχειας.
Με την πάροδο των αιώνων και καθώς η Αυτοκρατορία απομακρυνόταν από τις ρωμαϊκές τις ρίζες, οι Ιππόδρομοι έχασαν την σημασία τους, και αγώνες συνέχισαν να λαμβάνουν χώρα μόνο στην Κωνσταντινούπολη, λιγότερο συχνά από ότι τους προηγούμενους αιώνες. Οι ιπποδρομίες θα σταματούσαν οριστικά και στην Πόλη, με την κυρίευσή της από τους Φράγκους το 1204, όταν και υπέστη σημαντικές ζημιές ο χώρος του Ιπποδρόμου. Τμήματα του ωστόσο σώζονται ακόμα και σήμερα, και γίνονται αντικείμενο θαυμασμού από τους τουρίστες που επισκέπτονται την πάλαι ποτέ Βασιλεύουσα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hippodrome of Constantinople, thebyzantinelegacy.com, Διαθέσιμο εδώ
- Durant, W. (1950), Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού – Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster.