Της Ελένης Αβραμίδου,
Η ψυχική διαταραχή της σωματικής δυσμορφίας, στα αγγλικά γνωστή και ως Body Dysmorphic Disorder, ανήκει σύμφωνα με το DSM-V στο φάσμα των ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαταραχή κατά την οποία το άτομο αναπτύσσει έμμονες σκέψεις σχετικά με συγκεκριμένα σημεία του σώματός του, που θεωρεί αντιαισθητικά, άσχημα, ακόμα και αφύσικα, ενώ σε πολλές εκ των περιπτώσεων πρόκειται για μη ορατά ελαττώματα. Πολλοί άνθρωποι κατά καιρούς αναπτύσσουν ανασφάλειες σχετικά με στοιχεία της εξωτερικής τους εμφάνισης, αλλά αυτό που τους διακρίνει από την εν λόγω πάθηση είναι πως οι σκέψεις αυτές δεν έχουν εμμονικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινότητα τους.
Επιδημιολογία
H Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας είναι μια σχετικά συχνή διαταραχή κυμαίνεται σε ποσοστό 0,7%-2,4% στο γενικό πληθυσμό. Όταν μελετάται ο επιπολασμός της σε συγκεκριμένες υποομάδες του πληθυσμού, όπως σε ασθενείς σε κέντρα αισθητικής ιατρικής, το ποσοστό μπορεί να πλησιάσει ακόμη και το 60%. Η συγκεκριμένη διαταραχή μπορεί να εμφανιστεί μαζί με διατροφικές διαταραχές (π.χ. νευρική ανορεξία, βουλιμία) ή να εκφραστεί μεμονωμένα. Συννοσηρότητα έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη, κοινωνική φοβία και τριχοτιλομανία. Όσον αφορά την κατανομή με βάση το φύλο, παρόμοια ποσοστά παρατηρούνται σε γυναίκες και άντρες, με μικρή υπερίσχυση του γυναικείου φύλου.
Συμπτώματα
Βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής σωματικής δυσμορφίας είναι η υπερβολική ενασχόληση με ελαττώματα της εμφάνισης, τα οποία σε έναν εξωτερικό παρατηρητή μπορεί να είναι και μη αντιληπτά. Συχνότερα σημεία της εξωτερικής εμφάνισης που αποτελούν αντικείμενο εμμονής είναι χαρακτηριστικά του προσώπου, όπως η μύτη, τα μάτια, τα δόντια, το δέρμα και τα μαλλιά, αλλά και η μυϊκή μάζα, η οποία αποτελεί και ξεχωριστή υποκατηγορία του συνδρόμου με συχνότερο επιπολασμό σε αρσενικού φύλου άτομα. Επιπλέον, συχνά τα άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή εμφανίζουν επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που αποσκοπούν στη διόρθωση ή στην επικάλυψη των ελαττωμάτων τους, όπως πολύπλοκες ρουτίνες ομορφιάς, συγκεκριμένα χτενίσματα ή ακόμη και χρήση, για παράδειγμα, των χεριών, ώστε να κρύψουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Ακόμη, η αποφυγή είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ατόμων και περιλαμβάνει είτε την αποφυγή καθρεπτισμού τους σε επιφάνειες είτε σε ακραίο στάδιο και την κοινωνική απομόνωσή τους. Ένα ακόμη γνώρισμα του συνδρόμου είναι ότι οι ασθενείς έχουν ελλιπή επίγνωση της πάθησής τους, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν τις σκέψεις τους ως εμμονικές ή ως μη ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, υποστηρίζουν πως η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους είναι και η πραγματική.
Παθοφυσιολογία
Η ακριβής παθοφυσιολογία και αιτιολογία της νόσου, όπως για την πλειοψηφία των ψυχιατρικών διαταραχών δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που περιλαμβάνουν ανατομικά και νευροβιολογικά χαρακτηριστικά που αποτελούν το υπόβαθρο για την ανάπτυξη της νόσου. Συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί αύξηση της λευκής ουσίας και μείωση της φαιάς σε ασθενείς με σωματική δυσμορφία. Αναφορικά με το νευρολογικό υπόβαθρο της νόσου, υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν διαταραγμένη επεξεργασία οπτικών δεδομένων με επιλεκτική ανάκληση πληροφοριών και λεπτομερειών από χαρακτηριστικά προσώπων και μορφών.
Όσον αναφορά τον ρόλο των νευροδιαβιβαστών, έχει βρεθεί μειωμένη διαθεσιμότητα υποδοχέων ντοπαμίνης στην περιοχή του ραβδωτού σώματος. Η παρατήρηση αυτή συνάδει με τα συμπτώματα ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής που παρατηρούνται στο σύνδρομο.
Θεραπεία
Όπως σε κάθε ψυχιατρική διαταραχή, η θεραπευτική προσέγγιση κάθε ασθενούς είναι εξατομικευμένη και αφορά φαρμακευτική θεραπεία και διάφορα είδη ψυχοθεραπείας αυτόνομα ή συνδυαστικά. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία αποτελεί το επίκεντρο της θεραπευτικής προσέγγισης στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αποσκοπώντας στην αλλαγή των λανθασμένων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με την εμφάνιση του, αλλά και στη μείωση των αποφευκτικών και ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών που ενδεχομένως να παρατηρούνται. Όσον αφορά την φαρμακευτική θεραπεία, συνήθως αυτή περιλαμβάνει αντικαταθλιπτικά φάρμακα της κατηγορίας των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs). Σε ανθεκτικές περιπτώσεις μπορεί να προστεθεί λήψη κλοπιραμίνης, ενώ έχει προταθεί και η συγχορήγηση αντιψυχωσικής θεραπείας. Τα τελευταία χρόνια μελετάται η επίδραση νέων τεχνικών, όπως η επαναλαμβανόμενη διακρανιακή μαγνητική διέγερση (rTMS), στην θεραπεία της διαταραχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Body dysmorphic disorder, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Body dysmorphic disorder: Diagnosis, clinical aspects and treatment strategies, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- The neurobiology of body dysmorphic disorder: A systematic review and theoretical model, researchgate.net. Διαθέσιμο εδώ
- Pharmacological Treatment of Body Dysmorphic Disorder, PubMed. Διαθέσιμο εδώ