Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας δεν θα μπορούσε να ήταν καμία άλλη πέρα από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ 1946-1949. Πρόκειται για μια διαμάχη που διεξήχθη στην Ελλάδα ανάμεσα στον κυβερνητικό ελληνικό στρατό και τις αντάρτικες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Διήρκησε από τον Μάρτιο του 1946 έως και τον Αύγουστο του 1949 και ήταν η πολεμική σύγκρουση με τις μεγαλύτερες απώλειες που γνώρισε η χώρα από το 1830 έως και σήμερα.
Ημερομηνία έναρξης του εμφυλίου θεωρείται η επίθεση ομάδας ανταρτών στο σταθμό χωροφυλακής Λιτόχωρου Πιερίας τη νύχτα της 30ης Μαρτίου 1946, μετά την οποία ακολούθησαν διώξεις αριστερών. Ομάδες ανταρτών οργανώθηκαν υπό τον Μάρκο Βαφειάδη στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, ο οποίος δρούσε σε ορεινές περιοχές της επαρχίας. Με την βοήθεια των Αμερικανών και του σχεδίου Μάρσαλ η ελληνική κυβέρνηση πραγματοποίησε αντιαρματικές επιχειρήσεις και προχώρησε σε διώξεις υποστηρικτών του ΚΚΕ. Όπως προαναφέρθηκε, οι αντάρτες δρούσαν σε ορεινές περιοχές ψάχνοντας καταφύγιο στους ντόπιους και πολλές φορές ήρθαν σε σύγκρουση με τον στρατό. Στις ορεινές περιοχές της Αχαΐας και Αιγιαλείας έλαβαν χώρα κάποιες από τις πιο σημαντικές συγκρούσεις των αντίπαλων παρατάξεων. Στη μάχη του Αιγίου (24 Φεβρουαρίου 1948), οι αντάρτες δεν κατάφεραν να καταλάβουν τα σημαντικά κτίρια της πόλης. Έτσι, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την πόλη για δύο με τέσσερις μέρες και εντυπωσίασαν τους φιλικά προσκείμενους πολίτες, με την κυβέρνηση της Αθήνας να θορυβείται από αυτήν την εξέλιξη. Στη μάχη των Καλαβρύτων (11 Απριλίου 1948) η νίκη κατακτήθηκε από τον ΔΣΕ και οι περισσότεροι από τους χωροφύλακες βρήκαν τραγικό θάνατο. Ακολούθησε η μάχη της Χαλανδρίτσας (5 Ιουλίου 1948) όπου σκοτώθηκαν 39 χωροφύλακες και τέλος η μάχη της Βλασίας (23 Ιουλίου 1948). Μεγαλύτερη βάση θα δοθεί στα γεγονότα που συνέβησαν στην Βλασία, καθώς υπήρξε καθοριστική για την παρουσία των ανταρτικών δυνάμεων στην Αχαΐα.
Μετά την μάχη των Καλαβρύτων και την νικηφόρα εξέλιξή της για τον δημοκρατικό στρατό, πραγματοποιήθηκε η συμπλοκή στο χωριό Βλασία, που βρίσκεται στον αμαξιτό δρόμο Καλαβρύτων – Πατρών. Ύστερα από την μάχη της Χαλανδρίτσας είχε εγκατασταθεί μόνιμα το 617ο τάγμα πεζικού της 72ης ταξιαρχίας των κυβερνητικών δυνάμεων με διοικητή των αντισυνταγματάρχη Σταύρο Δρακουλαράκο και υποδιοικητή των Ιωάννη Δαμιανό. Η κατανομή των κυβερνητικών δυνάμεων προέβλεπε την εγκατάσταση του 1ου λόχου με διοικητή τον υπολοχαγό Βασίλειο Ζαβό περιμετρικά του χωριού, του 2ου λόχου με διοικητή τον λοχαγό Δημήτριο Νίνο στον αμαξιτό δρόμο Βλασίας – Καλαβρύτων και του 3ου λόχου με διοικητή των Ιωάννη Δαμιανό στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Η διοίκηση του τάγματος είχε συγκροτηθεί στο ελατό δάσος πάνω από το μοναστήρι με διοικητή των συνταγματάρχη Σταύρο Δρακουλαράκο. Η εκεί παρουσία του εν λόγω τάγματος είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες οχυρώνονταν σε ορεινές περιοχές και σε άλλες θέσεις ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, με σκοπό να εξαναγκάσουν τους αντάρτες να εγκαταλείψουν τα φυσικά οχυρά και να περάσουν σε άλλες, σε πιο πεδινές περιοχές, όπου θα ήταν πιο δύσκολο να εφαρμόσουν την στρατηγική τους, γιατί θα αντιμετώπιζαν περισσότερες και πιο οργανωμένες κυβερνητικές δυνάμεις.
Το 617ο τάγμα είχε λάβει εντολή μετακίνησης από την Τρίπολη, καθώς είχαν πληροφορίες για μεγάλη ομάδα ανταρτών που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Ενδιάμεσα, οι άντρες του τάγματος είχαν εμπλακεί σε μάχη στα Μαζαίικα (Κλειτορία), όπου κατάφεραν να εξολοθρεύσουν τους αντάρτες και να κατασχέσουν τον οπλισμό τους, τον οποίο μετέφεραν στα Καλάβρυτα. Όσο βρίσκονταν στην πόλη έλαβαν εντολή να μετακινηθούν προς το χωριό Βλασία και να εγκατασταθούν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Αποστολή του τάγματος ήταν να βρίσκεται σε ετοιμότητα και να απαγορεύσει την διάβαση ανταρτών προς την ορεινή περιοχή της Αχαΐας, Αρκαδίας και Κορινθίας. Στην αντίπερα όχθη, οι αντάρτες γνώριζαν πολύ καλά το σχέδιο των κυβερνητικών, και μετά από σύσκεψη αποφάσισαν να επιτεθούν. Πολλοί ήταν οι αξιωματικοί που εξέφρασαν την άποψη πως η επιχείρηση αυτή ήταν αρκετά παρακινδυνευμένη, όμως δεν εισακούστηκαν. Η μάχη ξεκίνησε τα ξημερώματα στις 13 Ιουλίου με μια κίνηση αντιπερισπασμού από την πλευρά των ανταρτών, και κράτησε περίπου οχτώ ολόκληρες ώρες. Οι αντάρτες επιτέθηκαν στο μοναστήρι εγκλωβίζοντας τους εκεί αμυνόμενους, ενώ παράλληλα όσοι βρίσκονταν στα γύρω δάση επιτέθηκαν στο χωριό, όπου έδρευε και η διοίκηση του τάγματος. Ο συνταγματάρχης Δρακουλαράκος δεν αιφνιδιάστηκε, υποχώρησε από το κέντρο του χωριού και κατάφερε με ελάχιστες απώλειες να φτάσει στο μοναστήρι. Η τακτική του αιφνιδιασμού από την πλευρά των ανταρτών απέτυχε. Οι αντάρτες ξεκίνησαν την πολιορκία του μοναστηριού, που στην αρχή είχε θετική εξέλιξη για αυτούς, παρ’ όλη την αντίσταση των αμυνομένων και της βοήθειας που τους προσέφεραν οι μοναχοί.
Μετά από έκκληση του Δρακουλαράκου, το ξημέρωμα έφθασε σμήνος της πολεμικής αεροπορίας, το οποίο χτύπησε τις θέσεις των ανταρτών. Η μέθοδος αυτή όμως δεν είχε μεγάλη επιτυχία καθώς έριχναν πυρά από πολύ μεγάλο ύψος εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της περιοχής. Αυτό που διευκόλυνε τον στρατό ήταν ότι ρίχθηκαν μέσα στο χώρο του μοναστηριού πολεμοφόδια, ενώ παράλληλα έφθασε μηχανοκίνητη βοήθεια από τα Καλάβρυτα και την Πάτρα. Η ηγεσία του ΔΣΠ, μη θέλοντας να θυσιάσει το έμψυχο αλλά και το άψυχο δυναμικό της, αποφάσισε να υποχωρήσει. Έτσι, με εντολή του Κανελλόπουλου, οι αντάρτες αποσύρθηκαν στο ελατό δάσος. Όσον αφορά τις απώλειες της μάχης, σύμφωνα με τον κώδικα της μονής οι νεκροί των κυβερνητικών δυνάμεων ανέρχονταν στους 10 με 13 ενώ οι τραυματίες στους 35. Δεν υπάρχει σαφής απολογισμός για την πλευρά των ανταρτών. Σύμφωνα με τον Κ. Παπακωνσταντίνου οι νεκροί ανέρχονταν στους 10 και οι τραυματίες στους 40. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν η πρώτη ήττα των ανταρτών στην Πελοπόννησο μετά την νίκη στην Χαλανδρίτσα.
Από την Βλασία άρχισε η αποτυχία κάθε μελλοντικής προσπάθειας των ανταρτών στην Πελοπόννησο. Οι αντάρτες δεν κατάφεραν να εξοντώσουν το τάγμα, και αυτό γιατί απέτυχε η τακτική του αιφνιδιασμού που ακολούθησαν μιας και ήταν εξοικειωμένοι σε έναν άλλον τρόπο επίθεσης. Καθοριστικός ήταν και ο παράγοντας της συμμετοχής της αεροπορίας καθώς αυτό απέτρεψε τους αντάρτες να εισβάλουν στο μοναστήρι πριν την ανατολή του ηλίου. Από τότε έως και σήμερα οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τις αρχές του τόπου, ανήμερα της ημέρας της μάχης οργανώνουν θεία λειτουργία, μνημόσυνο και τρισάγιο στην μνήμη των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών του ελληνικού στρατού που έχασαν την ζωή τους, στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βλασίας. Σ’ ανάμνηση της μάχης αλλά και σε ένδειξη τιμής προς τους πεσόντες, στον περίβολο του ναού υπάρχει στρατιωτικό νεκροταφείο και έχει στηθεί ηρώο πεσόντων. Οι αξιωματικοί του 617 Τ. δώρισαν στο ναό μια ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η νεκρή μεραρχία τόμος Β’, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (Μπελάς), εκδόσεις Αλφειός, Μάρτιος 2002.
- Εμφύλιος πόλεμος στις επαρχίες Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (1946- 1949), Διδακτορική εργασία του Παναγιώτη Στούρα, τμήμα ελληνικών και λατινικών σπουδών, πανεπιστήμιο Γιοχάνεσμπουργκ, freader.ekt.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ο εμφύλιος πόλεμος στην Αχαΐα μέσα από τον τύπο της Πάτρας, Διπλωματική εργασία του Θρασύβουλου Παπαστράτη, ελληνικό ανοιχτό πανεπιστήμιο, σχολή ανθρωπιστικών επιστημών, apothesis.eap.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μονή Αγίου Νικολάου Βλασίας, gerbesi.wordpress.com, διαθέσιμο εδώ